Με την πανδημία να αποδεικνύεται μαραθώνιος, αντί για κατοστάρι, διαψεύστηκαν και όλες οι αρχικές προβλέψεις για το βάθος και τη διάρκεια της κρίσης, αλλά και για τα μέτρα που χρειάζονται για να στηριχθεί η οικονομία. Η ύφεση είναι ήδη μεγάλη και θα κρατήσει πολύ, όπως δυστυχώς, επιβεβαιώνουν και τα αποτελέσματα του τουρισμού που κινούνται σημαντικά κάτω των προσδοκιών.
Αυτό δημιουργεί έντονες πιέσεις στις επιχειρήσεις, ιδίως εκείνες που δεν έχουν ταμειακά αποθέματα, ούτε εύκολη πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό, ώστε να καλύψουν τις μεγάλες απώλειες τζίρου, που, όπως όλα δείχνουν, θα συνεχιστούν για αρκετούς μήνες ακόμα.
Και μπορεί τα διαδοχικά πακέτα στήριξης που “έτρεξε” η κυβέρνηση να έχουν αποτρέψει τα χειρότερα, ένα μπαράζ δηλαδή λουκέτων στην αγορά και δεκάδες χιλιάδες απολύσεις, ωστόσο αυτό το ενδεχόμενο θα επικρέμεται διαρκώς πάνω από τα κεφάλια μας, όσο δεν βρίσκονται μεσοπρόθεσμες λύσεις οι οποίες θα εγγυώνται τη βιωσιμότητα των χιλιάδων εταιρειών που βρίσκονται στο κόκκινο.
Κρίσιμος εδώ είναι ο ρόλος του τραπεζικού συστήματος. Γιατί καλά είναι τα κρατικά προγράμματα, όπως το ΤΕΠΙΧ ΙΙ και οι μη επιστρεπτέες ενισχύσεις, αυτά όμως μέχρι στιγμής έχουν φτάσει σε ένα πολύ μικρό μέρος των εταιρειών και όχι πάντα σε εκείνες με τις πιο επείγουσες ανάγκες.
Σίγουρα πάντως δεν αρκούν για να καλύψουν τα διογκούμενα χρηματοδοτικά ελλείμματα στην αγορά, όταν για παράδειγμα, υπάρχουν κλάδοι όπως ο τουρισμός και η εστίαση οι οποίοι χρειάζονται ρευστότητα που αγγίζει έως και το 55% του τζίρου τους.
Και μπορεί το τραπεζικό σύστημα να αύξησε, εν συνόλω, τη χρηματοδότηση προς την ιδιωτική οικονομία κατά 231 εκατ. ευρώ τον Αύγουστο (σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας) το ποσό αυτό ωστόσο, είναι σταγόνα στον ωκεανό των κεφαλαιακών αναγκών που εμφανίζουν οι επιχειρήσεις.
Έχουν όμως τη δυνατότητα οι τράπεζες να ανοίξουν τις στρόφιγγες του χρήματος, με δεδομένη την ακόμα, υψηλή έκθεσή τους σε κόκκινα δάνεια; Ασφαλώς τα πράγματα δεν είναι ρόδινα ούτε για τις τράπεζες και όποιος έχει καεί στον χυλό, φυσάει και το γιαούρτι. Τα κριτήρια με τα οποία δανείζουν είναι εξαιρετικά αυστηρά, με αποτέλεσμα οι εταιρείες που πληρούν τις προϋποθέσεις για νέα δάνεια αυτή τη στιγμή, να μην υπερβαίνουν τις 20 χιλιάδες, όπως ομολογούν ανώτερα τραπεζικά στελέχη.
Πολλές δε μάλιστα από αυτές δεν έχουν καν άμεση ανάγκη νέου δανεισμού, με αποτέλεσμα οι ενισχύσεις να μην φτάνουν ποτέ στην αγορά. Αντίθετα, οι 500 χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις που καίγονται για ρευστότητα, βρίσκουν συνήθως τις πόρτες κλειστές.
Χρειάζεται επειγόντως χαλάρωση των κριτηρίων και οι τράπεζες μπορούν να τη σηκώσουν, αφού πλέον διαθέτουν ενισχυμένη δύναμη πυρός. Το σχέδιο για την bad bank του κ. Στουρνάρα, που θα αφαιρέσει μια και καλή τα κόκκινα δάνεια από τους ισολογισμούς τους, βρίσκεται προ των πυλών. Επιπλέον, από την αρχή της πανδημίας έχουν ενισχυθεί από την ΕΚΤ (πρόγραμμα LTRO) με 36 δισεκατομμύρια ευρώ με αρνητικό επιτόκιο, ενώ τους τελευταίους μήνες αυξάνονται διαρκώς και οι καταθέσεις.
Η αύξηση των καταθέσεων μπορεί να είναι ευλογία για τις τράπεζες, δεν προμηνύει ωστόσο τίποτα το θετικό για την αγορά. Τα ποσά αυτά είναι κυρίως επενδύσεις και λειτουργικές ή καταναλωτικές δαπάνες που αναβλήθηκαν λόγω πανδημίας. Σε μια ελεύθερη οικονομία όμως, οι δαπάνες και οι επενδύσεις του ενός είναι ο τζίρος και τα έσοδα του άλλου και όταν εκλείπουν τα πρώτα, εξαφανίζονται και τα δεύτερα, επιτείνοντας την ύφεση.
Το ζητούμενο είναι οι πόροι αυτοί να κατευθυνθούν στους κλάδους και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που σηκώνουν το μεγαλύτερο βάρος από την πανδημία και να μην εξαντλούνται σε δανεισμό προς το δημόσιο ή τους μεγάλους ομίλους, οι οποίοι άλλωστε, έχουν πολλές άλλες δυνατότητες χρηματοδότησης. Ομοίως και τα 32 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης που εποπτεύει ο κ. Σκυλακάκης.
Κυρίως όμως, θα πρέπει να μπει ρήτρα επένδυσης/αξιοποίησης, ώστε να εξασφαλιστεί ότι τα χρήματα αυτά θα πέσουν άμεσα στην αγορά και δεν θα λιμνάζουν στα ταμεία των πιο ισχυρών επιχειρήσεων ή στις τράπεζες, ακυρώνοντας τη σκοπιμότητά τους.
Η ρήτρα επένδυσης στέλνει ένα σαφές μήνυμα: θα στηριχθούν γενναιόδωρα οι κλάδοι και οι εταιρείες με τις μεγαλύτερες ανάγκες, ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητά τους, δίνοντας παράλληλα, μια μεγάλη ανάσα στην αγορά που στενάζει από την έλλειψη ρευστότητας. Έτσι, κάθε ευρώ ενίσχυσης δημιουργεί πολλαπλάσια σε προϊόντα, μισθούς και κέρδη.
Λεφτά λοιπόν, μόνο σε όσους τα ξοδεύουν! Να ποια πρέπει να είναι η πυξίδα μας από δω και πέρα!
Ασφαλώς, δεν ισχυρίζεται κανείς να ανοίξουν οι κάνουλες του χρήματος προς όλους, δίχως όρους και προϋποθέσεις. Τουναντίον, οφείλουν και οι επιχειρήσεις να επανεξετάσουν το μοντέλο λειτουργίας τους με βάση τα νέα δεδομένα που δημιουργεί, όχι μόνο η πανδημία, αλλά και η κλιματική κρίση και η όλο και μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση του κοινού για το περιβάλλον, το κοινωνικό αποτύπωμα και τη χρηστή εταιρική διακυβέρνηση.
Να εντάξουν, με δύο λόγια, κανόνες ESG στη λειτουργία τους, να επενδύσουν περισσότερο στον ψηφιακό τους μετασχηματισμό και το ηλεκτρονικό εμπόριο, την ενεργειακή εξοικονόμηση και τη μείωση του λειτουργικού τους κόστους, μαζί με την αναβάθμιση των ικανοτήτων του προσωπικού τους.
Όλα αυτά όμως δεν μπορούν να γίνουν όσο οι εταιρείες παλεύουν μόνες τους να καλύψουν τα τρέχοντα ανοίγματα και τις ανελαστικές δαπάνες, σε μια αγορά που φυτοζωεί.
Απαιτείται, αντίθετα, καλύτερος συντονισμός και ακόμα πιο στενή συνεργασία ανάμεσα στο κράτος, τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις, ώστε να κινητοποιηθούν ταχύτερα οι διαθέσιμοι πόροι, να μοχλευτούν γενναία και να φτάσουν έγκαιρα εκεί όπου υπάρχει η μεγαλύτερη ανάγκη.
Και όλη αυτή η προσπάθεια πρέπει να οργανωθεί με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον. Η έγνοιά μας δεν πρέπει να είναι μόνο να περιορίσουμε τις συνέπειες της κρίσης, αλλά και να βελτιώσουμε την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, να εκσυγχρονίσουμε την οικονομία μας.
Γιατί κάθε κρίση εμπεριέχει κινδύνους, κρύβει όμως και ευκαιρίες για μια νέα αρχή σε πιο γερά θεμέλια. Χρέος μας είναι να αναμετρηθούμε με τους κινδύνους, αλλά και να εκμεταλλευτούμε τις ευκαιρίες. Στο χέρι μας είναι.
H άποψη δημοσιεύθηκε στο capital.gr από τον κ. Γιάννη Δέτση
* Ο κ. Γιάννης Δέτσης είναι Διευθύνων Σύμβουλος διαφημιστικής εταιρείας Choose Strategic Communication Partner