Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
Follow @Sp_Rizopoulos
Οι έρευνες κοινής γνώμης – οι λεγόμενες και ποσοτικές – είναι αυτές που είναι κατά κύριο λόγο γνωστές καθώς απευθύνονται στον γενικό πληθυσμό, ανεξάρτητα από τη μεθοδολογία που χρησιμοποιούν (τηλεφωνικές, «πρόσωπο με πρόσωπο» συνεντεύξεις ή με e-mail). Για τις ανάγκες ωστόσο της πολιτικής επικοινωνίας αλλά και για τις ανάγκες της αγοράς και του μάρκετινγκ των προϊόντων υπάρχουν και οι λεγόμενες ποιοτικές έρευνες, οι οποίες περιγράφονται με τον όρο focus groups.
Σε αυτές το ερευνητικό ενδιαφέρον συγκεντρώνεται σε ομάδες που είναι αντιπροσωπευτικές κάποιων κατηγοριών του γενικού πληθυσμού. Μια τέτοια ομάδα συγκεντρώνεται σε ένα συγκεκριμένο χώρο κι ακολουθείται μια μεθοδολογία που δεν έχει να κάνει με την τυποποιημένη συνέντευξη αλλά με μια ελεύθερη συζήτηση, στην οποία ο ερευνητής έχει στόχο τη διερεύνηση ποιοτήτων. Δεν ζητά δηλαδή να του δηλώσει η ομάδα την επιλογή της εξαρχής. Ο ερευνητής την εκμαιεύει μέσα από τα συμφραζόμενα της συζήτησης, εντοπίζοντας μάλιστα συγκεκριμένες ποιότητες που οδηγούν σε αυτή την επιλογή.
Οι ποιοτικές έρευνες δεν ευδοκιμούν ιδιαίτερα στη χώρα μας στο χώρο της πολιτικής καθώς οι πάντες καταλαβαίνουν μόνον όταν βλέπουν αριθμούς και ποσοστά λες και οι δημοσκοπήσεις είναι ιπποδρομίες. Ωστόσο, προσωπικά τις χρησιμοποιώ κατά κόρον γιατί έτσι έχω μάθει ν’ ακούω.
Έκανα αυτή τη μακρά εισαγωγή καθώς τις μέρες των γιορτών, λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων, ταξίδεψα οδικώς στην Ήπειρο και στη Μακεδονία. Η Ελλάδα, όπου κι αν πας, έχει μια καθημερινότητα, η οποία χωρίς δόση υπερβολής προσφέρεται για ποιοτική έρευνα. Μεταξύ του ταξιτζή, της λαϊκής και – κυρίως – του καφενείου (στην επαρχία) και της καφετέριας (στα αστικά κέντρα) υπάρχουν «φυσικά» focus groups, από τα οποία μπορείς να βγάλεις εξαιρετικά χρήσιμα συμπεράσματα.
Είχα λοιπόν την ευκαιρία να μείνω, έστω και για λίγο, σε διάφορες πόλεις, να συζητήσω με μόνιμους κατοίκους των περιοχών αυτών και κυρίως με νέους ανθρώπους. Οι συζητήσεις ήταν απλές και καθημερινές, για μια σειρά από ζητήματα που μας απασχολούν όλους. Φτάνοντας όμως στο «σκληρό πυρήνα» της πολιτικής επικαιρότητας και κυρίως στα πρόσωπα των αρχηγών, κατέγραφα σταθερά κάτι που αποτέλεσε μεγάλη έκπληξη για μένα.
Το να διαπιστώσω τη δημοφιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη, θετική ή αρνητική, δεν θα ήταν ούτε έκπληξη, ούτε είδηση. Όπως επίσης κι ένα κλίμα αναμονής για τη δική του διακυβέρνηση. Αυτά τα λένε πάνω κάτω και οι «συνήθεις ύποπτοι» δημοσκόποι.
Το εντυπωσιακό που έβγαινε από τις συζητήσεις που έκανα ήταν ο συσχετισμός του προσώπου του Κυριάκου με τον χαρακτηρισμό «τίμιος» και μάλιστα αυθόρμητα.
Η έκπληξη ήταν μεγάλη κυρίως διότι η συγκεκριμένη λέξη έχει εξοβελιστεί εδώ και χρόνια από το πολιτικό λεξιλόγιο και όχι τυχαία. Τις μέρες του κραταιού ΠΑΣΟΚ όταν κάποιο πράσινο στέλεχος δεν είχε τη «συστημική ευελιξία» που απαιτούσαν οι περιστάσεις, οι «σύντροφοί» του έλεγαν: «Άστον αυτόν, είναι τίμιος». Είχε μια ειρωνικά απαξιωτική χροιά, ανάλογη με αυτή που έχει το «είναι καλό παιδί», όταν το λέει μια γυναίκα που δεν της πολυαρέσει κάποιος. Ως γνωστόν «τα καλά παιδιά» δεν έχουν ζήτηση και δεν γ……
Αυτή η απαξίωση του χαρακτηριστικού «τίμιος» πέρασε στο κοινωνικό σώμα, καθότι όλοι έχουμε μέσα μας λίγο ή πολύ ΠΑΣΟΚ. Αλλά φαίνεται πως αυτή η στάση αλλάζει σε νεώτερες ηλικίες που δεν έζησαν εκείνο το ΠΑΣΟΚ στις δόξες του αλλά στην αποδρομή του. Επίσης πρόκειται για ηλικίες που δεν έζησαν τον ακραίο διπολισμό Παπανδρέου – Μητσοτάκη και όσα «τάισε» τον κόσμο η «Αυριανή» για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και την οικογένειά του. Δεν γνωρίζουν επίσης τίποτα για την «αποστασία» και γενικότερα η σύγχρονη ιστορία δεν είναι το δυνατό τους σημείο. Αλλά και για τα πιο πρόσφατα, δεν φαίνεται να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στα όσα καταμαρτυρούνται στην οικογένεια Μητσοτάκη περί σχέσεων με την υπόθεση της Siemens.
Απελευθερωμένες λοιπόν από τέτοιου είδους παραστάσεις, νεώτερες γενιές δεν διστάζουν να εντάξουν τη λέξη «τίμιος» στο πολιτικό λεξιλόγιό τους για να περιγράψουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Κι όπως καταλαβαίνει κανείς από τη συνολική κουβέντα που θα κάνει μαζί τους, του πιστώνουν αυτό το χαρακτηριστικό της «τιμιότητας» έναντι της «πολιτικής απατεωνιάς» που νιώθουν πως έχουν βιώσει, από το «λεφτά υπάρχουν» του Γιώργου Παπανδρέου μέχρι τα «Ζάππεια» του Σαμαρά και το «σκίζουμε με ένα νόμο τα μνημόνια» του Τσίπρα.
Αυτές οι νέες γενιές που δεν θα πήγαιναν καν στις κάλπες, αφού ξυπνάνε συνήθως όταν αυτές κλείνουν, φαίνεται πως στο πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη βρίσκουν ένα λόγο για να ξυπνήσουν το πρωί της Κυριακής των εκλογών.
Η τιμιότητα λοιπόν αναδεικνύεται ως νέος όρος στην πολιτική δημιουργώντας ένα συγκριτικό πλεονέκτημα του Κυριάκου, και φαίνεται πως θα παίξει ρόλο στις εκλογές, όποτε κι αν αυτές γίνουν.
Αρκεί βέβαια ο Κυριάκος ο τίμιος να αντέξει. Δηλαδή να μην υποκύψει τελικά κι αυτός στις «σειρήνες», διότι όπως έλεγαν και σε μένα Μανιάτες και Τριπολιτσιώτες, όταν δούλευα μαζί τους σερβιτόρος στην Αμερική, «το τάξιμο δεν χαλάει σπίτια, το δόσιμο τα χαλάει».