Στην πρόβα, πάνω στη σκηνή «Σωκράτης Καραντινός» της Σταυρούπολης, η «Αυλή των θαυμάτων» ήταν ακόμα οικόπεδο. Τα …«θαύματα» των βίντεο-προβολών δεν είχαν ακόμη επιτελεσθεί κι οι ηθοποιοί (τρίτη ή τέταρτη γενιά επαγγελματιών που καλούνται να ζήσουν τα «θαύματα» του Καμπανέλλη σε μια αυλή του 1957) έψαχναν το ρόλο τους.
Ο Κώστας Τσιάνος, υπερ-ειδικευμένος, πλέον, μετά από μισό αιώνα «θέατρο-natura-θέατρο αλήθειας» στις πλάτες του, όπως λέει, μάλλον δυσανασχετεί δημιουργικά:«Μη τα μασάς τα λόγια σου, αγανάκτησε δημόσια -πες το στην κοινωνία, πες το στους θεατές. Μην τα μικραίνετε μωρέ τέτοια κείμενα». Αγανακτεί και τρέχει πάνω στη σκηνή με τα … κιλά του και τα χρόνια του, προκειμένου να διδάξει ο ίδιος τον ρόλο. Είναι εξάλλου η τέταρτη εμπλοκή του, σκηνοθετική ή ερμηνευτική ή και τα δύο, με το εμβληματικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Απ’ το 1975 που η «Αυλή» ήταν το εναρκτήριο έργο του Θεσσαλικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία Διαγόρα Χρονόπουλου και ο Τσιάνος, ηλικίας τότε 33 χρόνων, είχε παίξει τον Ιορδάνη, τον γέρο πρόσφυγα της Αυλής, μέχρι το 1988 στο θέατρο Βεάκη με το Ελεύθερο Θέατρο και τώρα με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος.
«Κανείς δεν μου έδωσε την αίσθηση -όσο εσύ στον Ιορδάνη σου- ότι “φέρει” το ρόλο κι όλο τον ελληνισμό που περικλείει μέσα του» είχε πει στον Κώστα Τσιάνο ο Ι. Καμπανέλλης το 1975 όταν πήγε στη Λάρισα να δεί το έργο του μετά από, σχεδόν, είκοσι χρόνια από το πρώτο του ανέβασμα, εκείνο του 1957 στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν.
Στην παράσταση του ΚΘΒΕ, που δίνει την πρεμιέρα της το ερχόμενο Σάββατο 7 Οκτωβρίου στη σκηνή «Σωκράτης Καραντινός» της Μονής Λαζαριστών, ο Κώστας Τσιάνος (ο οποίος διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής στο ΚΘΒΕ επί … πεντάμηνο, απ’ τον Φεβρουάριο έως τον Ιούλιο 1998) επιστρέφει με μια ακόμη «Αυλή των θαυμάτων», σε μια εποχή που βιώνουμε το … αντίθαμα.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του Κώστα Τσιάνου στην Βίκυ Χαρισοπούλου για το Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων:
Ερ.: Ποιον αφορά μια αυλή -έστω θαυμάτων- γραμμένη το 1957, εξήντα χρόνια πριν; Ή για την παράσταση του ΚΘΒΕ είναι διασκευασμένη στα καθ΄ημάς;
Απ.: Μα δεν άλλαξε κάτι. Μας αφορά όλους. Είναι έργο ελληνικό, σημαδιακό, σταθμός στη δραματουργία μας. Μετά απ’ αυτό άλλαξε η ελληνική θεατρική γραφή. Σε πολλές σκηνές του, ο υποψιασμένος θεατής βρίσκει μια σειρά από άλλα μεταγενέστερα έργα άλλων. Είναι ο τρόπος γραφής. Το μεγάλο θέατρο δεν απευθύνεται στο είδος των «κουλτούρ-μουλτούρ». Αυτοί ας μην έρθουν.Το θέμα είναι να ‘ρθει ο κοσμάκης. Ο Καμπανέλλης είχε ρυθμό στο λόγο του. Όλα τα μεγάλα κείμενα αν τα διαβάσεις σωστά, βρίσκεις το ρυθμό τους. Δεν κόβονται δεν διασκευάζονται. Στην «Αυλή» δεν μπορείς να κάνεις διασκευές. Είναι άλλο έργο.’Αλλο πράγμα είναι αυτές οι «μοντερνιές» με τη γλώσσα του σώματος. Εν αρχή -και κυρίως στο θέατρο- ην ο Λόγος.Εγώ τον Πίντερ λ.χ δεν τον καταλαβαίνω, δεν μπορώ να τον ανεβάσω. Δεν μπορούμε όλοι, όλα. Αν μπορούσα θα έκανα μόνο τραγωδίες. Δεν μπορεί … θαχαν γράψει κι εκείνοι, οι μεγάλοι, αποτυχίες, αλλά φρόντισαν οι ίδιοι κι ο χρόνος να τις εξαφανίσουν. Των κλασσικών, απλώς σώθηκαν τα καλύτερα έργα.
Ερ.: Μετά από δεκάδες ρόλους, θεατρικούς και κινηματογραφικούς, σκηνοθεσίες, ερμηνείες, θέσεις, κρατάτε κάτι ως αγαπημένο;
Απ.: Την «Αυλή»’ και τον ρόλο του Ιορδάνη -κλασσικός σαν τραγωδία- , τις «Χοηφόρες» του Αισχύλου,παράσταση του 1992 με το Θεσσαλικό -ήταν η καλύτερη μου παράσταση, αυτήν θα θυμόταν ο κόσμος αν την είχα κάνει πριν την «Ηλέκτρα» και την «Ιφιγένεια» με την Λυδία (Κονιόρδου).
Ερ. Γιατί πέτυχαν τόσο αυτές οι παραστάσεις; Ήταν οι καιροί, οι καινοτομίες μουσικής, χορικών, λόγου;Ήταν η αλήθεια του αρχαίου λόγου που ερχόταν κατευθείαν απ’ το χώμα της Θεσσαλίας;
Απ.Ήταν αυτό που ‘λεγε ο Αριστοτέλης «μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας». Τα χρόνια στην Δόρα Στράτου και γυρνώντας όλη την Ελλάδα, είδα τις χωρικές στα πανηγύρια, είδα ότι το νήμα αυτό που αναζητούσαμε, υπάρχει. Υπάρχει η συνέχεια που χάνεται βαθιά στο χρόνο. Δεν είναι πανηγύρια αυτά στα οποία ακόμα και σήμερα μετέχουν και χορεύουν γριές γυναίκες, αλλά μυστήριο.Έμαθα ότι ο χορός και το χορικό είναι το νήμα της συνέχειας. Ε, αυτό εψαξα και μάλλον το βρήκα σ’ αυτές τις παραστάσεις. Το επιχείρησαν κι ο Ροντήρης κι ο Κουν δεν το πέτυχαν. Δεν είναι απλή μίμηση. Ξέρεις πόσες ώρες καθόταν ο Γιάννης Χρήστου, αυτός ο μέγιστος συνθέτης και φιλόσοφος της μουσικής, σημειώνοντας σε κάτι τετραδιάκια στης Δόρας Στράτου, ήχους και στίχους απ’ τα λαϊκά μοιρολόγια;
Ερ.: Οι άνθρωποι της ”Αυλής” είχαν ξεμείνει ανυπεράσπιστοι ακόμη κι απ’ τον ίδιο τον εαυτό τους, ξεχασμένοι μέσα σε συνήθειες και τρόπο ζωής που δεν τους βοηθούσε να δούν Θεού πρόσωπο. Γι’ αυτό και η μεγαλύτερη αλλαγή έφτασε σ’ αυτούς σαν καημός για μετανάστευση και εκσκαφέας που ισοπέδωσε τις αυλές για να αξιοποιηθούν τα οικόπεδα. Η «Αυλή των θαυμάτων» όταν γράφτηκε ήταν «το κύκνειο άσμα ενός κόσμου βαθιά δικού μας και βαθιά πικραμένου» γράφει ο Ιάκωβος Καμπανέλλης στο σημείωμα του για την παράσταση στο Θέατρο Τέχνης (1957-58) …
Απ.: Τα έζησα, τα ξέρω όλα αυτά. Ωχριά ο Καμπανέλλης και η «ύλη» του μπρος σ’ εκείνα που βίωσα στην επαρχία της εποχής. Μ’ όλους αυτούς του ήρωες μεγάλωσα. Τον ξέρω καλά τον Ιορδάνη -όχι γιατί τον ερμήνευσα ως ρόλο. Τον είδα, τον άκουσα. Και τον Στέλιο και την Αννετώ και τον Μπάμπη. Ποιος Καμπανέλλης; Ο «Βυθός» του Γκόργκι είναι ο μεταπολεμικός και μετεμφυλιακός Έλληνας.
Απ΄το «Έκτο πάτωμα» του Αλφρ. Ζερύ, στον «Ορφέα» της Λάρισας (1952), στην «Αυλή των Θαυμάτων» του Θεσσαλικού Θεάτρου στο Δημοτικό Ωδείο(1975). Ο πατέρας απ’ τον Αγ. Γεώργιο Καρδίτσας -μάγειρας στον «Ερμή» (το «καλό» εστιατόριο της πόλης)- και η μάνα απ το Νεραϊδοχώρι Τρικάλων, εργάτρια σε υφαντήριο, δεν είχαν καμία επιφύλαξη όταν στα τέλη της δεκαετία του ’50 και της αντιπαροχής, ο γιος (μετά από δύο κόρες) θέλησε να γίνει ηθοποιός. «Θα βάλω το κεφάλι μου στο καζάνι αλλά ο Κώστας θα κάνει αυτό που θέλει» μονολόγησε ο πατέρας. Ηθικός αυτουργός της απόφασης του μικρού Κώστα -μαθητή της πρώτης τάξης του οκταταξίου γυμνασίου της Λάρισας ήταν η …Μαρίκα Κοτοπούλη, το «Έκτο πάτωμα» του Αλφρέντ Ζερύ (η γαλλική μεσοπολεμική, ίσως, εκδοχή της μετεμφυλιακής «Αυλής των θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη) και η πυροσβεστική της Λάρισας που κλήθηκε να αντιμετωπίσει τα πλήθη που συνέρρευσαν στον «Ορφέα» να δουν τη Μαρίκα. Ο «Ορφέας», το κινηματοθέατρο της πόλης στην κεντρική πλατεία απέναντι ακριβώς απ’ το Εστιατόριον «Ερμής» όπου ο πατέρας Τσιάνος είχε ανεβάσει πάνω στο πρώτο τραπέζι όρθιο τον γιο του να δει θέατρο. Εξάλλου ήταν ήδη 1952 και η Κοτοπούλη έκανε την τελευταία περιοδεία πριν από τον θάνατο της.
«Στου Ροντήρη να πας. Είναι σαν πανεπιστήμιο» του είπε ο φιλόλογος, τού ‘δωσε και συστατική επιστολή. Πήγε. Και στη Δόρα Στράτου πήγε. Και στον Κουν πήγε, κι έπαιξε στους «Όρνιθες» το 1962 μέσω του χοροδράματος της Δόρας Στράτου, μαθητής ακόμα. Μαζί του στο χορό οι: Ζουζού Νικολούδη, Τζούλια Γιαννίκου, Μάγια Λυμπεροπούλου, Ανδρέας Περρής, Γιάννης Οικονόμου, Γιώργος Ζιάκας. Ύστερα, πολύ θέατρο, κινηματογράφος, ρόλοι, ρόλοι, ρόλοι και… το «Θεσσαλικό» στη Λάρισα. Κι ύστερα σκηνοθεσίες και διακρίσεις και μπράβο… και η «Ηλέκτρα» και η «Ιφιγένεια εν Ταύροις» και οι «Χοηφόροι».
Ερ.: Τι είναι για σας το Θεσσαλικό Θέατρο;
Απ.: Δε βαριέσαι ; περαστικός ήμουν ; τριάντα χρόνια από κει. Απ’ τα τριάντα, τα εικοσιδύο διευθυντής. Έληξε όμως η θητεία μου.
Και αλλάζοντας τόνο, μάλλον συγκινείται, σχεδόν δακρύζει:«Είναι το σπίτι μου το Θεσσαλικό. Όλη μου η ζωή».
Ερ. Και η πολιτική- η Αριστερά; Σκέφτεστε να μεταπηδήσετε στην πολιτική; Η «Ηλέκτρα» σας (σ.σ. η νυν υπουργός Πολιτισμού, κ. Λυδία Κονιόρδου) το έκανε…
Απ.: ‘Απαπα. Και με τα δημοτικά θέματα της Λάρισας που ενεπλάκην (εκλέχτηκε δημοτικός σύμβουλος με το ΚΚΕ) ψήφιζα κατά συνείδηση και μάλλον δεν ήμουν καλός για την κομματική γραμμή. Σκέφτομαι πως έτσι θα γίνεται και στη Βουλή. Τι μιζέρια. Τι κακή παράσταση. Πόσο βλαχομπαρόκ. Δεν μ’ απασχολεί η πολιτική. Η Τέχνη είναι πάνω, πολύ πάνω απ’ την πολιτική. Η πολιτική δεν αγαπά την Τέχνη, ε, ούτε το αντίστροφο. Και ποια Αριστερά; Προσωπικά, είμαι αυτό που λέμε “αριστερών διαθέσεων”, δεν διάβασα όμως τον Μαρξ. Όταν ήμουν νέος πίστευα πως η Δόρα Στράτου ήταν κομμουνίστρια. Ήταν όμως δεξιά, δεξιότατη, φίλη και του βασιλιά Παύλου. Αυτή την «ανοιχτωσιά» ανθρώπων όπως η Δόρα Στράτου, ο Χατζηδάκις, ο Κουν δεν την είδα ούτε την βλέπω στην Αριστερά και τους ανθρώπους της.
Τους πολιτικούς σχεδόν τους απαξιώνω. Όχι όμως όλους. Μπορεί να μην ψήφισα ποτέ δεξιά αλλά νομίζω ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν ο σημαντικότερος πολιτικός που πέρασε. Η αντιπαροχή βέβαια δεν ήταν για μια ζωή. Η Λυδία Κονιόρδου είναι μεγάλη καλλιτέχνης. Έχει τεράστια προσόντα. Υπάρχει στη σκηνή. Καίγεται. Για την πολιτική δεν ξέρω. Εκείνη ξέρει.»
Ερ.: Το Θεσσαλικό Θέατρο (σ.σ. η θητεία του έληξε και τυπικά το Μάρτιο του 2016) «ψάχνει» ακόμα για καλλιτεχνικό διευθυντή.. Εσείς συνταξιοδοτηθήκατε. Θα επιστρέφατε;
Απ.: Αν ξαναγεννιόμουν θάθελα να γίνω ή ζωγράφος ή πιανίστας. Ή δάσκαλος στο δημοτικό. Αν μού ‘φτανε η σύνταξη μου δεν θα επέστρεφα ποτέ πια στο θέατρο. Με 1.000 ευρώ το μήνα όμως δεν ζείς. Και μάλιστα μετά από πενήντα χρόνια δουλειάς και κρατήσεων. Στο Θεσσαλικό Θέατρο -όχι ως διευθυντής, προς Θεού, ας δοκιμαστούν οι νέοι πλέον- θα επιστρέψω, φέτος το χειμώνα μ΄ένα έργο που έγραψε ο Λάκης Λαζόπουλος. Διαδραματίζεται σ΄ενα χωριό του κάμπου της Λάρισας.Μου πρότεινε να το σκηνοθετήσω, και δέχτηκα. Πάμε για πρεμιέρα στις γιορτές.
Ερ.: Ο Λάκης Λαζόπουλος παιδί κι αυτός του Θεσσαλικού Θεάτρου…
Απ.: Ο Λάκης είναι ιδιοφυής, κομπέρ ιδανικός. Το λάθος ήταν που έκανε σάτιρα και υποστήριξε ένα κόμμα. Δεν γίνεται έτσι. Η σάτιρα είναι οδοστρωτήρας. Νομίζω ότι το κατάλαβε. Έχει μέλλον.
Ερ.: Έχουμε στο ελληνικό θέατρο νέους καλλιτέχνες με μέλλον;
Απ. Έχουμε περισσότερους καλούς και καλύτερους απ’ ό,τι παλιά. Αυτός ο Παπασπηλιόπουλος νομίζω ότι μπορεί τα πάντα, ο Ψαρράς, ο Κουρής, η Μουτούση, η Παπαληγούρα κι η Κατερίνα Ευαγγελάτου, μεγάλο κεφάλαιο.Σ’ αυτά τα υπόγεια, τα διαμερίσματα που γίνονται θέατρα, γεννιούνται υπέροχα ταλέντα. Παλιά υπήρχε μόνο ο Κουν. Τώρα προσπαθούν μόνα τους αυτά τα παιδιά. Αλλά τελικά, έτσι γίνεται πάντα. Η τέχνη σαν την “Αυλή των θαυμάτων” κι αυτή, δεν πήγαινε ποτέ αγκαζέ με την πολιτική. Κι όποτε πήγε λοξοδρόμησε, παραπάτησε. Η τέχνη μόνη της προχωρά.