Σε αυστηροποίηση του πλαισίου ποινών και κυρώσεων για το λαθρεμπόριο και τη νοθεία στα καύσιμα που προβλέπει λουκέτα έως 90 ημέρες στα βενζινάδικα και χρηματικά πρόστιμα που φθάνουν τις 500.000 ευρώ προχωρά το υπουργείο Οικονομικών.
Με τις νέες διατάξεις που προβλέπει το πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών το οποίο συζητείται στη Βουλή κάθε τελωνειακή υπηρεσία και οποιαδήποτε άλλη ελεγκτική ή διωκτική αρχή πέραν των υπηρεσιών της ΑΑΔΕ μπορεί να επιβάλλει λουκέτο σε επιχειρήσεις εμπορίας και διακίνησης που εντοπίζονται με νοθευμένα καύσιμα και εφόσον στοιχειοθετείται λαθρεμπορία, τα λουκέτα επιβάλλονται ανεξάρτητα από λοιπές ποινικές και διοικητικές κυρώσεις.
Σύμφωνα με τις νέες διατάξεις:
1. Όταν προκύπτει ότι ο ελεγχόμενος κάτοχος της άδειας κατέχει, διακινεί και εμπορεύεται νοθευμένα καύσιμα, σφραγίζεται η εγκατάσταση, όπου διαπιστώνεται η παράβαση, για χρονικό διάστημα από 10 έως ενενήντα 90 ημέρες, ανάλογα με τη σοβαρότητά της. Η σφράγιση πραγματοποιείται, είτε από την τελωνειακή υπηρεσία που έχει διενεργήσει τον έλεγχο, είτε από την τελωνειακή υπηρεσία στη χωρική αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται η έδρα της ελεγχόμενης εγκατάστασης, σε περίπτωση που ο έλεγχος έχει διενεργηθεί από οποιαδήποτε άλλη δημόσια ελεγκτική ή διωκτική αρχή. Αν στοιχειοθετείται λαθρεμπορία, τα παραπάνω μέτρα επιβάλλονται ανεξάρτητα από τις λοιπές ποινικές και διοικητικές κυρώσεις.
2. Για κάθε παράβαση στα ολοκληρωμένα συστήματα παρακολούθησης και ηλεκτρονικής αποστολής δεδομένων εισροών-εκροών των φορολογικών αποθηκών και των αποθηκών τελωνειακής αποταμίευσης ενεργειακών προϊόντων επιβάλλεται στους κατά περίπτωση, υπόχρεους διοικητικό πρόστιμο από 1.000 ευρώ έως 500.000 ευρώ και επιβάλλεται, κατά περίπτωση, ανάκληση της άδειας της φορολογικής αποθήκης ή της αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης. Το ποσό του προστίμου προσδιορίζεται λαμβάνοντας υπόψη το είδος και τη βαρύτητα της παράβασης, καθώς και την υποτροπή.
Ειδικότερα:
– Σε περίπτωση μη εγκατάστασης ολοκληρωμένου συστήματος παρακολούθησης και ηλεκτρονικής αποστολής δεδομένων εισροών-εκροών, επιβάλλεται στον φορέα της άδειας λειτουργίας της εγκατάστασης της φορολογικής αποθήκης ή στον διαχειριστή της αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης πρόστιμο από 50.000 ευρώ έως 500.000 ευρώ και ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της φορολογικής αποθήκης ή της αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης.
– Σε περίπτωση μη πλήρωσης των όρων, προϋποθέσεων και προδιαγραφών της εγκατάστασης και λειτουργίας των συστημάτων παρακολούθησης και ηλεκτρονικής αποστολής δεδομένων εισροών εκροών, επιβάλλεται στον φορέα της άδειας λειτουργίας της εγκατάστασης της φορολογικής αποθήκης ή στον διαχειριστή της αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης ή/και στον εγκαταστάτη του συστήματος παρακολούθησης εισροών εκροών πρόστιμο από 1.000 ευρώ έως 300.000 ευρώ και ανακαλείται, κατά περίπτωση, η άδεια λειτουργίας της φορολογικής αποθήκης ή της αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης.
– Σε περίπτωση υποτροπής, το πρόστιμο διπλασιάζεται. Ως υποτροπή ορίζεται η εντός 3 ετών από την έκδοση απόφασης επιβολής προστίμου εκ νέου τέλεση της ίδιας παράβασης.
Κατά της απόφασης επιβολής των προστίμων ο έχων έννομο συμφέρον μπορεί να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου. Με την άσκηση της προσφυγής αναστέλλεται η καταβολή του 50% του προστίμου υπό την προϋπόθεση ότι έχει καταβληθεί ή έχει ενταχθεί σε ρύθμιση το υπόλοιπο 50%.
3. Ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 6 μηνών επιβάλλεται σε όποιον προμηθεύει ή εγκαθιστά μετρητικά συστήματα και τον συνοδευτικό εξοπλισμό τους, τα οποία προορίζονται για εφαρμογές του συστήματος παρακολούθησης και ηλεκτρονικής αποστολής δεδομένων εισροών-εκροών και συνοδεύονται από πλαστά ή παραποιημένα πιστοποιητικά.
4. Ποινή κάθειρξης επιβάλλεται, σε όποιον επεμβαίνει χωρίς εξουσιοδότηση, τροποποιεί ή αλλοιώνει με οποιονδήποτε τρόπο και μορφή μέρη ή παραγόμενα στοιχεία του συστήματος, τα οποία φυλάσσονται στον χώρο της εγκατάστασης ή αποστέλλονται στην κεντρική βάση δεδομένων της Α.Α.Δ.Ε και παραδίδει, προμηθεύει, εφοδιάζει, πωλεί, αποθηκεύει ή διακινεί ενεργειακά προϊόντα μέσω δεξαμενών, αγωγών, αντλιών ή μετρητών που δεν συνδέονται με το εγκατεστημένο σύστημα παρακολούθησης και ηλεκτρονικής αποστολής δεδομένων εισροών-εκροών.