Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
Διάβασα με προσοχή τη συνέντευξη που παραχώρησε ο επικεφαλής του οικονομικού επιτελείου του πρωθυπουργού Αλέξης Πατέλης στη εφημερίδα Καθημερινή.
Είναι η κατάλληλη στιγμή να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους.
Από την ημέρα της νομιμοποίησης των παρελάσεων της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ, τη νομιμοποίηση του συμφώνου συμβίωσης και σε συνδυασμό με το προσφυγικό έχουν δημιουργηθεί στη χώρα νέα δεδομένα που ουσιαστικά φέρνουν στην κοινωνία αλλαγές στους κώδικες συμπεριφοράς, στις καθημερινές σχέσεις και αυτό τελικά διαμορφώνει μια διαφορετική κοινωνία.
Η μετάλλαξη αυτή έχει ήδη ξεκινήσει εδώ και πολλά χρόνια αλλά είναι διαρκής καθώς μπαίνουν συνεχώς νέα δεδομένα στην εξίσωση. Για να μην ξεχνάμε σας θυμίζω ότι από την ημέρα που άνοιξαν τα σύνορα της Ελλάδας το 1990 και επετράπη η ελεύθερη διέλευση Αλβανών και πολύ πριν με την ένταξη των γύφτων στην ελληνική κοινωνία σε ρόλο υποκοριστικού κάθε φορά που Έλληνας πολίτης ήθελε να προσβάλει υπονομευτικά κάποιον για τις επιλογές ή τη συμπεριφορά του του τον αποκαλούσε ή γύφτο ή Αλβανό. Αυτό ισχύει ακόμη και σήμερα όμως όσο οι δύο δημογραφικές ομάδες αναδεικνύονται εσωτερικά και εντάσσονται στην κοινωνία η χρήση των λέξεων έχει υποχωρήσει αισθητά. Κρατήστε όμως την εξής επισήμανση: «Όσο αναδεικνύονται και εντάσσονται στην ελληνική κοινωνία».
Συνεπώς, η διαμόρφωση ενός νέου κοινωνικού πλαισίου πολιτικής ορθότητας έχει ξεκινήσει στην Ελλάδα εδώ και δεκαετίες. Απλά δεν το έχουμε προσδιορίσει.
Τη δεκαετία του ΄90 έζησα το αποκορύφωμα της πολιτικής ορθότητας στην εποχή Κλίντον στις ΗΠΑ, στη «Μέκκα» της πολιτικής στην Ουάσιγκτον. Χαρακτηριστικό της εποχής η αλλαγή της φραστικής συμπεριφοράς όπου κανείς έπρεπε να έχει περάσει από τριπλό φίλτρο όσα ήθελε να πει γιατί δεν ήξερε σε ποιον απευθυνόταν. Αυτό, για να μην εκτεθεί, να μην εκθέσει και τελικά να μη βρεθεί και νομικά μπλεγμένος για μια συγκεκριμένη συμπεριφορά.
Αφορμής δοθείσης της συνέντευξης το ζήτημα που ανακύπτει στην Ελλάδα είναι η μεγάλη ισορροπία. Από τη μία πλευρά να μην εξελίσσεται η κοινωνία σε ρατσιστική, συγχρόνως όμως από την άλλη να μην οδηγείται με γνώμονα την πολιτική ορθότητα σε ακραίες συμπεριφορές οι οποίες ελλοχεύουν τον κίνδυνο δημιουργίας ενός άλλου ρεύματος εκείνο που αποκαλείται reverse racism. Ετυμολογικά στα πλαίσια της πολιτικής κοινωνιολογίας ο όρος περιγράφει μια κοινωνική συμπεριφορά όπου το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο που απαρτίζεται από εκπροσώπους δημογραφικών ομάδων που μέχρι πρόσφατα έχουν αδικηθεί να κινούνται ζητώντας εκδίκηση. Μη λαμβάνοντας υπόψη βασικές σταθερές όπως η γνώση, η εμπειρία και η συμπεριφορά.
Γιατί από ένα σημείο και μετά αυτό συμβαίνει όταν αντί να κρίνεσαι με βάση το έργο σου κρίνεσαι με βάση τις επιλογές σου, την καταγωγή και το χρώμα σου.
Συνεπώς racism και reverse racism είναι οι όψεις του ίδιου νομίσματος.
Θα προχωρήσω με ένα συγκεκριμένο παράδειγμα: Τη δεκαετία του ΄90 η οποιαδήποτε στήριξη των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων λόγω της ισχυρής παρουσίας της ισραηλίτικης και εβραϊκής κοινότητας σε στιγμάτιζε ως αντισημίτη. Συνεπώς μια συζήτηση που αφορά το παλαιστινιακό και θα έπρεπε να γίνεται με όρους νομικούς και διεθνούς δικαίου κρίνεται με λάθος χαρακτηριστικά στερώντας πιθανά δικαίωση και από τους ίδιους τους Ισραηλίτες.
Συνεπώς δεν μπορούμε να υπεκφεύγουμε της ουσίας που στη συγκεκριμένη περίπτωση του κ. Πατέλη είναι η καίρια στρατηγική θέση που του έχει εμπιστευθεί ο πρωθυπουργός.
Αν ο ίδιος θεωρεί ότι από τη δημόσια θέση του έχει δυνατότητα να θέσει και να λύσει κάποια ζητήματα θεσμικά που αφορούν την κοινότητα των ΛΟΑΤΚΙ έχει δικαίωμα να το κάνει, όχι όμως εις βάρος της μεγάλης προτεραιότητας που είναι η θεσμική θέση που κατέχει.
Θα επαναφέρω λοιπόν τη συζήτηση στην αφετηρία από την οποία όφειλε να ξεκινήσει.
Βλέποντας τη χώρα μου ενόψει ενός αβέβαιου οικονομικού μέλλοντος έχω 8 συγκεκριμένες ερωτήσεις για τον κ. Πατέλη και λόγω του επαγγελματικού του παρελθόντος:
- Είναι ή δεν είναι συνυπεύθυνες για την κρίση οι τράπεζες;
- Γιατί οι τράπεζες δεν έχουν υποστεί τις συνέπειες που υπέστη ο υπόλοιπος ελληνικός λαός;
- Είναι εκείνος υπαίτιος που αποφασίζεται το ζεστό ξένο χρήμα αντί να χορηγηθεί από κρατικούς φορείς χορηγείται μέσα από τις τράπεζες οι οποίες σήμερα κατά τη λαϊκή έκφραση κάνουν κηδεία με ξένα κόλλυβα διασφαλίζοντας και εγγυήσεις δημόσιου και επιδότηση επιτοκίων;
- Συμφωνεί με το γεγονός ότι το ίδιο ξένο ζεστό χρήμα «ξεπλένεται» προς όφελος των τραπεζών και της αμφίβολης σήμερα κεφαλαιακής τους επάρκειας εις βάρος των πολιτών και δεν δεν φτάνει τελικά στις τσέπες τους;
- Ποια είναι η θέση του για τα κόκκινα δάνεια;
- Ποια είναι η θέση του για τον ρόλο των funds στην Ελλάδα;
- Ποια είναι η θέση του για την bad bank;
- Οι θέσεις του συνάδουν με τον κ. Στουρνάρα ή τον κ. Ζαββό;
Θεωρώ λοιπόν πολύ έξυπνο το γεγονός ότι επέλεξε η συγκεκριμένη συνέντευξη να δοθεί στο κορυφαίο μέσο που εκφράζει το παραδοσιακά αστικό κομμάτι της χώρας, όπου εάν αυτό πεισθεί για την ανάγκη του μοντέλου πολιτικής ορθότητας στην κοινωνία τότε ανοίγει ο δρόμος και για την επιβολή του.
Συνεπώς συγχαρητήρια στην εφημερίδα για τη συνέντευξη όμως για τον ίδιο τον κ. Πατέλη και η χρονική στιγμή και το περιεχόμενο της ήταν ατυχέστατες επιλογές σε σχέση με την κατάσταση στην οικονομία. Αλλά προφανώς ο στόχος της συνέντευξης ήταν η δημιουργία συγκεκριμένου προφίλ σε έναν άνθρωπο που πιθανότατα δρομολογείται για την κεντρική πολιτική σκηνή. Κρίθηκε η συγκεκριμένη στιγμή ως καλύτερη από το να προέκυπτε η αποκάλυψη, καθώς ο ανασχηματισμός επίκειται.
Έχω ζήσει λοιπόν τα καλά και τα κακά και της ποσόστωσης και της πολιτικής ορθότητας. Θεωρώ χρέος μου η δουλειά μου να κάνω το παν για να μην εφαρμοστεί στη χώρα μας το χειρότερο κομμάτι των ΗΠΑ που είναι η απαξίωση της αντικειμενικότητας της αξιοκρατίας και της διαφάνειας.
Θέλω να προλάβω το σημείο του reverse racism γιατί δεν θεωρώ ότι το ζητούμενο είναι να πατσίσουμε τα σπασμένα της καταπίεσης δεκαετιών σε βάρος διαφόρων ομάδων πληθυσμού.
Συνεπώς κύριε Πατέλη εάν θέλετε δώστε άλλη μία συνέντευξη και μιλήστε για το όραμά σας για την οικονομική πολιτική της χώρας. Και τότε θα ξεκινήσουμε την πραγματική συζήτηση.
ΥΓ Το ότι δεν μου αρέσει η πολιτική ορθότητα ως βάση πολιτικής συζήτησης το απέδειξα με το άρθρο μου για την πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου όπου ουσιαστικά προέταξα τα ζητήματα της ικανότητας και απέδειξα ότι προηγούνται ανεξαρτήτως φύλου.
Η κυρία Σακελλαροπούλου με την πορεία της είχε ήδη δώσει δείγματα υψηλών προδιαγραφών και γι αυτό επελέγη.