Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Μπορεί κάποιοι, όπως ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν-Κλωντ Γιούνκερ, να εμφανίζονται επισπεύδοντες ως προς την εξεύρεση μιας λύσης στο Κυπριακό, εξαίροντας τη συγκυρία περίπου ως την τελευταία ευκαιρία για την άρση του αδιεξόδου. Η αλήθεια είναι πως αυτή η προσέγγιση δεν είναι απόλυτα σωστή: πράγματι, η ευκαιρία είναι σπουδαία και με δεδομένο το γεγονός πως η τουρκοκυπριακή και η ελληνοκυπριακή πλευρά για πρώτη φορά κατέθεσαν από κοινού χάρτη το momentum ειναι ιδιαίτερα θετικό, αλλά δεν έχει έρθει και το τέλος του κόσμου, αν οι συμμετέχοντες της Γενεύης φύγουν από εκεί χωρίς οριστική λύση, όπως και γίνεται.
Είναι, πράγματι, σημαντικό πως πλέον υπάρχει μια νέα ημερομηνία, ένα νέο ορόσημο: η 18η Ιανουαρίου, όταν και η όλη διαδικασία θα επανεκκινήσει σε τεχνικό επίπεδο, προκειμένου να γίνει συζήτηση για τα πραγματικά ακανθώδη ζητήματα της ασφάλειας και των εγγυήσεων. Μετά, θα επαναληφθεί η διάσκεψη της Γενεύης με την ίδια σύνθεση και, εφόσον υπάρξει σημαντική πρόοδος, μπορεί να αναβαθμιστεί και το πολιτικό επίπεδο της συμμετοχής.
Πάντως, μπορεί τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και ο ΟΗΕ να εξαίρουν την πρόοδο και την αποφασιστικότητα του κ. Αναστασιάδη και του κ. Ακιντζί, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμα πολύ σοβαρά ανοιχτά ζητήματα, σε όλο το φάσμα των θεμάτων που συζητήθηκαν, όπως το εδαφικό και η διακυβέρνηση. Αλλά, από την άλλη, έχει γίνει και μεγάλη πρόοδος, τόσο σε επίπεδο κορυφής όσο και σε επίπεδο διαπραγματευτών, σε μια σειρά θεμάτων, η οποία είναι απαραίτητο να κατοχυρωθεί, προκειμένου να λειτουργήσει ως κάβα για τη μετάβαση στο επόμενο στάδιο της διαδικασίας.
Η αλήθεια είναι πως η Γενεύη είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό βήμα, αν πραγματικά όλες οι πλευρές θέλουν να λυθεί το Κυπριακό. Αλλά, δεν είναι το τελευταίο βήμα και σε καμία περίπτωση δεν αποδείχθηκε ορόσημο για κατάρρευση των συνομιλιών. Αν κάτι καταλάβαμε, είναι πως τουλάχιστον ο επικεφαλής της τουρκοκυπριακής κοινότητας Μουσταφά Ακιντζί έχει σοβαρή διάθεση, προκειμένου να υπάρξει ουσιώδης πρόοδος στο ζήτημα, ακόμα και αν χρειαστεί να συγκρουστεί με τους σκληρούς της τουρκοκυπριακής κοινότητας και ορισμένους κύκλους στην Άγκυρα. Αλλά, μην περιμένουμε και από τον Ακιντζί θαύματα. Ο έχων τον τελευταίο λόγο είναι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος παρακολουθεί εκ του μακρόθεν.
Βέβαια, πρέπει να τονιστεί πως η συγκυρία δεν είναι ευνοϊκή γι’ αυτόν. Χρειάζεται τους εθνικιστές του Μπαχτσελί για να περάσει τη συνταγματική μεταρρύθμιση από την τουρκική Εθνοσυνέλευση, συνεπώς το περιθώριό του για ουσιώδεις υποχωρήσεις, τουλάχιστον τώρα, είναι μικρό. Ίσως, υπό αυτό το πρίσμα, η άνοιξη, όταν θα έχει ολοκληρωθεί και η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης, να είναι πιο καλό χρονικό ορόσημο, εφόσον έχουν διαφοροποιηθεί και οι ισορροπίες στο εσωτερικό της γείτονος. Υπάρχουν και δύο ακόμα παράμετροι, αυτή των τρομοκρατικών επιθέσεων που γεννά ανασφάλεια, αλλά και η κάθετη πτώση της τουρκικής λίρας, κάτι που δημιουργεί αναταραχή στην τουρκική πολιτική σκηνή.
Όπως και να έχει, Αναστασιάδης με Ακιντζί έχουν διαχειριστεί με ωριμότητα ένα ακανθώδες ζήτημα, το οποίο μπορεί να σκαλώσει για την λεπτομέρεια της λεπτομέρειας. Η Γενεύη θα καταγραφεί ως μια ιστορική συγκυρία, αλλά δεν υπάρχει καμία εγγύηση πως θα δοθεί και λύση. Αξίζει όμως να γίνει μια μεγάλη και συντονισμένη προσπάθεια, ώστε η Γενεύη μπορεί να αποτελέσει ένα πρώτο, αλλά καθοριστικό βήμα προς την πορεία επίλυσης.
Επειδή όμως στην πολιτική ανάλυση πάντα δουλεύουμε και με ένα διαζευκτικό σενάριο, θα πρέπει να έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας το ενδεχόμενο η πρόοδος να μην είναι η ευκταία. Γι’ αυτή την περίπτωση, θα πρέπει να υπάρχει και η απαιτούμενη προετοιμασία στην ελληνοκυπριακή πλευρά. Μέχρι τότε, πάντως, ας προσηλωθούμε στα σημαντικά βήματα που θα έρθουν σε πυκνό χρόνο, από το πέρας της διάσκεψης της Γενεύης και εντεύθεν.