Ο λαϊκισμός, όπως και ο φασισμός, είναι δυο λέξεις των οποίων η σημασία έχει ξεχειλώσει τόσο πολύ που σχεδόν χωράει όλων των ειδών τις πολεμικές που χρησιμοποιούνται στις εκατέρωθεν πολιτικές όχθες του δημοσίου διαλόγου.
Παρόλα αυτά, είναι ενδιαφέρον να προσεγγιστούν αυτά τα δυο φαινόμενα ως πασοκογενείς απολήξεις, καθώς “πεσούσης δρυός πας ανήρ ξυλεύεται”. Ως προς την περίπτωση του λαϊκισμού στην ελλαδική μεταπολιτευτική περίοδο, αυτός ο όρος έχει κυρίως ταυτιστεί με την ακατάσχετη παροχολογία των δύο πολιτικών κομμάτων εξουσίας, ιδίως του όψιμου παπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ. Όμως δεν υστερεί σε λαϊκισμό και η Αριστερά, είτε η κομμουνιστική είτε η «ανανεωτική» εκδοχή της, αφού ο πολιτικός της λόγος υπερασπίζεται μια κοινωνικοοικονομική τάξη πραγμάτων εντός και πέριξ του δημοσίου τομέα.
Και κάπως έτσι, ο λαϊκισμός της «αλλαγής» έγινε και πάλι το μαγικό χαλί για την απογείωση του ΣΥΡΙΖΑ. Σαφώς και το αποτέλεσμα αυτό είναι μια πασοκική κληρονομιά της μεταπολίτευσης που μας δίδασκε ότι μπορούμε να ζούμε με πολλά περισσότερα από όσα παράγουμε, να διεκδικούμε δικαιώματα χωρίς πότε να έχουμε υποχρεώσεις καταλύοντας κάθε έννοια κοινωνικής οργάνωσης και ιεράρχησης των αναγκών μας. Τα θέλαμε όλα εδώ και τώρα αλλά όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για την δημοσιονομική μας ύβρη, η αντιμνημονιακή Αριστερά ξέρει να κάνει λόγο μόνο για όσα σωστά καταλογίζονται εναντίον της γερμανικής δολιότητας υπό το προσωπείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το ΠΑΣΟΚ θερίζει κυριολεκτικά ο,τι έσπειρε, αλλά αν ο λαϊκισμός είναι το αριστερό του ψυχοπαίδι του τότε θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης γιατί πιστώνεται στο ΠΑΣΟΚ εν μέρει και η άνοδος των λεγόμενων “φασιστικών δυνάμεων”. Σε αυτό το σημείο, δεν έχει κανείς να σκεφτεί με τι τρόπο το ΠΑΣΟΚ καθαγίασε τη στροφή του, ιδίως επί εκσυγχρονιστικών ημερών. Το ΠΑΣΟΚ είναι υπαίτιο για την πολύπλευρη ακαδημαϊκή, πολιτιστική και κυρίως εκδοτική επιβολή μιας αφελληνιστικής αφήγησης η οποία συνεχίζει ακόμη και σήμερα να μονοπωλεί το δημόσιο βήμα στο όνομα της Αριστεράς και της Προόδου.
Όποιος ήθελε μια μη πολυπολιτισμική προσέγγιση στο μεταναστευτικό ήταν ρατσιστής. Όποιος δεν υποστήριζε μια κατευναστική εξωτερική πολιτική έναντι της Τουρκίας ήταν εθνικιστής και όποιος είχε ένα στοιχειώδη σεβασμό στην παράδοση της Εκκλησιάς, ήταν χριστανόπληκτος φασίστας.
Αυτή την σπορά βρήκε έτοιμη η Χ.Α και καρπώθηκε σε καιρούς που «λεφτά δεν υπάρχουν».
Υ.Γ : Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς τα ποσοστά διαρροής του ΠΑΣΟΚ όχι τόσο προς τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά προς το γνήσιο «εθνολαϊκιστικό» κόμμα του Μιχαλολιάκου.