Ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Σεργκέι Λαβρόφ επιβεβαίωσε ότι απηύθυνε επίσημο αίτημα σε όλους τους ομολόγους του, υπουργούς Εξωτερικών των χωρών-μελών του Οργανισμού για την Ασφάλεια και και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), οι οποίες έχουν συνυπογράψει τις διακηρύξεις της Κωνσταντινούπολης το 1999 και της Αστανά (Καζακστάν) το 2010, ώστε να εξηγήσουν «πώς σκοπεύουν να υλοποιήσουν υπό τις παρούσες ιστορικές συνθήκες τις υποχρεώσεις, τις οποίες ανέλαβαν οι χώρες τους σε ανώτατο επίπεδο».
«Το 2010 στην Αστανά και προηγουμένως στην Κωνσταντινούπολη το 1999 όλοι οι πρόεδροι και οι πρωθυπουργοί των χωρών του ΟΑΣΕ υπέγραψαν κάτω από ένα πακέτο, στο οποίο περιέχονταν οι αλληλοσυνδεόμενες αρχές της κατοχύρωσης του αδιαίρετου της ασφάλειας», δήλωσε ο Ρώσος υπουργός, σημειώνοντας ότι «η Δύση αποσπά από αυτό το πακέτο μόνο ένα σύνθημα: ότι κάθε χώρα έχει το δικαίωμα να επιλέγει συμμάχους και στρατιωτικές συμμαχίες, όμως εκεί αυτό το δικαίωμα διατυπώνεται υπό τη συνθήκη και την υποχρέωση κάθε χώρας, την οποία υπέγραψαν και οι δυτικοί: να μην ενισχύεις τη δική σου ασφάλεια εις βάρος της ασφάλειας των άλλων».
«Η Δύση στους εξορκισμούς της ότι η πολιτική των ανοιχτών θυρών του ΝΑΤΟ είναι ιερή και ουδείς μπορεί να απαγορεύσει στην Ουκρανία να ενταχθεί στη συμμαχία, ότι αυτό θα το αποφασίσει η Ουκρανία, σκοπίμως και ανοιχτά αποφεύγει ακόμη και την αναφορά στο δεύτερο μέρος της υποχρέωσης», εκτίμησε ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, τονίζοντας ότι «πολύ περισσότερο όταν ο Ζ. Μπορέλ και ο Α. Μπλίνκεν και πολλοί άλλοι συνάδελφοί μας μιλούν για την αναγκαιότητα να ακολουθούμε τις συμφωνημένες αρχές στο πλαίσιο της αρχιτεκτονικής ασφάλειας στον ευρωατλαντικό χώρο, κανείς από αυτούς δεν αναφέρει ούτε τη Διακήρυξη της Κωνσταντινούπολης, ούτε τη Διακήρυξη της Αστανά. Αναφέρουν μόνο την Τελική Πράξη του Ελσίνκι και τη Χάρτα του Παρισιού για τη νέα Ευρώπη του 1990, όπου δεν υπάρχει η υποχρέωση να μην ενισχύεις τη δική σου ασφάλεια εις βάρος των άλλων. Στα επόμενα έγγραφα του ΟΑΣΕ η Ρωσία επέμεινε να συμπεριληφθούν αυτές οι υποχρεώσεις».
Κατά τη Μόσχα τα συγκεκριμένα ερωτήματα είναι «ζητήματα αρχής» και πριν συζητηθούν άλλες «πρακτικές πλευρές της ευρωπαϊκής ασφάλειας», η ρωσική διπλωματία θα επιδιώξει να διευκρινίσει για το νόημα της υπογραφής των ηγετών της Ευρώπης, αλλά και του προέδρου των ΗΠΑ κάτω από τις ανωτέρω Διακηρύξεις και «να μην επιτρέψει στη Δύση να υπεκφύγει». Εάν οι υπογραφές τέθηκαν, «με αφετηρία ότι ποτέ η Ρωσία δεν θα κατορθώσει να πετύχει το υπεσχημένο σε αυτά τα έγγραφα, πρέπει να το ομολογήσουν. Αυτή θα είναι άλλη μια ομολογία μετά την υπενθύμισή μας για τις προφορικές υποσχέσεις του 1990 ότι δεν θα διευρυνθεί το ΝΑΤΟ, όταν μετά μας απαντούσαν ότι κάθε άλλο παρά αυτό δεν εννοούσαν, ότι ήθελαν να μας εξαπατήσουν, ότι ενεργούσαν βιαστικά, ότι δήθεν εκεί υπήρχαν πιο σημαντικά ζητήματα», υποστήριξε ο Σ.Λαβρόφ.
Ο Ρώσος υπουργός δεν παρέλειψε, πάντως να επαναλάβει την τοποθέτηση του προέδρου της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν, ότι «εάν οι προσπάθειές μας να συμφωνήσουμε για τις αμοιβαία αποδεκτές αρχές κατοχύρωσης της ασφάλειας στην Ευρώπη δεν δώσουν αποτέλεσμα, τότε θα λάβουμε απαντητικά μέτρα», ενώ διαχώρισε σαφώς τις γραπτές απαντήσεις της κυβέρνησης των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, αναφέροντας ειδικότερα ότι «η αμερικανική απάντηση συγκρινόμενη με το χαρτί που μας έστειλαν από το ΝΑΤΟ, αποτελεί σχεδόν υπόδειγμα διπλωματικής ευπρέπειας, ενώ η απάντηση από το ΝΑΤΟ είναι τόσο ιδεολογικοποιημένη, αποπνέει τόσο την εξαιρετικότητα της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, της ειδικής του αποστολής και προορισμού, ώστε αισθάνθηκα λίγο ντροπή για εκείνους, που έγραψαν αυτά τα κείμενα».