Ο Λάκης Γαβαλάς μίλησε στο bovary.gr μιλώντας για την… ταραχώδη του ζωή. Διαβάστε αναλυτικά τη συνέντευξη του γνωστή σχεδιαστή:
Δώσαμε ραντεβού στο ατελιέ του στη Σκουφά. Ο Λάκης Γαβαλάς μου συστήθηκε, καθίσαμε σε απόσταση ασφαλείας και προσπάθησε σε λίγα λεπτά να μου διηγηθεί τη ζωή του. Μια ζωή που τα είχε όλα. Φως, glam, χορό, πολλή μόδα, νέα ξεκινήματα, αισιοδοξία και πηγαία λάμψη.
«Από μικρός καταπιανόμουν με πολλά πράγματα. Ήμουν στη Γαλλική Σχολή και είχαμε πάρα πολλά μαθήματα. Έκανα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά. Είχα χορούς και πολύ παιχνίδι.
Εγώ και τα αδέρφια μου είμαστε μεγαλωμένοι με αγάπη. Ήμασταν μια δεμένη και αγαπημένη οικογένεια, στην οποία ο ένας ήθελε την εξέλιξη του άλλου. Ο μπαμπάς και η μαμά κοιμόντουσαν αγκαλιασμένοι και με τα χέρια πιασμένα. Όταν ο μπαμπάς πέθανε, η μαμά καθημερινά, σαν να ήταν θρησκεία, μιλούσε γι’ αυτόν καθημερινά για ώρες. Μας έλεγε “θέλω να πάω να τον βρω”.
Λίγο πριν πεθάνει, μας μάζεψε όλους και μας είπε που βρισκόταν το καθετί. Βλέπεις, ο μπαμπάς είχε πεθάνει ξαφνικά από ανακοπή και δεν μας άφησε διαθήκη. Τότε μια δεμένη οικογένεια δεν τα σκεφτόταν αυτά. Τρεις μέρες μετά, πηγαίνει με το αυτοκίνητό της τον ανιψιό μου στη αδερφή μου. Λίγο αργότερα, μας παίρνει η αδερφή μου τηλέφωνο και μας λέει “η μαμά δεν είναι καλά”. Ώσπου να φύγουμε να πάμε Κηφισιά όπου έμενε, ενώ ήμασταν στο δρόμο, μας πήραν και μας είπαν ότι πέθανε. Η μαμά μου έφυγε αξιοπρεπώς, όπως ακριβώς ήθελε».
«Φίλους δεν προλάβαινα να έχω. Αλλά όλοι με ρωτούσαν, τι τρως, τι ώρα κοιμάσαι. Για τα υπόλοιπα παιδιά ήμουν ένα ιδιαίτερο άτομο, αλλά για μένα ήμουν νορμάλ. Όταν ήμουν στη Γαλλική Σχολή διάβαζα περιοδικά, αλλά και τα μαθήματά μου. Ανήκα σε ένα δικό μου σύμπαν, αλλά και στο θρανίο μου. Έτσι είμαι εγώ, μέχρι και σήμερα. Δεν θέλω να ιδρυματοποιούμαι, να με βαριέμαι. Είμαι ένα άτομο που, αν με άφηνα, ύστερα από όλα τα τραγικά γεγονότα που μου έχουν συμβεί, μπορεί και να πέθαινα από θλίψη. Οπότε, λέω στον εαυτό μου “Λάκη, όπου πάει το μηχάνημα πήγαινέ το”.
Στο σχολείο ήμουν καλός μαθητής γιατί έπρεπε να δείξω σε όλους ότι είμαι πρώτος. Αλλά ήταν και ο τρόπος που έλεγα το μάθημα, που το χρωμάτιζα, που με έκανε να ξεχωρίζω. Όταν έκανα σκανδαλιά, μου έλεγε ο Σερ «Γαβαλά τι είπαμε τώρα». Αλλά βέβαια πάντα ήξερα, γιατί το έκανα επίτηδες, για να με σηκώσει. Με όλα τα παιδιά είχα καλή σχέση, πηγαίναμε βαρκάδες στον Πειραιά.
Πάντα ήμουν ο άνθρωπος της ομάδας, αγαπάω την ομάδα. Από τη μια γιατί έχεις κοινό για να κάνεις τις μαγκιές σου -και οι άλλοι σε μένα, βέβαια, δε με πειράζει- και από την άλλη, γιατί είναι πράγματι ωραία η ομαδική δουλειά. Γι’ αυτό έκανα και μπαλέτο, έκανα χορό, γι’ αυτό υπηρέτησα όλους τους σχεδιαστές. Ακόμα και τα παιδιά στην εταιρία, όταν είχαμε φτάσει 300 άτομα, μου έλεγαν «Καλά ρε αφεντικό, δεν αισθάνεσαι αφεντικό;», και εγώ πάντα τους έλεγα ότι ήμουν ένας από αυτούς. Γι’ αυτό και ήμουν πολύ αγαπητός στο προσωπικό».
«Ο μπαμπάς ήταν Πειραιώτης μάγκας. Έφτιαξε ένα εργοστάσιο και ήταν ευρεσιτέχνης σε μηχανήματα κοπής μαρμάρων. Άρα, η πειθαρχία στο σπίτι ήταν κάτι δεδομένο. Από την άλλη, υπήρχα εγώ στο σπίτι. Ένα παιδί που φορούσε sur mesure παπούτσια από 15 χρονών κι έβαζε από κάτω πέταλα, όχι για να μη φθαρούν, αλλά για να κάνουν θόρυβο και να ακούγεται το «τικ τακ». Το παντελόνι-καμπάνα της εποχής ήταν 23 πόντοι και εγώ ζητούσα από τη μοδίστρα να μου το κάνει ακόμα μεγαλύτερο.
Σε μια σκηνή στο «Κλουβί με τις Τρελές», ένας θαμώνας του μπαρ φωνάζει τον χαρακτήρα που υποδύομαι, τη Ζαζά, «αδερφάρα». Και παθαίνω ντεζαβού, γιατί είναι κάτι που το έχω ξανακούσει, όταν ήμουν μικρός. Αλλά το γεγονός, ότι έδωσα σε κάποιον το ερέθισμα για να μου φωνάξει, το έχω αποτυπώσει όχι ως κάτι κακό, αλλά ως κάτι που απλώς υπάρχει στην κοινωνία. Αρκεί να είναι η κραυγή στον σωστό τόνο».
«Ακούγαμε πολύ Μπιθικώτση, πολύ Καζαντζίδη στο σπίτι. Σίγουρα, όλα υπέροχα τραγούδια, τα οποία και ξέρω απ’ έξω. Ωστόσο, υπήρχε μια καλλιτεχνική έξαρση μέσα μου, την οποία κάπως έπρεπε να εξωτερικεύσω. Από μικρός ήθελα να κάνω κάτι που να ακούω τον ήχο του χειροκροτήματος. Ξεκίνησα λοιπόν να κάνω μαθήματα χορού, κρυφά, κάτι που ήταν και λίγο κοντρίτσα στον μπαμπά. Από τη μία, ήθελα να μπω στον χώρο των shows, και από την άλλη, ήθελα να αποκτήσω και την πειθαρχία του χορού, η οποία στη συνέχεια με έσπρωξε να κάνω κι άλλα πράγματα.
Ενώ είμαι στο μπαλέτο του Σειληνού με τη Μαρία Ιωαννίδου, με την οποία μάλιστα παίζουμε μαζί τώρα στο «Κλουβί με τις Τρελές», ήρθε η RAI και με πήρε στα μπαλέτα της. Έχω τόσο υπέροχες αναλαμπές στη ζωή μου, είμαι τόσο χορτασμένος. Αλλά είναι κάτι που είχα κυνηγήσει από μικρός, δεν ήρθε από μόνο του.
Κάπως έτσι βρέθηκα στη Ρώμη και γνώρισα όλους τους τότε σχεδιαστές. Τους βοηθούσα στις επιδείξεις τους κι έγιναν όλοι φίλοι μου. Ο Trussardi, ο Moschino, ο Versace. Και κάποια στιγμή, ο ίδιος ο Trussardi μου λέει, γιατί δεν πας πίσω στην Ελλάδα να ασχοληθείς με τη μόδα;».
«Μετά από 9 χρόνια γύρισα στην Αθήνα, γιατί, όπως αποδείχτηκε, έμπορος ήθελα να γίνω. Ωστόσο, δεν μπορούσα να φέρω κατευθείαν τους κορυφαίους, σε μια Ελλάδα όπου ο κόσμος δεν ήξερε καλά καλά ποιοι είναι και οι εισαγωγές ήταν ασύμφορες. Ξεκίνησα με πιο φτηνές εταιρίες και σιγά σιγά ήρθαν αυτοί. Τους έστρωσα ουσιαστικά ένα κόκκινο χαλί. Ύστερα βέβαια έφερα και τους ίδιους εδώ, για να ανακαλύψουν την Ελλάδα και να μάθουν πώς λειτουργεί.
Όταν πρωτοκυκλοφόρησαν τα .LAK το 2010 ήταν πραγματικά κάτι πρωτοποριακό. Οι φωτογραφίσεις που έκανα ήταν για τις Vogue του κόσμου. Γι’ αυτό, η τελική καταδίκη που μου επέβαλαν δε με πτόησε. Το είδα σαν ένα σενάριο, μέσα στης ζωής το ιστορικό».
«Ίσως τα ίδια λάθη να έκανα και σήμερα. Μια κυρία που δούλευε για μένα και έκλεβε την εταιρία για να φτιάξει πισίνα στο σπίτι της, αθωώθηκε από τον εισαγγελέα. Του είπε ότι της επέβαλα εγώ να φτιάξει την πισίνα, για να κάνει ιαματικά μπάνια, επειδή την ήθελα πάντα δίπλα μου. Το οποίο βέβαια ήταν τεράστιο ψέμα. Και αναρωτιέμαι… Ο εισαγγελέας δε σκέφτηκε ότι, η συγκεκριμένη κυρία, ως οικονομική διευθύντρια, θα έπρεπε να ξέρει ότι δεν μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει χρήματα της εταιρίας για έναν τέτοιο λόγο;
Κορυφή ήμουν και στη φυλακή. Όλοι με φώναζαν κύριο Γαβαλά. Δε με πείραξε και δε με άγγιξε κανείς. Από τον αρχιφύλακα μέχρι και τους φυλακισμένους. Περπατούσα σαν να είμαι σε 12ποντα τακούνια, αγέρωχα και ωραία, και έβαζα το άρωμά μου. Το φαγητό ήταν αυτό που ήταν, αλλά τουλάχιστον βγήκα πιο αδύνατος. Απέκτησα μια εσωτερική δύναμη, την οποία δε με ενδιαφέρει να εξωτερικεύσω, την κρατώ για μένα.
Η πίστη μου στο Θεό μου έδωσε δύναμη στη φυλακή. Εκεί υπήρχε μια έμπιστη κυρία, η οποία μας έφερνε κεράκια, εικονίτσες κλπ. Είμαστε, λοιπόν, Κυριακή πρωί στην εκκλησία της φυλακής και αυτή μου δίνει την εικόνα του Αγίου Γεωργίου. Σηκώνω εκείνη τη στιγμή το κεφάλι μου και βλέπω την εικόνα του μπροστά μου, στον τοίχο με τις αγιογραφίες. Αυτομάτως αρχίζω να κλαίω έντονα, γιατί συγκινήθηκα πάρα πολύ. Μικρός παρακολουθούσα τη λειτουργία στον Άγιο Γεώργιο στον Κορυδαλλό, όπου πήγαινα και κατηχητικό. Για πολύ καιρό μετά ένιωθα ξαλαφρωμένος».
«Ήθελα να φέρω τον πνευματικό μου από το Άγιο Όρος για να κάνω εξομολόγηση και μου τον άφησαν μια φορά, αλλά με βάλανε σε ένα χάλια δωμάτιο. Το είδα σαν τιμωρία, σαν να μη το δεχόντουσαν. Μετά από ένα μήνα, τους ζήτησα να μου φέρουν εκείνοι έναν πάτερ για να εξομολογηθώ. Και μόνο αυτό αρκούσε για να εξουδετερώσει οτιδήποτε άλλο αρνητικό βίωνα εκεί μέσα.
Με άφηναν να βάψω και τα μαλλιά μου. Όποτε πήγαινα δικαστήριο έβαζα κάποιον να μου ντεκαπάζ και πήγαινα στην κλούβα για να πάω στο δικαστήριο, σαν να πήγαινα σε γύρισμα στην Cinecitta ή στο Λος Άντζελες. Είχα μεγάλο απόθεμα μέσα μου, επιτυχίας και δόξας, οπότε αντλούσα δύναμη από εκεί».
Επειδή δούλευα στον κήπο της φυλακής, έβλεπα τον ουρανό και αυτό με βοήθησε να μη νιώθω μοναξιά. Κάποια στιγμή πήγα στον διευθυντή και τον ρώτησα «πόσα άτομα βρίσκονται αυτή τη στιγμή κλεισμένοι εδώ μαζί μου;». Μου απαντά 2100. Και του λέω «όλοι αυτοί είναι κομπάρσοι στο φιλμ που γυρίζω τώρα, στο οποίο υποδύομαι έναν φυλακισμένο». Είχα και ψυχολόγο, στον οποίο πήγαινα κάθε Δευτέρα. Δεν άκουσα ποτέ τη φωνή του, δεν μπορούσε να μιλήσει, μιλούσα μόνο εγώ.
Κάποια στιγμή ήρθε ο Μαζωνάκης στη φυλακή και πάμε στο γραφείο της διευθύντριας. Αυτή φορούσε ένα μπλε βερνίκι στα νύχια και κρατούσε το μπλε Bic στυλό στα χέρια της και τη ρωτάω “Καλά, πώς πετύχατε το ίδιο μανό με το Bic;” και μου λέει “αν θες να σου φέρω”. Και της είπα να μου το κάνει δώρο όταν θα βγω από τη φυλακή».
«Δύο μήνες μετά είμαι στο προαύλιο, ξαπλωμένος σε μια μαύρη πετσέτα, και παίρνω ήλιο. Και με καλεί η κοινωνική λειτουργός για να μιλήσουμε. Βάζω λοιπόν τουρμπάνι αυτή τη μαύρη πετσέτα και πάω. Και μου λέει κύριε Γαβαλά πόσο στεναχωριέμαι που είστε εδώ, σας θυμάμαι στη Μύκονο να οδηγείτε το τζιπ σας, με το χέρι έξω από το παράθυρο. Και της λέω “δεν ήμουν εγώ αυτός, ήταν ο οδηγός μου”.
Στα λέω αυτά για να καταλάβεις ότι, ο κόσμος και το προσωπικό της φυλακής δεν πίστευε ότι εγώ είμαι φυλακισμένος, γιατί η συμπεριφορά μου μέσα ήταν τέτοια, σαν να περιμένουμε όντως τις κάμερες για το γύρισμα!
Πέρα από τον ψυχολόγο, την κοινωνική λειτουργό και τον αρχιφύλακα, στο «σετ» είχαμε και τους φυλακισμένους μάγκες με τα πούρα στο αρχιφυλακείο, οι οποίοι όταν περνούσα για να βγω στον κήπο μου έλεγαν «Έλα Λάκη μου, κάθισε να τα πούμε». Εγώ τους έκανα πλάκα και τους έλεγα «Παιδιά, έγκλημα δεν έχω κάνει, αυτοκτόνησαν τέσσερα αγόρια για μένα, τρεις γυναίκες είναι στο τρελοκομείο. Αυτά είναι όσα έχω να σας πω. Α! Και αν έρθει καμία από τις γυναίκες σας να σας επισκεφτεί, μπορεί να μου φέρει ένα τσιμπιδάκι για τα φρύδια;». Έτσι ήμουν και αυτό με έσωσε.
Ο πρώτος στόχος όταν βγήκα από τη φυλακή, ήταν να ανακτήσω ξανά τον λόγο μου, γιατί εκεί μέσα δε μιλούσα πολύ και είχα γίνει βραδύγλωσσος. Διάβαζα βιβλία και περιοδικά και δεν μπορούσα να τα συζητήσω με κανέναν. Αυτό μου έλειψε. Άρχισα λοιπόν να βλέπω τους πολύ στενούς μου φίλους και να τους πρήζω. Τους μιλούσα συνέχεια και σιγά σιγά συνήλθα».
«Είμαι ένα άτομο πολύπλευρο και συχνά αγαπώ νεότερα άτομα από μένα -και στις παρέες μου και στις γνωριμίες μου, που μπορεί αργότερα να εξελιχθούν σε ερωτικές. Στη ζωή μου είχε πάρα πολύ λίγες σοβαρές σχέσεις. Μόνο τέσσερις άνθρωποι κατάφεραν να με εξιτάρουν εγκεφαλικά και να δονούν το σώμα μου. Αυτά όμως τα άτομα δεν κατάφεραν να με κάνουν να πέσω στα πατώματα και πλέον στα 68 δεν πιστεύω πια ότι θα μου συμβεί. Και αυτό γιατί, επειδή είναι νεότερα τα άτομα, συνήθως αισθάνομαι ότι λειτουργώ ως γονιός. Οι σχέσεις μου, είτε είναι φιλικές είτε αισθηματικές, θέλω να εξελίσσονται και αυτό με κρατά, ώστε να μην πέσω στα πατώματα.
Τώρα έχω μια σχέση που είναι ωραία, είμαι ευτυχισμένος. Είναι όμορφο σε αυτήν την ηλικία να ακούς έναν νέο άνθρωπο να σε λέει «μωρό μου» και «αγάπη μου», το εκτιμώ πάρα πολύ. Θεωρώ ότι είναι θείο δώρο, αλλά και μια μεγάλη ευθύνη. Γιατί πρέπει να διατηρήσεις στον άλλον την εντύπωση ότι είσαι το μωρό του».
«Ευτυχία για μένα είναι όταν κάποιος σε κοιτάζει στα μάτια και διαβάζει αυτό που είσαι και σε σέβεται. Να δώσω και να πάρω χωρίς να υπάρχουν κενά σε μια σχέση. Όμως, επειδή μια ζωή δημιουργούσα αντικείμενα, την ευτυχία μου τη δίνουν και τα υλικά αγαθά. Δεν μπορώ χωρίς να έχω ωραία πράγματα. Θέλω να έχω μια ωραία κρέμα για το σώμα μου, το άρωμά μου, ωραία ρούχα.
Δε συγχωρώ μια γυναίκα που συμπεριφέρεται σαν λέτσος άνδρας. Με τίποτα. Γιατί να κρίνουμε τον θηλυπρεπή άνθρωπο της τηλεόρασης και δεν κρίνουμε τη γυναίκα που είναι σαν άντρας νταλικέρης; Στο κόκκινο ταπέτο που έχω δημιουργήσει στην Ελλάδα, θέλω να πατάνε γυναίκες με γόβες και μακρύ φόρεμα, που ξέρουν πώς να περπατάνε, χωρίς να πατούν το στρίφωμα.
Μια δική μου εκπομπή μόδας και αισθητικής θα την ήθελα. Θα μπορούσα να κάνω μια αξιόλογη και μελετημένη δουλειά. Και μέσα στην ευτέλεια που ζούμε σήμερα στο τηλεοπτικό πεδίο, και το λέω πολύ ταπεινά, είναι κρίμα να μην έχω παρουσία, γιατί θα μπορούσα πραγματικά κάτι να προσφέρω».
Τα πρότζεκτ του Λάκη Γαβαλά
«Ο ρόλος μου στο Κλουβί με τις Τρελές ένιωσα ότι μου ταίριαξε. Φοράω έτσι κι αλλιώς πράγματα τρελά, είμαι θεατρικός μια ζωή, έχω σχέσεις με τις πόζες και με το τραγούδι -του παράφωνου, αλλά είναι με κέφι. Η αλήθεια είναι ότι από τον πρώτο μήνα των προβών άκουσα το χειροκρότημα του παραγωγού και λίγο αργότερα του σκηνοθέτη. Αυτοί αρχικά δανείστηκαν τη φήμη μου, γιατί είμαι ένα πολύπλευρο άτομο, αλλά μετά κατάλαβαν ότι το προσπαθώ πραγματικά. Το παρελθόν μου ως χορευτής σίγουρα με βοήθησε στην παράσταση.
Το μόνο που ζήτησα από την παραγωγή, γιατί είμαι και απλός άνθρωπος, ήταν ένας ΩΡΛ. Και όταν με ρώτησαν τι τον θέλω, λέω «γιατί μπορεί από το πολύ χειροκρότημα να σπάσει το τύμπανό μου»! Για να καταλάβεις πόσο διακωμωδώ τα πράγματα.
Στα .LAK το σλόγκαν μας είναι ότι, από μια τελεία ξεκινάνε τα πάντα, δεν τελειώνουν. Το ότι ξαναβγήκαμε τώρα, έγινε γιατί πραγματικά γιατί το ζήτησε ο κόσμος. Στόχος μας είναι να δημιουργήσουμε ένα e-shop, το οποίο βέβαια θα απευθύνεται στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Για παράδειγμα, ένα fashion icon που μένει στη Λισαβόνα ή το Παρίσι, μπορεί να μπερδέψει ένα κομμάτι .LAK με ένα Yoshi Yamamoto! Αυτό βέβαια απαιτεί και μια δομή. Ειδικές εγκαταστάσεις, ειδικές παραγωγές, φωτογραφίσεις και πολλά ακόμα, που δίνουν στο πρότζεκτ «ψυχή».
Στο My Style Rocks πλέον είμαι κριτής μόνο του κυριακάτικου gala, γιατί προέκυψε το θέμα του θεάτρου και ήθελα να κάνω ένα upgrade στη ζωή μου, να δοκιμαστώ σε άλλα πράγματα. Η επιτυχία ήρθε από την πρώτη κιόλας εβδομάδα, αλλά ήταν λογικό. Μετράω 50 ολόκληρα χρόνια στο styling, με έχουν παραδεχτεί σχεδιαστές, στιλίστες, ο Πάνος Γιαπάνης και πολλά ακόμα διεθνή ονόματα».
Πηγή: Bovary.gr