Γράφει ο Δημήτρης Ράπτης, Δόκιμος Αναλυτής ΚΕΔΙΣΑ
Σε προηγούμενη ανάλυση είχε γίνει αναφορά στη σημασία που έχει για την τουρκική εξωτερική πολιτική η ύπαρξη και διατήρηση του Κυπριακού Ζητήματος λόγω της γεωστρατηγικής θέσης της Κύπρου και τον ρόλο που αυτή παίζει στις περιφερειακές και παγκόσμιες στρατηγικές στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και κατ’ επέκταση στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Επιπλέον, είχε παρουσιαστεί η πρόοδος στις συνομιλίες για το Κυπριακό και συγκεκριμένα στη Διάσκεψη του Mont Pelerin της Ελβετίας καθώς και τα προβλήματα που προέκυψαν κατά τη διάρκεια των συνομιλιών. Στην παρούσα ανάλυση, θα αναφερθώ στις εξελίξεις στη Διάσκεψη στο Crans Montana της Ελβετίας και στη στρατηγική που θα πρέπει να ακολουθήσει η Κυπριακή Δημοκρατία στο μέλλον για την προσπάθεια δημιουργίας θετικού και ευνοϊκού κλίματος υπέρ της.
Το ναυάγιο των συνομιλιών στη δεύτερη Διάσκεψη για το Κυπριακό στο Crans Montana της Ελβετίας είναι γεγονός. Οι εσπευσμένες ενέργειες που έλαβαν χώρα μετά την πρώτη αποτυχημένη Διάσκεψη στο Mont Pelerin από πλευράς Ηνωμένων Εθνών για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων, δεν ωφέλησαν σε καμία περίπτωση στη δημιουργία θετικού κλίματος για τη Διάσκεψη στο Crans Montana καθώς δεν κατάφεραν να αποτρέψουν το «παιχνίδι» επίρριψης ευθυνών μεταξύ της Τουρκίας και της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά ούτε προετοίμασαν το έδαφος καταλλήλως για την εξεύρεση βιώσιμης και δίκαιης συμφωνίας πάνω στα ακανθώδη ζητήματα του Κυπριακού. Επομένως, η κατάληξη της Διάσκεψης ήταν αναμενόμενη για αυτούς που διαβάζουν σωστά τις εξελίξεις στο Κυπριακό Ζήτημα. Προς τι όμως τέτοια βιασύνη για επίλυση του Κυπριακού από πλευράς των Ηνωμένων Εθνών; Για πολλοστή φορά γίναμε θεατές σε μία άνευ μέτρου πίεση της διαπραγματευτικής ομάδας της Κυπριακής Δημοκρατίας από τον ειδικό απεσταλμένο του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ. και μεσολαβητή για το Κυπριακό, Έσπεν Άιντε. Η στάση του αυτή εξηγείται πολύ απλά εάν κατανοήσουμε το ρόλο του. Πράγματι, παρατηρούμε ότι ο κ. Άιντε τις περισσότερες φορές παρουσιάζει θέσεις φίλα προσκείμενες προς την Άγκυρα. Ο ρόλος του ιδίου οφείλει να είναι ανεξάρτητος και βοηθητικός προς την εξεύρεση λύσης και όχι υποστηρικτικός προς τη μία ή την άλλη πλευρά. Ο κ. Άιντε παρατηρεί τον τρόπο δράσης και τη διαμόρφωση πολιτικής των δύο διαπραγματευόμενων μερών αναζητώντας τη χρυσή τομή κλείνοντας προς την πλευρά που δείχνει ισχυρότερη. Κατανοεί λοιπόν, θα λέγαμε, ότι το «πάνω χέρι» στις διαπραγματεύσεις το έχει η Τουρκία καθώς η ίδια παρουσιάζεται έτσι και προσπαθεί να χειραγωγήσει την κυπριακή πλευρά διότι αυτή έχει επιδείξει σημάδια ευελιξίας, πράγμα που στην προκειμένη περίπτωση χαρακτηρίζεται λανθασμένα ως αδυναμία.
Με βάση τη ρεαλιστική ανάγνωση των διεθνών σχέσεων που υποστηρίζει ότι τα κράτη είναι ορθολογικοί δρώντες και δρουν στο διεθνές σύστημα για την εξυπηρέτηση ιδίων συμφερόντων, η Τουρκία ως ένα από αυτά τα κράτη θα ήταν αδιανόητο να λειτουργούσε διαφορετικά.[2] Η Τουρκία προσέρχεται κάθε φορά πεισματικά αδιάλλακτη και πιο απαιτητική στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μην αφήνοντας περιθώριο για τη δημιουργία θετικού κλίματος. Αυτομάτως, η κίνησή της αυτή την καθιστά κατά κάποιο τρόπο ισχυρότερη, ενώ το έτερο διαπραγματευόμενο μέρος καθίσταται λίγο-πολύ έρμαιο των διαθέσεων αυτών που πάση θυσία επιθυμούν λύση. Πλέον, ακόμα και οι τόσο καιρό αιθεροβάμονες, πιστεύω να έχουν καταλάβει ποιον έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Με το ναυάγιο των συνομιλιών στη Διάσκεψη του Crans Montana ξεκίνησε για ακόμη μία φορά το λεγόμενο blame game με την τουρκική πλευρά να επιρρίπτει τις ευθύνες στον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών, Νίκο Κοτζιά καθότι αναγνώρισε, εύλογα θα λέγαμε, ότι αποτέλεσε εμπόδιο για την επίτευξη των συμφερόντων της. Ο Έλληνας Υπoυργός Εξωτερικών, χειρίστηκε τις ορέξεις και τις αδιάλλακτες απαιτήσεις της Άγκυρας με τρόπο αριστοτεχνικό καταφέρνοντας έτσι να οδηγήσει εκτός εαυτού τον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ο οποίος αποκάλυψε τις προθέσεις της Τουρκίας στο θέμα των εγγυητριών δυνάμεων δηλώνοντας ότι επιθυμεί να παραμείνει ο κατοχικός στρατός στην Κύπρο και αν χρειαστεί θα χρησιμοποιηθεί.[3] Διερωτώμαι: Εφόσον καιρό τώρα γνωρίζουμε τις προθέσεις της Άγκυρας, για ποιο λόγο συνεχίζουμε με την ίδια αποτυχημένη συνταγή; Ελπίζουμε στο ότι η αδιάλλακτη και επιθετική γείτονα χώρα θα αλλάξει στάση;
Είναι καιρός να αντιμετωπίσουμε κατάματα την πραγματικότητα όσο ωμή κι αν φαίνεται. Μία λύση στα μέτρα της Άγκυρας δεν είναι λύση και καλώς μέχρι στιγμής δεν έχει επιτευχθεί πρόοδος στα ακανθώδη ζητήματα. Σίγουρα, όμως η στασιμότητα δεν αποτελεί το επιθυμητό σχέδιο καθώς μακροπρόθεσμα μπορεί να επιφέρει την de facto διχοτόμηση της Μεγαλονήσου με την αναγνώριση του μορφώματος της «Τουρκικής Δημοκρατίας Βορείου Κύπρου» από τη διεθνή κοινότητα. Υπάρχει plan B, όπως ακούμε να αναφέρει ο Ερντογάν; Γνώμη του γράφοντος είναι ότι η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει να κινηθούν έξυπνα σε περιφερειακό επίπεδο. Η Κυπριακή Δημοκρατία έχει το ισχυρότερο διαπραγματευτικό χαρτί που δεν είναι άλλο από το ίδιο το διεθνές δίκαιο και τη συμμετοχή της σε διεθνείς οργανισμούς και αυτό πρέπει να αξιοποιήσει και να εκμεταλλευθεί στον ανώτερο βαθμό. Η επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό, μετά την εκλογή του κατοχικού ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί επετεύχθη έπειτα από την εύρεση μεγάλης ποσότητας υδρογονανθράκων στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου εντός της κυπριακής ΑΟΖ. Χωρίς τη λύση του Κυπριακού, η Τουρκία δε θα μπορέσει να έχει μερίδιο στον ενεργειακό πλούτο της περιοχής και για το λόγο αυτό πιέζει τα τελευταία τρία χρόνια προς αυτή τη κατεύθυνση με παράλογες απαιτήσεις προς την Κυπριακή Δημοκρατία. Επομένως, η Κύπρος επεκτείνοντας τη συνεργασία της περιφερειακά με χώρες όπως η Αίγυπτος, η Ελλάδα και το Ισραήλ θα μπορέσει να αποκτήσει μακροπρόθεσμα ισχυρούς συμμάχους και να συμφωνήσει σε ενεργειακά ζητήματα αλλά και στη χάραξη ΑΟΖ αφήνοντας στο περιθώριο την Τουρκία, ενώ στο μεσοδιάστημα θα πρέπει να προχωρήσει μονομερώς σε συμφωνίες με ενεργειακές εταιρείες κολοσσούς για τη μελλοντική εξόρυξη ενεργειακών πόρων. Μακροπρόθεσμα, οι εξελίξεις θα τρέχουν υπέρ της Κυπριακής Δημοκρατίας, εάν λάβουμε υπόψη και τα τεκταινόμενα στο εσωτερικό και εξωτερικό της Τουρκίας στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Τότε, λοιπόν θα είμαστε έτοιμοι να επιστρέψουμε σε ένα τραπέζι διαπραγματεύσεων με ένα κλίμα διαφορετικά διαμορφωμένο και ευνοϊκότερο για την Ελληνοκυπριακή πλευρά.