Του Marc Angrand
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο ετοιμάζονται να εφαρμόσουν νέους κανόνες που αποσκοπούν στην πρόληψη χρηματοπιστωτικών κρίσεων. Και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η χρηματοδότηση της οικονομίας και η ανταγωνιστικότητα βρίσκονται στο επίκεντρο της συζήτησης για τη ρύθμιση των τραπεζικών δραστηριοτήτων.
Πραγματισμός που δικαιολογείται από τις οικονομικές επιταγές ή η μάχη του χαμηλότερου ρυθμιστικού πλειοδότη; Υπάρχουν διαφορετικές ερμηνείες των πρόσφατων ανακοινώσεων των αμερικανικών και βρετανικών οικονομικών αρχών σχετικά με την εφαρμογή των νέων διεθνών κανόνων χρηματοπιστωτικής ρύθμισης, γνωστών ως «Basel III», που αποσκοπούν στην ενίσχυση των ισολογισμών των διεθνών τραπεζών, προκειμένου να αποτραπούν νέες χρηματοπιστωτικές κρίσεις.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ήταν η ομιλία που εκφώνησε στις 9 Σεπτεμβρίου ο Michael Barr, αντιπρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), η οποία προκάλεσε αίσθηση. Στο τέλος της αυστηρής διαδικασίας διαβούλευσης που προηγείται κάθε μεταρρύθμισης, εξήγησε ότι ήταν απαραίτητες «ευρείες και σημαντικές αλλαγές» στις αρχικές προτάσεις. Οι αλλαγές αυτές θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια περιορισμένη αύξηση στο 9% του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας που έχει οριστεί για τις οκτώ κύριες τράπεζες των ΗΠΑ, δηλαδή 10 μονάδες λιγότερες από τις αρχικά προβλεπόμενες. Η αλλαγή αυτή θα είναι δύσκολα αφομοιώσιμη για τις ευρωπαϊκές τράπεζες, οι οποίες είναι συγκρίσιμες όσον αφορά το μέγεθος των ισολογισμών τους και τη διεθνή παρουσία τους, και για τις οποίες ο δείκτης αυτός θα αυξηθεί στο 21,5%.
Οι θέσεις που παρουσίασε ο κ. Μπαρ θεωρήθηκαν από πολλούς παρατηρητές ως μια ηχηρή νίκη του τραπεζικού λόμπι στην Ουάσιγκτον, με επικεφαλής τον Jamie Dimon, το αφεντικό του κολοσσού JPMorgan Chase.
Διαδοχικές προσαρμογές
Τρεις ημέρες μετά την ομιλία του κ. Μπαρ, η Αρχή Προληπτικής Ρύθμισης, ο εποπτικός βραχίονας της Τράπεζας της Αγγλίας, δημοσίευσε έκθεση προόδου σχετικά με τη μεταφορά των νέων κανόνων της «Basel 3.1», υποσχόμενη, μεταξύ άλλων, ότι ο ίδιος δείκτης, ο οποίος υποτίθεται ότι μετρά την ικανότητα των τραπεζών να αντέξουν μια πιθανή κρίση, θα παραμείνει τελικά «σχεδόν αμετάβλητος» από το σημερινό του επίπεδο.
Από τη σκοπιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), είναι δύσκολο να μην υποψιαστεί κανείς ότι πίσω από αυτές τις αγγλοσαξονικές ανακοινώσεις κρύβεται η επιθυμία να χαλαρώσουν οι νέοι περιορισμοί που επιβάλλονται στις αμερικανικές και βρετανικές τράπεζες, με συνέπεια να περιοριστεί η ενίσχυση της ευρωστίας του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος… και να διευρυνθεί το χάσμα με τους ανταγωνιστές τους στην ΕΕ.
Η πραγματικότητα είναι αναμφίβολα πιο σύνθετη. Οι ευρωπαϊκές αρχές γνωρίζουν επίσης πώς να επιδεικνύουν ρεαλισμό υπέρ των τραπεζών, όπως αποδεικνύεται από την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να αναβάλει κατά ένα έτος, έως το 2026, την εφαρμογή του κανονισμού FRTB (Fundamental Review of the Trading Book), ο οποίος έχει σχεδιαστεί για να παρέχει ένα πλαίσιο για τη διαχείριση των κινδύνων της αγοράς, ή το χρονοδιάγραμμα που επεκτείνει έως το 2032 την τελική εφαρμογή του κανόνα «output floor», ο οποίος αποσκοπεί στον περιορισμό των πλεονεκτημάτων που μπορούν να αποκομίσουν οι τράπεζες από τη χρήση των δικών τους μοντέλων εκτίμησης κινδύνου.
Αυτές οι διαδοχικές προσαρμογές, οι οποίες δεν συνάντησαν καμία σημαντική αντίδραση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, δικαιολογημένα εκνευρίζουν τους υποστηρικτές της αυστηρής ρύθμισης. «Το 2032, θα είμαστε είκοσι πέντε χρόνια μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση! Είναι σχιζοφρενικό η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να μας μιλάει για πιστή εφαρμογή των συμφωνιών της Βασιλείας στο σώμα της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, ενώ ταυτόχρονα δίνει στον εαυτό της τα μέσα για να κάνει πίσω», επικρίνει ο Thierry Philipponnat, επικεφαλής οικονομολόγος της μη κυβερνητικής οργάνωσης Finance Watch.
Η ΕΕ, μας υπενθυμίζει ο τραπεζικός τομέας, προσπαθεί μετά τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, να εμφανιστεί ως ο «καλύτερος μαθητής» στον κόσμο όσον αφορά τη ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Αυτό αντανακλάται σε μια προσέγγιση του θέματος που διαφέρει πολύ από εκείνη που υιοθετούν οι Ηνωμένες Πολιτείες: ενώ οι κανόνες που θεσπίζει η Επιτροπή της Βασιλείας έχουν σχεδιαστεί για να εφαρμόζονται κυρίως στις μεγαλύτερες τράπεζες με διεθνείς δραστηριότητες, η ΕΕ τους εφαρμόζει σε όλες τις ευρωπαϊκές τράπεζες, ανεξαρτήτως μεγέθους και διεθνούς παρουσίας.
«Ζυγίζοντας» τους κινδύνους
Αυτή η ευρεία θεώρηση της ρύθμισης του τομέα δέχεται τώρα κριτική ότι κινδυνεύει να περιορίσει την ικανότητα των τραπεζών να δανείζουν, και συνεπώς να χρηματοδοτούν επιχειρήσεις, την καινοτομία και τις τεχνολογικές και περιβαλλοντικές αλλαγές.
Στην έκθεσή του για την ανταγωνιστικότητα που δημοσιεύθηκε στα μέσα Σεπτεμβρίου, ο Ιταλός Μάριο Ντράγκι, πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, απαριθμεί μια σειρά από παράγοντες που πιστεύει ότι εξηγούν την έλλειψη χρηματοδότησης της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένων «συγκεκριμένων ρυθμιστικών εμποδίων που περιορίζουν την ικανότητά τους να δανείζουν». Τα παραδείγματα που αναφέρει στην έκθεσή του είναι φυσικά πιο σημαντικά για τις τρέχουσες συζητήσεις σχετικά με την ένωση των κεφαλαιαγορών. Παρ’ όλα αυτά, το επιχείρημα έχει προφανώς τύχει ευνοϊκής υποδοχής από τις ευρωπαϊκές τράπεζες. «Πρέπει να καταλάβουμε ότι μπορούμε να είμαστε ανταγωνιστικοί χωρίς να αναλαμβάνουμε απερίσκεπτους κινδύνους. Σήμερα, ο οικονομικός κίνδυνος να πέσουμε σε δυσμένεια είναι μεγαλύτερος από τον κίνδυνο χρηματοπιστωτικής αστάθειας», τονίζει για παράδειγμα η γαλλική πλευρά.
Το επιχείρημα αυτό είχε ήδη αφήσει το στίγμα του στην αμερικανική συζήτηση, με ένα χιλιοειπωμένο επιχείρημα της τραπεζικής πλευράς ότι η μεγαλύτερη ρύθμιση θα οδηγούσε σε έλλειψη διαθέσιμης τραπεζικής χρηματοδότησης. Ένα «λανθασμένο» επιχείρημα, λέει ο κ. Philipponnat. Η ύπαρξη πιο σταθερών και σταθερών τραπεζών δεν είναι σε καμία περίπτωση ασυμβίβαστη με τη χρηματοδότηση της οικονομίας ή των κυβερνήσεων. Αντιθέτως».
Η θέση αυτή δεν επιφυλάσσεται μόνο στους επικριτές του σημερινού ρυθμιστικού συστήματος: την Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου, η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Janet Yellen ολοκλήρωσε μια ομιλία της προς τους επαγγελματίες της αγοράς ομολόγων διαβεβαιώνοντας ότι «ένα ανθεκτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι ζωτικής σημασίας για μια ισχυρή οικονομία». Ταυτόχρονα, δήλωσε ότι οι προειδοποιήσεις ότι η ρύθμιση θα μπορούσε να «υπονομεύσει» την ανταγωνιστικότητα των αμερικανικών τραπεζών δεν είχαν επαληθευτεί.