Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας
Οικονομολόγος-Ψυχολόγος
Είναι κοινό μυστικό ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων κάνουν τις εκλογικές επιλογές τους πρωτίστως με βάση το προσωπικό οικονομικό όφελος και δευτερευόντως ηθικολογώντας – σκανδαλολογώντας. Όλοι οι υπόλοιποι λόγοι έπονται σε… στατιστικώς μηδαμινά επίπεδα. Λογικό κι αναμενόμενο στο βαθμό που καθένας επιθυμεί να δει τα αποτελέσματα μιας πολιτικής να αγγίζουν την καθημερινότητα του και από την άλλη όλοι λίγο πολλοί κρυμμένοι πίσω από στομφώδεις ηθικολογικές αναλύσεις κατακεραυνώνουμε κάθε υποψία παρέκκλισης ακόμη κι όταν κατά βάθος την ζηλεύουμε, την υποθάλπουμε, ίσως ενίοτε και να την υτπηρετούμε.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε εξαρχής την επιλογή να μην μπει σε έναν ατέρμονο και τελικά αδιέξοδο αγώνα υποσχέσεων και παροχών που στην πορεία είτε αποδεικνύονται κούφια λόγια, είτε στηρίζονται σε ανακύκλωση δανεικών που δεν μπορούν να αποπληρωθούν και φορτώνονται στις επόμενες γενιές με υψηλή φορολογία και μειωμένες αποδοχές, είτε στην καλύτερη περίπτωση μετατρέπονται την επομένη των εκλογών σε στόχους τουλάχιστον τετραετίας.
Αποφάσισε και το τηρεί ευλαβικά να μείνει στην εκπόνηση ενός πλάνου ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας, στοχευμένης μείωσης επιμέρους φόρων, φειδωλής, κοστολογημένης και επικεντρωμένης σε ουσιαστικά προβλήματα κοινωνικής πολιτικής. Η παρουσία του στη ΔΕΘ ήταν ένα πρώτο, κεφαλαιώδες βήμα να εκφράσει το όλο της παράταξης χωρίς λαϊκισμούς, υπερβολές, αναξιόπιστους, μακροπρόθεσμους οραματικούς λόγους ή βραχυπρόθεσμα δολώματα προς τους ταλαιπωρημένους από την κρίση πολίτες.
Είναι δεδομένο ότι η απάντηση για το μεταμνημονιακό μέλλον του τόπου βρίσκεται στον αναπτυξιακό επαναπροσδιορισμό και στην θεσμική αναγέννηση. Από την μια, η ανάδειξη των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας και του εξαιρετικού ανθρώπινου δυναμικού της (όσοι θυμούνται την προεκλογική παρουσίαση Σαμαρά τον Ιανουάριο του 2015 για το αναπτυξιακό πλάνο με στόχους το flat tax, την κινητροδότηση συγκεκριμένων τομέων με βάση και την μελέτη της McKinsey βλέπουν την συνέχιση αυτής της πολιτικής στα προτεινόμενα από τον Μητσοτάκη) κι από την άλλη η επαναφορά της αξιοκρατίας μακριά από νεποτισμούς, οικογενειοκρατία, παρεοκρατία (που να αφορά όμως τον τρόπο επιλογής κι όχι απλά την κατόπιν αξιολόγηση κάθε επιλογής προσώπου).
Όσο η ΝΔ δίνει όλο και περισσότερα σχετικά δείγματα γραφής τόσο θα συσπειρώνει γύρω της το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων. Ταυτόχρονα, οι αναφορές του σε θέματα δημόσιας τάξης, ειδικά αν συνοδευτούν με επαναφορά των εθνικών θεμάτων στο προσκήνιο και μεγαλύτερη επίταση για λειτουργικές λύσεις στο μεταναστευτικό ζήτημα, ικανοποιούν μεγάλο μέρος του παραδοσιακού κεντροδεξιού ακροατηρίου μεγιστοποιώντας την συνοχή.
Αυτό όμως που θα προσδιορίσει το πλήρες πλαίσιο της προεκλογικής πρότασης θα είναι ο χρόνος των εκλογών. Αν αυτός καταλήξει να είναι από τα τέλη του 2018 και μετά, η πιθανή τελική συμφωνία για το χρέος, η ισχνή έστω επάνοδος στην ανάπτυξη και η διάθεση νέας παροχολογίας από τον Τσίπρα, στηριζόμενος στα δημοσιονομικά οφέλη αυτών των εξελίξεων θα δημιουργήσει ένα νέο πλαίσιο για το οποίο η ΝΔ πρέπει να είναι προετοιμασμένη το συντομότερο δυνατό.
Όχι για να προσχωρήσει σε έναν απελπισμένο αγώνα υπερφαλάγγισης των νέων αριστερών μύθων αλλά για να αποδείξει ότι τα όποια θετικά οικονομικά στοιχεία μπορούν με μια άλλη λογική να λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά τόσο για την μείωση της ανεργία όσο και για την μόνιμη και ασφαλή άρση επιμέρους αδικιών των πολιτικών των τελευταίων ετών. Γιατί το ζητούμενο πλέον θα είναι διπλό. Δουλειές, δουλειές, δουλειές και αξιοκρατία, αξιοκρατία, αξιοκρατία. Χωρίς παχιά λόγια αλλά με παχύ υπόστρωμα απτών αποτελεσμάτων.