Γράφει ο Γιάννης Κουτρουμπής
Με την αλλαγή του νέου έτους τίθενται σε εφαρμογή οι τροποποιήσεις του νόμου Κατσέλη. Μάλιστα, το νέο πλαίσιο ενεργοποιήθηκε μετά και την έκδοση της υπουργικής απόφασης και της πράξης της Τράπεζας της Ελλάδος που προσδιορίζουν με ποιον τρόπο θα υπολογίζεται η δόση που θα πληρώνει ο δανειολήπτης μετά την έκδοση της δικαστικής απόφασης, αλλά και σε τι ύψος θα ανέρχεται η ενίσχυση του Δημοσίου προς τους οικονομικά ευάλωτους ώστε να ικανοποιούν το σχέδιο διευθέτησης των οφειλών τους.
Αναλυτικότερα, οι νέες ρυθμίσεις που ψηφίστηκαν προβλέπουν ότι από την 1η Ιανουαρίου του 2016 και μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του 2018 οι οφειλέτες που έχουν πάρει το πράσινο φως από το Ειρηνοδικείο για την υπαγωγή τους στις διατάξεις του νόμου και τους έχει ζητηθεί η εκποίηση της περιουσίας τους μπορούν να υποβάλουν πρόταση εκκαθάρισης και σχέδιο διευθέτησης οφειλών ζητώντας να εξαιρεθεί από την εκποίηση βεβαρημένο ή μη με εμπράγματη ασφάλεια ακίνητο, εφόσον στο πρόσωπο του οφειλέτη πληρούνται σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις:
1. Το συγκεκριμένο ακίνητο χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του.
2. Το μηνιαίο διαθέσιμο οικογενειακό του εισόδημα δεν υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, προσαυξημένες κατά 70%. Δηλαδή με τα σημερινά δεδομένα για ένα άτομο είναι μέχρι 1.159,4 ευρώ, για ένα ζευγάρι 1.972 ευρώ, για ένα ζευγάρι με ένα παιδί 2.448 ευρώ, για ένα ζευγάρι με δύο παιδιά μέχρι 2.924 ευρώ και για ένα ζευγάρι με τρία παιδιά 3.400 ευρώ.
3. Η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας κατά τον χρόνο συζήτησης της αίτησης δεν υπερβαίνει τις 180.000 ευρώ για τον άγαμο οφειλέτη, προσαυξημένη κατά 40.000 ευρώ για τον έγγαμο, δηλαδή 220.000 ευρώ, και κατά 20.000 ευρώ για κάθε παιδί και μέχρι τρία παιδιά. Δηλαδή για ένα ζευγάρι με δύο παιδιά η αντικειμενική αξία είναι μέχρι 260.000 ευρώ και με τρία παιδιά μέχρι 280.000 ευρώ.
4. Όσον αφορά δανειακές οφειλές, ο οφειλέτης είναι συνεργάσιμος δανειολήπτης.
Ο νόμος για τους οφειλέτες που πληρούν τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις ορίζει και τον τρόπο έκδοσης της απόφασης για τη ρύθμιση των οφειλών. Αυτός βασίζεται στην τρέχουσα εμπορική αξία του ακινήτου. Για την ακρίβεια η διάταξη αναφέρει: «Το σχέδιο διευθέτησης οφειλών θα προβλέπει ότι ο οφειλέτης θα καταβάλει το μέγιστο της δυνατότητας αποπληρωμής του και ότι καταβάλλει ποσό τέτοιο ώστε οι πιστωτές του δεν θα βρεθούν, χωρίς τη συναίνεσή τους, σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης».
Η εκτίμηση του ποσού που αντιστοιχεί στην τιμή του ακινήτου, λέει το νομοσχέδιο, «αντιστοιχεί σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης και γίνεται από ειδικό εμπειρογνώμονα, ο οποίος επιλέγεται από το αρμόδιο δικαστήριο».
Η μέγιστη δυνατότητα αποπληρωμής του οφειλέτη προσδιορίζεται από τα εισοδήματα και τις δαπάνες διαβίωσης που πρέπει να δηλώσει στο Ειρηνοδικείο όταν θέλει να προσφύγει στις διατάξεις του νόμου Κατσέλη.
Ο δικαστής αφού λάβει υπόψη του τα στοιχεία αυτά όπως και εκείνα για τις προσδοκίες του δανειολήπτη σε σχέση με τη μελλοντική πορεία των εισόδων και εξόδων του, τότε θα αποφασίσει για το ύψος της δόσης που θα πρέπει να πληρώνει.
Πέρα από αυτό ο νέος νόμος περιέχει ειδικές ρυθμίσεις για τους οικονομικά αδύναμους, καθώς παρέχει τη δυνατότητα να ζητήσουν από το ελληνικό Δημόσιο τη μερική κάλυψη του ποσού της μηνιαίας καταβολής, το οποίο ορίζει το δικαστήριο, στην περίπτωση που τα εισοδήματά τους δεν αρκούν.
Πιο συγκεκριμένα, η διάταξη περιγράφει ποιοι είναι αυτοί οι οφειλέτες (όροι και προϋποθέσεις): «Ο οφειλέτης ενυπόθηκου στεγαστικού δανείου στο πρόσωπο του οποίου πληρούνται σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις:
1. Το μηνιαίο διαθέσιμο οικογενειακό του εισόδημα υπολείπεται ή είναι ίσο των ευλόγων δαπανών διαβίωσης. Σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα το μηνιαίο εισόδημα αυτό είναι για έναν άγαμο μέχρι 682 ευρώ, για ένα ζευγάρι μέχρι 1.160 ευρώ, για ένα ζευγάρι με ένα παιδί έως 1.440 ευρώ, για ένα ζευγάρι με δύο παιδιά έως 1.720 ευρώ και για ένα ζευγάρι με τρία παιδιά έως 2.000 ευρώ τον μήνα.
2. Η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας του να μην υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ για έναν άγαμο οφειλέτη, προσαυξημένη κατά 40.000 ευρώ για τον έγγαμο (δηλαδή 160.000 ευρώ) και κατά 20.000 ευρώ ανά παιδί μέχρι τρία παιδιά. Δηλαδή ένα ζευγάρι με δύο παιδιά θα πρέπει να έχει σπίτι με αντικειμενική αξία έως 200.000 ευρώ και αν έχει τρία παιδιά μέχρι 220.000 ευρώ.
3. Ο οφειλέτης βρίσκεται σε πραγματική αδυναμία πληρωμής των μηνιαίων καταβολών, όπως αυτές ορίζονται από το σχέδιο ρύθμισης.
4. Είναι συνεργάσιμος δανειολήπτης, βάσει του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, όπου αυτός εφαρμόζεται».
Οπως προαναφέρθηκε, οι συγκεκριμένοι οφειλέτες μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης του δικαστηρίου μπορούν να υποβάλουν αίτηση στο ελληνικό Δημόσιο για τη «μερική κάλυψη του ποσού της μηνιαίας καταβολής του σχεδίου διευθέτησης οφειλών». Οι οφειλέτες που θέλουν τη βοήθεια του Δημοσίου για να συμπληρώσει τη δόση τους θα πρέπει να βάζουν ως ελάχιστη καταβολή ίση με με το 5% εφόσον έχουν εισόδημα μέχρι 8.000 ευρώ και 10% επί του υπερβάλλοντος ποσού για εκείνους με εισόδημα άνω των 8.000 ευρώ. Ετσι, για παράδειγμα, κάποιος που έχει εισόδημα 8.000 ευρώ, θα πρέπει να πληρώνει ετησίως στις τράπεζες 400 ευρώ ή 33,3 ευρώ τον μήνα. Αν κάποιος έχει 12.000 ευρώ εισόδημα, θα πρέπει να πληρώνει μηνιαία δόση 66,6 ευρώ. Οι οφειλέτες αυτής της κατηγορίας για να ενισχυθούν από το Δημόσιο θα πρέπει να υποβάλουν αίτηση στην ιστοσελίδα της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και Προστασίας του Καταναλωτή. Η πρόσβαση στην ηλεκτρονική αίτηση γίνεται με τη χρήση των κωδικών του δικαιούχου στο σύστημα TAXISNET του υπουργείου Οικονομικών.
Η συμμετοχή του Δημοσίου περιορίζεται στις οφειλές που προκύπτουν από στεγαστικό δάνειο πρώτης κατοικίας. Συνίσταται δε στην καταβολή του τμήματος του ποσού που προκύπτει μετά την ελάχιστη συνεισφορά του οφειλέτη. Η καταβολή της συμμετοχής εκτελείται μετά την πληρωμή εκ μέρους του οφειλέτη, ορίζεται μηνιαία και πραγματοποιείται απευθείας προς τους πιστωτές, με πίστωση του σχετικού τραπεζικού λογαριασμού κωδικού δανείου. Με την έκδοση της εγκριτικής απόφασης, ο οφειλέτης απαλλάσσεται κατά το ισόποσο της συμμετοχής του Δημοσίου έναντι του πιστωτή. Η διάρκεια της συμμετοχής του Δημοσίου ορίζεται σε τρία έτη. Η συμμετοχή του Δημοσίου διακόπτεται σε περίπτωση μη καταβολής εκ μέρους του οφειλέτη της ελάχιστης συνεισφοράς.
Για τη διακοπή της συμμετοχής απαιτείται το συνολικό ύψος του ποσού σε καθυστέρηση να υπερβαίνει αθροιστικώς την αξία τριών μηνιαίων ελάχιστων συνεισφορών. Η διακοπή γνωστοποιείται στον οφειλέτη μέσω αυτοματοποιημένων γραπτών μηνυμάτων που θα εμφανίζονται στην ηλεκτρονική του αίτηση. Σε περίπτωση διακοπής, ο οφειλέτης δικαιούται να υποβάλει αίτημα επανεξέτασης, κατ’ αναλογική εφαρμογή.
Ακόμη, ένα από τα κριτήρια για τον υπολογισμό της δόσης που θα πρέπει να πληρώσει ο οφειλέτης βασίζεται στις δαπάνες διαβίωσης και μάλιστα γίνεται διαχωρισμός των δαπανών αυτών σε ομάδες που περιέχουν τις δαπάνες διαβίωσης:
1η ομάδα: Αφορά τις πιο βασικές δαπάνες για τη διαβίωση του νοικοκυριού, στις οποίες περιλαμβάνονται η διατροφή, η ένδυση και η υπόδηση, τα λειτουργικά έξοδα κατοικίας, η μετακίνηση, η επισκευή και συντήρηση επίπλων και οικιακού εξοπλισμού, τα είδη οικιακής κατανάλωσης και ατομικής φροντίδας, η ενημέρωση και η μόρφωση, οι υπηρεσίες τηλεφωνίας και ταχυδρομείων, τα είδη και οι υπηρεσίες υγείας, οι υπηρεσίες εκπαίδευσης, κοινωνικής προστασίας και οικονομικές υπηρεσίες.
2η ομάδα: Περιλαμβάνει επιπλέον δαπάνες εστίασης.
3η ομάδα: Περιλαμβάνει επιπλέον διαρκή αγαθά και συσκευές.
4η ομάδα: Περιλαμβάνει επιπλέον δαπάνες για κατανάλωση αλκοολούχων ποτών και καπνού, αεροπορικές μετακινήσεις, τουριστικές υπηρεσίες και υπηρεσίες αναψυχής, πολιτισμού και αθλητισμού.
Εν κατακλείδι, με την αλλαγή του χρόνου οι τροποποιήσεις στον Νόμο Κατσέλη έχουν ενεργοποιηθεί και από ότι παρατηρήθηκε γίνεται προσπάθεια να μην επιβαρυνθούν περισσότερο οι οικονομικά ευάλωτοι πολίτες. Ακόμα το κριτήριο που περιέχει τις δαπάνες διαβίωσης είναι ένα πολύ ουσιαστικό εργαλείο προκειμένου να μην πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης των τραπεζών οι πολίτες που χρωστούν τα δάνεια τους.