Γράφει ο Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος-Ψυχολόγος
Με την ανανέωση της εκλογικής εντολής θα περίμενε κανείς ο Τσίπρας να προχωρήσει σε ριζικές τομές στη δομή της κυβέρνησης, σε τολμηρές παρεμβάσεις στο επίπεδο του προσωπικού που θα αξιοποιούσε και σε αλλαγή νοοτροπίας στον τρόπο εκτέλεσης της πολιτικής που καλείται να υπηρετήσει. Ούτε η σύνθεση και το οργανόγραμμα του νέου σχήματος, ούτε οι πολιτικές προτεραιότητες άφησαν αισιοδοξία για ουσιαστική στροφή στη λειτουργία και την αποδοτικότητα της σε μια στιγμή που οι απαιτήσεις για αποφάσεις είναι άμεσες και επιτακτικές.
Η συγχώνευση υπουργείων τον Ιανουάριο, αν και δεν ακολουθήθηκε από ανάλογη σύμπτυξη δομών, θεωρήθηκε μια αρχική θετική κίνηση προς την κατεύθυνση του περιορισμού των κυβερνητικών θέσεων. Τελικά πέρα από μακροσκελείς μετονομασίες και τον καθορισμό μεγάλου αριθμού αναπληρωτών υπουργών δεν υπήρξε καμιά πρωτοβουλία προώθησης ενός ολοκληρωτικά άλλου προτύπου. Η πρόσφατη παραδοχή του πρωθυπουργού ότι επανέρχεται στο παλιότερο, πολυπληθέστερο σχήμα αποτελεί αναφορά συμβιβασμού με κατεστημένες ιδέες περασμένων δεκαετιών που διατηρούσαν δυσλειτουργικά μοντέλα οργάνωσης για να διευρύνεται η δυνατότητα διανομής της εξουσίας στα πλαίσια των εσωκομματικών ισορροπιών.
Οι επιλογές των προσώπων κινήθηκαν ανάμεσα στην εσωτερική αναδιάταξη, που έμοιαζε με άτυπη προσπάθεια να δοκιμαστούν όλοι σε όσο το δυνατόν περισσότερες θέσεις πριν επιλέξουν ποια τους ταιριάζει, την συμβολική τοποθέτηση κάποιων στελεχών Πασοκικής καταγωγής για να αποτελέσουν το “τυρί” για την ταύτιση των κοινωνικών δυνάμεων αυτής της κομματικής καταγωγής που πυκνώνουν τώρα τις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ και την επιβράβευση του εκλογικά αποδεκατισμένου συγκυβερνήτη, τους ΑΝ.ΕΛ, με ατυχέστατες επιλογές.
Ούτε καν οι προτεραιότητες της κυβέρνησης δείχνουν να συμβαδίζουν με το επείγον της μεταρρυθμιστικής ατζέντας, το ανώμαλο οικονομικό περιβάλλον των κεφαλαιακών ελέγχων και της νέας ύφεσης και φυσικά την διεθνή αμφιβολία για την συνέπεια και την αξιοπιστία που μπορεί να επιδείξει το νέο σχήμα. Χιλιοειπωμένες αναφορές σε παρεμβάσεις για την φοροδιαφυγή και τη διαφθορά που θολώνουν την πρόθεση για πραγματικές μεταρρυθμίσεις στην λειτουργία του δημοσίου τομέα, της Παιδείας και της Υγείας, για άνοιγμα της οικονομίας στον ανταγωνισμό, για ιδιωτικοποιήσεις και βελτίωση του επενδυτικού κλίματος.
Παρόλο που δεν πιστεύω ότι στόχος του Τσίπρα είναι μια νέα εκλογική διαδικασία σε σύντομο χρονικό διάστημα (τουναντίον θα επιθυμούσε να εξαντλήσει την τετραετία και να ελπίζει σε κάποια καθυστερημένα σημάδια ανάκαμψης για να καλύψει τις καταστροφικές συνέπειες της πολιτικής του), οι πρώτες κυβερνητικές κινήσεις δείχνουν ότι μια τέτοια εξέλιξη δεν μπορεί να αποκλειστεί. Η προοπτική της δίχρονης ύφεσης και οι κοινωνικές συνέπειες των σκληρών μέτρων, αν δεν ανακατευθούν με ανεκτές δόσεις αντίβαρων, ικανών να ικανοποιήσουν το αξιακό και ιδεολογικό υπόβαθρο των ψηφοφόρων του, κινδυνεύουν να καταπιούν τα τελευταία αποθέματα ανοχής.
Υ.Γ. Σαν να μην αρκούσαν όλα αυτά, τις ανησυχίες μας για την κυβερνητική αναποτελεσματικότητα ήρθε να επιβεβαιώσει η αμήχανη στάση Τσίπρα απέναντι στον Κλίντον και το επενδυτικό κοινό. Δεν είναι η αδυναμία επαρκούς χειρισμού μιας ξένης γλώσσας το κύριο θέμα. Αυτό θα μπορούσε να ειδωθεί μέχρι και με κατανόηση. Είναι η ανικανότητα και η άγνοια όσον αφορά το σχέδιο για την βελτίωση του επενδυτικού κλίματος. Αλλά όταν μετά από οκτώ μήνες διακυβέρνησης θεωρείς ως μεγαλύτερο έργο σου μια 17ωρη διαπραγμάτευση, κατακλείδα μιας αποτυχημένης πολιτικής διαχείρισης, η επιχειρηματικότητα δεν αποτελεί παρά μόνο μια συνθήκη με την οποία αναγκαστικά συμβιβάζεσαι.