Γράφει ο Παναγιώτης Βλάχος*
Πριν από 15 μήνες αρκετοί κύκλοι στην Ευρώπη είδαν στη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ μια πρώτης τάξης ευκαιρία να αμφισβητήσουν τη λιτότητα στα ευρωπαϊκά όργανα. Οι προοδευτικοί διανοούμενοι αφιέρωσαν τόνους μελάνι για τη μεγάλη ευκαιρία να εφαρμοστούν επιτέλους αριστερές πολιτικές σε μια χώρα σε κοινωνική κρίση. Οι Ευρωπαίοι Αριστεροί και Οικολόγοι που είχαν στηρίξει τον Αλέξη Τσίπρα για πρόεδρο της Κομισιόν πίστεψαν ότι το χειρόφρενο για τη μεγάλη πολιτική ανατροπή στην Ευρώπη είχε λυθεί.
Τίποτε από αυτά δεν συνέβη. Το δίδυμο Τσιπρα-Βαρουφάκη αγνόησε το θετικό momentum και δεν έριξε ουσιαστικές γέφυρες στους διαμορφωτές γνώμης, στους προοδευτικούς κύκλους, στους σοσιαλδημοκράτες. Εγκλωβισμένο ανάμεσα στον ευρω-σκεπτικισμό των Ευρωπαίων συντρόφων του και στις πατριωτικές κορώνες για κατάργηση του μνημονίου μέσα στο ευρώ, ζύγισε ως εξίσου σημαντική τη συνοχή του ΣΥΡΙΖΑ με την διαπραγμάτευση – εμπαίζοντας ουσιαστικά τους δανειστές σε ένα παιχνίδι καθυστερήσεων. Παρόλο που η ΕΚΤ και οι κυβερνήσεις κρατούσαν το κλειδί για τη ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών, το δίδυμο απομόνωσε την Ελλάδα στο Eurogroup και μετά στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Στην πράξη, υπηρέτησε πλήρως τις επιδιώξεις του συντηρητικών του Βορά για μια μικρή, συνεκτική ευρωζώνη των ‘συνεπών’ κρατών-μελών.
Θα περίμενε κανείς από την κυβέρνηση να μάθει από τα διαπραγματευτικά λάθη της, όμως το έργο επαναλαμβάνεται σε ένα νέο πλαίσιο. Η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης διαρκεί μήνες. Ανταλλάσσοντας την επιείκεια των δανειστών με τα κλειστά σύνορα και χιλιάδες πρόσφυγες σε ελληνικό έδαφος, βλέπουμε φαβέλες, ξεσηκωμούς και εξαθλίωση. Συμφωνία πριν το Μάιο φαίνεται σχεδόν αδύνατη, καθώς αποδεικνύεται πρωταθλήτρια στα εύκολα (νέοι φόροι, κάποιες ιδιωτικοποιήσεις) και ουραγός στα δύσκολα (ασφαλιστικό, κόκκινα δάνεια) με περίπου το 70% των μεταρρυθμίσεων που η ίδια ψήφισε, να εκκρεμούν ακόμη.
Δυστυχώς, κάνει λάθος η κυβέρνηση αν θεωρεί δεδομένη τη συγκυριακή-λόγω Brexit και προσφυγικού – εύνοια που απολαμβάνει από διάφορους Ευρωπαίους αξιωματούχους ως βάση για να στήσει καυγά με το ‘κακό ΔΝΤ”. Στην πράξη, ακόμη και αν το ΔΝΤ ζητούσε 30% κούρεμα, οι ενστάσεις της Γερμανίας είναι τόσο ισχυρές όσο και η δυσκολία να περάσει μια τέτοια ρύθμιση από τα υπόλοιπα κοινοβούλια της ευρωζώνης. Με λίγα λόγια, της αρέσει δεν της αρέσει, με καλές ή κακές δημοσκοπήσεις, η κυβέρνηση χρειάζεται και το ΔΝΤ και την ΕΕ στην εξίσωση για κάθε μάχη που θέλει να δώσει. Είναι δική της επιλογή και την έχει υπογράψει στο 3ο Μνημόνιο.
Η κυβερνητική απρονοησία όμως δεν απαλλάσσει τους “θεσμούς” από τις ευθύνες τους. Είναι άλλο να μην θες ανοιχτά μέτωπα και άλλο να θες να λυθεί το πρόβλημα. Η προχειρότητα των ξένων στο σχεδιασμό και στις εκτιμήσεις για τα αποτελέσματα των προγραμμάτων, σήμερα διαδέχεται την ανοχή τους σε περιοριστικά μέτρα χωρίς καμία οικονομική λογική (πχ να πληρώνουν οι ίδιοι περισσότερα, αντί περισσότεροι λιγότερα). Ξέρουμε πια ότι οι μακρόσυρτες διαπραγματεύσεις, οι λαϊκίστικες κορώνες και η κοντόφθαλμη διαχείριση, οδηγούν σε χειρότερα αποτελέσματα και σε μεγαλύτερο λογαριασμό.
*Ο Παναγιώτης Βλάχος είναι μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου του Ποταμιού και επικεφαλής της πολιτικής κίνησης “Μπροστά”.