Γράφει ο Γιάννης Νάκος
Follow@Nakos_Ioannis
Λίγες ημέρες απομένουν πριν αρχίσει και ‘’τυπικά’’ ο νέος γύρος διαπραγματεύσεων στην Γενεύη προκειμένου να συζητηθεί για ακόμη μια φορά το Κυπριακό ζήτημα.
Και αυτήν την φορά παρατηρείται μια έντονη κινητικότητα η οποία όμως ουδείς γνωρίζει το κατά πόσο θα μπορέσει να ποσοτικοποιήσει και να μετουσιώσει σε πραγματικότητα ορατά αποτελέσματα και για τις δύο πλευρές. Είναι αλήθεια πως το Κυπριακό ζήτημα έχει αποτελέσει ένα διαχρονικό πρόβλημα του Διεθνούς Δικαίου, το οποίο σαφέστατα και βρίσκει ερείσματα και παραβιάσεις αρκετών άρθρων του, όμως κανένας πολιτικός παράγοντας ή θεσμός δεν έχει κατορθώσει μέχρι σήμερα να βρει εκείνο το συστατικό το οποίο θα ξεκλειδώσει την φόρμουλα των παράλογων απαιτήσεων εκ μέρους της Τουρκίας.
Από την παράνομη τουρκική εισβολή του 1974 έως και σήμερα συζητάμε για ένα ζήτημα του οποίου οι πτυχές οριοθετούνται τόσο σε εγχώριο φάσμα συμφερόντων, όσο και σε διεθνές με αρκετούς δρώντες να βρίσκονται εγκλωβισμένοι μέσα σε αλληλένδετες επιδιώξεις που πολλές φορές βρίσκουν μανδύα νομιμοποίησης πάνω σε εθνικιστικές εξάρσεις.
Έχω αναφέρει προ πολλού ότι κατά την προσωπική μου άποψη η τελευταία ευκαιρία η οποία θα συνέφερε ουσιαστικά την Ελλάδα αλλά και την Κύπρο απωλέσθηκε κατά την αποτυχία του σχεδίου Άτσεσον.
Πιο συγκεκριμένα, μια μεγάλη ευκαιρία για εξεύρεση λύσης ήταν η δεύτερη εκδοχή του συγκεκριμένου σχεδίου, και η οποία ετέθη και παρουσιάστηκε από τον Άτσεσον στις 20 Αυγούστου. Με αυτήν την πρόταση ο αμερικανός πολιτικός ο οποίος είχε σημαντικό ρόλο στην υλοποίηση του δόγματος Τρούμαν, απέβλεπε πρωτίστως στην ικανοποίηση της ελληνικής πλευράς μετά και τις επεμβάσεις της Τουρκίας μέσω βομβαρδισμών στην μεγαλόνησο.
Ήταν σαφές πως η Αμερική επεδίωκε έναν συμβιβασμό με φανερή διάθεση προς τα ελληνικά συμφέροντα. Η πρόταση προέβλεπε την παραχώρηση βάσης ίσης με 5% του εδάφους της Κύπρου στην Τουρκία, με την ειδοποιό διαφορά πως αυτήν την φορά θα ήταν υπό καθεστώς εκμίσθωσης για 50 έτη, ενώ τα δικαιώματα αυτοδιοίκησης των Τ/Κ θα ήταν μειωμένα σε μεγάλο βαθμό.
Επιστρέφοντας στο σήμερα και στον απόηχο της αποτυχημένης προσπάθειας του Σχεδίου Ανάν, έχουμε ακόμη μια προσπάθεια για εξεύρεση λύσης, η οποία όμως κατ’ εμέ δεν συγκεντρώνει και πολλές πιθανότητες επιτυχούς έκβασης. Βέβαια, είναι αλήθεια ότι ο χρόνος δεν είναι με το μέρος μας και θα πρέπει να παραδειγματιστούμε από τα τετελεσμένα γεγονότα, τουλάχιστον μέχρι στιγμής όσον αφορά άλλα ζητήματα και ιδιαίτερα εκείνα που άπτονται στο Σκοπιανό. Ενδέχεται δηλαδή στο μέλλον να βρεθούμε απέναντι σε έναν αδιάλλακτο και κατοχικό ηγέτη της τουρκικής πλευράς, που να μας οδηγήσει εκ νέου σε αδιάλλακτα και σκοτεινά μονοπάτια.
Η μόνη λύση, συνιστά μια στενή και σθεναρή συνεργασία Ελλάδας και Κύπρου έτσι ώστε η λύση να είναι βιώσιμη και συμφέρουσα και για τις δύο χώρες με τον παράλληλα μετριασμό των όποιων αρνητικών εξελίξεων ενδέχεται να προκύψουν. Δεν χωράει συζήτηση ότι η Ελλάδα πρέπει να σταθεί ως σύμμαχος και αρωγός προς την Κυπριακή πλευρά σεβόμενη τις αποφάσεις της από την μια, και προωθώντας και την δική της ατζέντα από την άλλη.
Υπό αυτό το πρίσμα λοιπόν, θα πρέπει να αναζητηθεί λύση ή οποία να συνάδει πλήρως με το κοινοτικό κεκτημένο. Επιπροσθέτως, η λύση θα πρέπει να καταργεί το αναχρονιστικό πλαίσιο των εγγυήσεων που προβλεπόταν στο αρχικό Σύνταγμα της Κύπρου με βάση τις οποίες Ελλάδα, Τουρκία και ΗΒ, είχαν το δικαίωμα παρέμβασης ακόμα και δια της βίας στο εσωτερικό της χώρας.
Για να γίνουν πράξη τα προαναφερόμενα, θα πρέπει να τεθεί ένα εύλογο χρονικό διάστημα για την αποχώρηση όλων των εμπλεκόμενων πλευρών, και ιδιαίτερα του Τουρκικού σώματος στρατού που συνιστά τα στρατεύματα κατοχής.
Και κάπου εδώ μπαίνει στο κάδρο και ο ρόλος του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και οι μελλοντικές επιδιώξεις του. Δεν είναι κρυφός άλλωστε και ο επιδιωκόμενος στόχος του για μεταβολή του status quo της Τουρκίας μέσα στα επόμενα χρόνια, γεγονός που φαίνεται εκ προοιμίου να θέτει κάποιες αμφιβολίες για εξεύρεση λύσης προς τα εμπλεκόμενα μέρη.
Φαίνεται δηλαδή και από τα μέχρι στιγμής γεγονότα να μην έχουμε στο τραπέζι το ‘’ευρωπαϊκό τυρί’’ που θα μπορούσε να ελκύσει περισσότερο την τουρκική πλευρά, καθώς τα μέχρι στιγμής δεδομένα δείχνουν πως η άποψη τόσο της Ευρώπης όσο και της Τουρκίας για μια κοινή λύση στην ευρωπαϊκή της πορεία έχει απομακρυνθεί προ πολλού. Αυτό ακριβώς είναι που θα πρέπει να προσέξει τόσο η Κυπριακή όσο και η Ελληνική πλευρά στις διαπραγματεύσεις που έρχονται, ενώ παράλληλα θα πρέπει να διατρανώσει τις θέσεις τις και σε κάποια άλλα ζητήματα.
Αρχικά, στο ζήτημα των εγγυήσεων θα πρέπει να προωθηθεί μια ρητορική που να εστιάζει, όπως ανέφερα και πιο πάνω, στην κατάργηση τους, καθώς εάν δεν καταργηθούν τότε το βασικότερο χαρακτηριστικό ενός κυρίαρχου κράτους σύμφωνα με το ΔΔ, δηλαδή το μονοπώλιο στην νόμιμη χρήση βίας στο εσωτερικό του υπονομεύεται.
Η τουρκική πλευρά το έχει κατανοήσει αυτό και μέσα στο μυαλό της έχει ήδη προτάξει αντίμετρα και προτάσεις που θα προωθούν την αντικατάσταση της σχετικής διάταξης της εναλλασσόμενης Προεδρίας, από μια πρόβλεψη για την εκ περιτροπής άσκηση της Προεδρίας από εκπροσώπους των δύο κοινοτήτων. Πρόκειται για ένα τεράστιο ζήτημα το οποίο δεν πρέπει για κανέναν λόγο να περάσει, καθώς μια τέτοια λύση θα παραβίαζε την αρχή της αντιπροσωπευτικότητας, προσφέροντας δυσανάλογη αντιπροσώπευση στην μειοψηφία.
Εν κατακλείδι, για ακόμη μια φορά Ελλάδα και Κύπρος βρίσκονται αντιμέτωπες με την Ιστορία, τις πράξεις και τα λάθη του παρελθόντος και ευχή όλων μας είναι να μη δημιουργηθούν καινούργια λάθη υπό το μανδύα παρελθοντικών πολιτικών, δίνοντας την ευκαιρία Κύπρος και Ελλάδα να αποτελέσουν τα εξιλαστήρια θύματα της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας.