Στους περισσότερους Έλληνες η Λιβύη, η πιο κοντινή νότια γειτόνισσά μας, φέρνει αμέσως στο νου τον Μουαμάρ Καντάφι. Όχι άδικα.
Τα 42 χρόνια που πέρασε στην εξουσία (1969-2011) τον καθιστούν έναν από τους μακροβιότερους μη εστεμμένους ηγέτες κρατών. Η Λιβύη, δυστυχώς, μπήκε στην άμεση επικαιρότητά μας για τα καλά τα τελευταία χρόνια. Μας έσυρε να μπούμε κι εμείς σ’ έναν αδυσώπητο χορό διεθνών συμφερόντων, που μοιάζει πολύ με τον γύρο του θανάτου: Αγωνία, κίνδυνος και αμφιβολία αν θα βγουν όλοι ζωντανοί και αλώβητοι.
Το παράνομο τουρκο-λιβυκό μνημόνιο και η κάτι παραπάνω από επίσημη εμπλοκή της Τουρκίας σ’ αυτή τη διελκυστίνδα μας σπρώχνει να παρακολουθούμε από πολύ κοντά τις εξελίξεις σ’ αυτό το κράτος που έχει μεν πανάρχαια ιστορία, αλλά υπόσταση που δεν ξεπερνά τα μόλις 88 χρόνια! Η διχασμένη ιστορία του κράτους δίνει και απαντήσεις γιατί είναι τόσο δύσκολο να κολλήσουν τα κομμάτια, στα οποία έχει ντε φάκτο διαιρεθεί. Και γιατί αυτή η ισορροπία του τρόμου που βιώνουμε τον τελευταίο καιρό μπορεί, σε βάθος χρόνου, να την εξαφανίσει και εντελώς από τον χάρτη, και στη θέση της να βάλει δύο κράτη.
Χωρισμένοι από την αρχαιότητα
Από τα αρχαία χρόνια υπήρχε ένας σαφής διαχωρισμός της περιοχής που γνωρίζουμε σήμερα ως Λιβύη. Μετά τους Φοίνικες, που πρώτοι ίδρυσαν τα πρώτα λιμάνια-εμπορικούς σταθμούς, το δυτικό τμήμα περιήλθε στην επιρροή των Καρχηδόνιων και το ανατολικό είχε σαφέστατη σχέση με τους Έλληνες. Οι οποίοι τον 7ο αιώνα π.Χ. αποίκισαν την περιοχή και ίδρυσαν την πόλη της Κυρήνης, η οποία έδωσε το όνομά της σε ολόκληρη την περιοχή (Κυρηναϊκή).
Οι δύο περιοχές έπεσαν στα χέρια των Ρωμαίων, όμως συνέχισαν να διοικούνται διαφορετικά: Τα ανατολικά ως ρωμαϊκή επαρχία της Κρήτης και Κυρηναϊκής και τα δυτικά ως μέρος της μεγαλύτερης επαρχίας Νέας Αφρικής (που περιείχε κυρίως κομμάτια της σημερινής Αλγερίας). Μετά την αραβική κατάκτηση, οι περιοχές βρέθηκαν κάτω από διαφορετικές κρατικές οντότητες, αφού στα ανατολικά ήταν σαφής η αιγυπτιακή επιρροή. Το λιμάνι της Βεγγάζης συναγωνιζόταν σε σημασία και κίνηση το λιμάνι της Τρίπολης, που είχε ήδη ανθίσει στη δυτική πλευρά της χώρας.
Το 1551 η περιοχή της Τρίπολης έπεσε στα χέρια των Οθωμανών. Ο Τουργκούτ Ρεϊς ονομάστηκε πρώτος πασάς της Τρίπολης πέντε χρόνια αργότερα. Η περιοχή της Κυρηναϊκής στα ανατολικά βρισκόταν στη θεωρία ήδη κάτω από την κυριαρχία των Οθωμανών, που είχαν βάλει πόδι στην Αίγυπτο από το 1517. Τα πράγματα, όμως, στην περιοχή ήταν τόσο μπερδεμένα που κανείς δεν ήξερε στην ουσία ποιος ήταν υποτελής σε ποιον.
Μπέηδες και πασάδες, Κουλουγκλί και Σενούσι
Οι διάφοροι μπέηδες, πασάδες και γενίτσαροι που έκαναν κουμάντο σ’ αυτές τις απομακρυσμένες επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συχνά έβαζαν στο μυαλό τους να ακολουθήσουν πιο αυτόνομη πορεία. Ούτως ή άλλως η σχέση τους με τον Οθωμανό σουλτάνο ήταν δύσκολη, δεδομένου ότι οι ακτές υπήρξαν και για αιώνες ανεξέλεγκτα ορμητήρια πειρατών, οι οποίοι ρήμαζαν και το ευρωπαϊκό εμπόριο, αλλά πολλές φορές και το οθωμανικό. Το τοπωνύμιο «Μπαρμπαριά», που το συναντάμε ακόμα στην παράδοσή μας, σ’ αυτές τις ακτές αναφέρεται, τις γεμάτες από Βερβερίνους πειρατές.
O πληθυσμός, πάντως, αυτών των Οθωμανών στρατιωτικών, γενιτσάρων και διοικητικών αυξανόταν συνεχώς, σε σημείο τέτοιο που να σχηματίσει μια διακριτή εθνοτική ομάδα. Οι Κουλουγκλί, έτσι τους αποκαλούσαν, ήταν στην ουσία οι απόγονοί τους με ντόπιες γυναίκες. Επί αρκετές δεκαετίες οι Κουλουγκλί έχαιραν προνομιακής μεταχείρισης και είχαν προτεραιότητα στις διοικητικές και στρατιωτικές θέσεις.
Οι Γάλλοι είχαν πατήσει πόδι στην Αλγερία ήδη από το 1830, οι Βρετανοί κυριάρχησαν στην Αίγυπτο λίγο αργότερα λόγω της σημαντικότατης γι’ αυτούς διώρυγας του Σουέζ, αλλά με την Τριπολιτάνια (αυτό ήταν το όνομα της οθωμανικής επαρχίας) δεν ασχολήθηκε κανείς μέχρι την αυγή του 20ου αιώνα. Μετά από έναν σχετικά σύντομο Ιταλο-οθωμανικό πόλεμο (1911-12) οι Ιταλοί έγιναν κύριοι της Τρίπολης και σταδιακά επέκτειναν την κυριαρχία τους στη Βεγγάζη και στο νότο, στην περιοχή του Φεζάν, όπου κυριαρχεί βέβαια η έρημος Σαχάρα και κατοικείται από φυλές που δεν έχουν σχέση με τους παράκτιους.
Στην ανατολική περιοχή της σημερινής Λιβύης είχε ήδη ριζώσει και το θρησκευτικο-πολιτικό κίνημα των Σενούσι από τα τέλη του 19ου αιώνα. Οι Σενούσι, που πήραν το όνομά τους από τον ομώνυμο θεολόγο και πολιτικό ηγέτη (Μουχάμαντ ιμπν Αλί Ας Σενούσι), ιδρύθηκαν το 1837 για να καταπολεμήσουν την ολοένα και μειούμενη επιρροή (θρησκευτική και πολιτική) του ισλάμ στην περιοχή. Μπορεί να έχουν τις ρίζες τους στον μυστικισμό των σουφιστών, ωστόσο εξελίχθηκαν και πολιτικά, αφού ήταν η κυρίαρχη δύναμη στην Κυρηναϊκή.
Οι Σενούσι πολέμησαν και τους Γάλλους και τους Βρετανούς αποικιοκράτες στη Βόρεια Αφρική, προφανώς στράφηκαν και εναντίον των Ιταλών. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου οι Οθωμανοί, κατ’ όνομα κύριοί τους ακόμα, τους παρακίνησαν να χτυπήσουν την βρετανική Αίγυπτο, κάτι που όντως έκαναν μέχρι το 1916. Τότε σημειώθηκε αλλαγή στην ηγεσία τους. Ο εμίρης Αχμέντ Σαρίφ, υπό την ιταλική πίεση, εγκατέλειψε τον τίτλο του το 1916 και ανέλαβε ο Ιντρίς, ο 26χρονος ανηψιός του.
Πιστός φίλος των Βρετανών, ο Ιντρίς όχι μόνο σταμάτησε τις επιθέσεις στην Αίγυπτο, αλλά ζήτησε και την βρετανική παρέμβαση για να διατηρήσει τον τίτλο και τα προνόμιά του έναντι των Ιταλών που συνεχώς καταλάμβαναν εδάφη του. Οι Βρετανοί όντως τον αναγνώρισαν σαν εμίρη και οι Ιταλοί, παρ’ ότι δεν του έδωσαν καμία πολιτική εξουσία, τον αντιμετώπισαν σαν παραδοσιακό τοπικό φύλαρχο και δεν τον πείραξαν.
Ιταλοί οι σύγχρονοι «νονοί»
Από το 1912 η περιοχή οργανώθηκε σε ιταλική αποικία με το όνομα Ιταλική Βόρεια Αφρική. Από το 1927 ως το 1934 οι Ιταλοί χώρισαν την αποικία τους στα δύο, βλέποντας ότι τα δύο παράκτια κομμάτια δεν επικοινωνούσαν πολύ μεταξύ τους, έτσι γεννήθηκαν η Ιταλική Τριπολιτάνια και η Ιταλική Κυρηναϊκή. Στο ανατολικό τμήμα, από το 1923 κιόλας, είχε αναπτυχθεί αντάρτικο από τους Σενούσι και τον Ομάρ Αλ Μουχτάρ, που κράτησε εννέα χρόνια (ως το 1932) και σημαδεύτηκε από φρικιαστικές ακρότητες, τόσο από τη μεριά των ανταρτών, όσο κυρίως και από τις ιταλικές δυνάμεις κατοχής.
To 1934 τα τρία διαφορετικά κομμάτια που βρίσκονταν υπό ιταλική διοίκηση (Τριπολιτάνια, Κυρηναϊκή και Φεζάν, το οποίο παρέμενε «στρατιωτική περιοχή») ενώθηκαν σε μία διοικητική ενότητα. Ο Ίταλο Μπάλμπο, ο πρώτος διοικητής της περιοχής κι ένα από τα πιο προβεβλημένα στελέχη του μουσολινικού καθεστώτος, έριξε την ιδέα να ονομαστεί η περιοχή Λιβύη. Να επανέλθει, δηλαδή, στους χάρτες το όνομα της κλασσικής αρχαιότητας, με το οποίο οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν όλους τους κατοίκους της βόρειας Αφρικής πλην των Αιγυπτίων.
Οι κάτοικοι δεν αντέδρασαν, γιατί δεν τους αφορούσε, το θεώρησαν μία ακόμα εφεύρεση της ιταλικής διοίκησης. Η οποία έβαλε σκοπό μέχρι και να ιταλοποιήσει τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της περιοχής και αποφάσισε να μετονομάσει μέχρι και μικρά χωριά! Κανείς δεν περίμενε ότι το όνομα θα διατηρούνταν και θα γινόταν, μάλιστα, και ανεξάρτητο κράτος.
Η περιοχή της Λιβύης αποτέλεσε το θέατρο των περισσότερων μαχών στην περιοχή κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά την ανατροπή του Μουσολίνι και την προσχώρηση της Ιταλίας στους συμμάχους, προς στιγμή έπεσε στο τραπέζι η ιδέα να παραμείνει ιταλική αποικία, ενώ οι Γάλλοι είχαν βάλει ήδη χέρι στο Φεζάν και οι Βρετανοί είχαν προωθηθεί στην Κυρηναϊκή, με την ενεργή βοήθεια των Σενούσι, στους οποίους υποσχέθηκαν ανεξαρτησία. Πράγματι, από το 1947 ως το 1949 υπήρξε το εμιράτο της Κυρηναϊκής, με κεντρική φιγούρα τον Ιντρίς.
Συμφώνησαν και οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ!
Εκείνη τη στιγμή η πιθανότητα να παρουσιαστεί η Λιβύη ως ανεξάρτητο κράτος ήταν μηδαμινή. Οι Γάλλοι είχαν αρχίσει να αντιμετωπίζουν το Φεζάν ως μέρος του ενιαίου τμήματος της γαλλικής Βόρειας Αφρικής, η Κυρηναϊκή λειτουργούσε περίπου ως βρετανικό προτεκτοράτο. Μέχρι και οι Ιταλοί περιόριζαν τις βλέψεις τους στο να κρατήσουν την αποικιακή διοίκηση μόνο στην Τριπολιτάνια, εφ’ όσον διατηρούνταν το καθεστώς. Υπήρξε, μάλιστα, και σχετικό σχέδιο (με την ονομασία Μπέβιν – Σφόρτσα, από τα ονόματα των τότε υπουργών Εξωτερικών Βρετανίας και Ιταλίας).
Με την ανατροπή των συσχετισμών, όμως, διαφωνούσαν οι υπερδυνάμεις ΗΠΑ και ΕΣΣΔ. Η διατήρηση της «ενιαίας» Λιβύης ήταν ένα από τα ελάχιστα πράγματα, στο οποίο συμφώνησαν Αμερικανοί και Σοβιετικοί.
Έτσι, λοιπόν, τα τρία κομμάτια ενώθηκαν και πάλι το 1951, με την ονομασία «Ενωμένο Βασίλειο της Λιβύης» και βασιλιά τον Ιντρίς των Σενούσι. Το πρώτο σύνταγμα αναγνώριζε στα τρία κομμάτια (Τριπολιτάνια, Φεζάν, Κυρηναϊκή) αυτονομία, αλλά με αρκετά ασαφείς όρους. To βασίλειο είχε δύο πρωτεύουσες (Τρίπολη και Βεγγάζη) και λίγες φορές λειτούργησε ως ενιαίο κράτος. Μέχρι που ήλθε ο Καντάφι.
Τα 42 χρόνια του Καντάφι
Γεννημένος σ’ ένα μικρό χωριό έξω από τη Σύρτη, γόνος πάμπτωχης και χωρίς καμία επιρροή οικογένειας, ο Μουαμάρ Μουχάμαντ Αμπού Μινιάρ Αλ Καντάφι γράφτηκε στο πανεπιστήμιο της Βεγγάζης για να σπουδάσει ιστορία, αλλά σύντομα αποφάσισε να περάσει στο στρατό. Απασχολήθηκε ως αξιωματικός πληροφοριών κι αυτό τον ευνόησε να σχηματίσει μια ομάδα αξιωματικών, που το 1969 εκμεταλλεύθηκαν την αυξανόμενη λαϊκή οργή κατά του Ιντρίς και οργάνωσαν το πραξικόπημα που τον ανέτρεψε. Στα 27 του, ο υπολοχαγός τότε Καντάφι έγινε ένας από τους νεότερους ηγέτες της παγκόσμιας ιστορίας.
Στα 42 χρόνια που έμεινε στην εξουσία ο Καντάφι, αν μη τι άλλο, κράτησε τη χώρα ενωμένη με σιδερένια πυγμή. Οι συμπαθούντες το καθεστώς του εκθείαζαν το βιοτικό επίπεδο που τους πρόσφερε, οι αντιπαθούντες μιλούσαν για έναν στυγνό δικτάτορα με ευρύτερες βλέψεις να παίξει ρόλο στον αραβικό κόσμο, στην Αφρική, στη Μεσόγειο. Προσπάθησε πολύ να δώσει στη χώρα μια ενιαία μορφή, κατάργησε το ομοσπονδιακό σύστημα και κυνήγησε τους Σενούσι. Όπως φάνηκε αργότερα, όμως, δεν τα κατάφερε.
Το πουλόβερ του καθεστώτος Καντάφι άρχισε να ξηλώνεται από τη Βεγγάζη. Οι αρχικές μαζικές διαδηλώσεις, που ξεκίνησαν το Φεβρουάριο του 2011, σταδιακά πήραν τη μορφή εμφυλίου πολέμου. Το Εθνικό Μεταβατικό Συμβούλιο της Λιβύης, που συστήθηκε μετά από λίγους μήνες στη Βεγγάζη, έγινε το αντίπαλο δέος του κανταφικού καθεστώτος. Ο ίδιος ο Καντάφι, αφού υποχώρησε στο προπύργιό του τη Σύρτη όταν έπεσε η Τρίπολη στο τέλος Σεπτεμβρίου, τελικά συνελήφθη από τους αντάρτες, οι οποίοι χτύπησαν και τον μαχαίρωσαν μέχρι θανάτου στις 20 Οκτωβρίου.
Σάρατζ – Χαφτάρ, το γαϊτανάκι του πολέμου
Μετά την κατάρρευση του Καντάφι, η χώρα δεν έχει γνωρίσει στην ουσία μια ενιαία διοίκηση. Τα τρία κομμάτια έχουν έλθει πάλι στο προσκήνιο, πιο αυτόνομα παρά ποτέ. Στην εξαετία 2014-2020 η χώρα βίωσε μια αιματηρή εμφύλια σύγκρουση, με δύο μετα-κανταφικές φατρίες να ερίζουν για τον έλεγχο όλης της χώρας. Αυτό που μπερδεύει περισσότερο τα πράγματα είναι ότι αμφότερες οι πλευρές έχουν διεθνή υποστήριξη.
Από τη Βεγγάζη αναδείχτηκε ο στρατάρχης Χαλίφα Χαφτάρ, τον οποίο αναγνωρίζει και υποστηρίζει και η ελληνική πλευρά. Γενικά οι περισσότερες χώρες της διεθνούς κοινότητας, μαζί και οι ΗΠΑ και η Ρωσία, αυτόν αναγνωρίζουν ως διοικητή του Εθνικού Στρατού και εκπρόσωπο του εκλεγμένου κοινοβουλίου της χώρας, αν και οι τελευταίες εκλογές έγιναν το 2014. O Χάφταρ, γεννημένος στην Κυρηναϊκή, για την ώρα απορρίπτει μετά βδελυγμίας οποιοδήποτε σενάριο διαμελισμού της χώρας. Όσο βλέπει, όμως, την κατάσταση να παγιώνεται, προφανώς θα ήθελε να κρατήσει το πιο ανεπτυγμένο ανατολικό κομμάτι, στο οποίο βρίσκονται τα μεγαλύτερα πετρελαϊκά αποθέματα και διυλιστήρια.
To αντίπαλο δέος είναι ο Φαγέζ Αλ Σάρατζ, ο οποίος φέρει το αξίωμα του πρωθυπουργού Η κυβέρνησή του, με έδρα την Τρίπολη, αναγνωρίζεται από τον ΟΗΕ και στηρίζεται τόσο από την Τουρκία του Ερντογάν, όσο και από το Κατάρ. Εκτός από τα τεράστια οικονομικά, πετρελαϊκά και γεωπολιτικά συμφέροντα στην περιοχή, η Τουρκία βρήκε την ευκαιρία να προωθήσει και το μετα-οθωμανικό της προφίλ. Η οικογένεια του Σάρατζ, άλλωστε, ανήκει στην εθνοτική ομάδα των Κουλουγκλί, οι οποίοι μπορούν να επικαλεστούν μέχρι και μακρινή συγγένεια με τους Οθωμανούς.
Και το Φεζάν; Για την ώρα λίγοι ασχολούνται με την άνυδρη περιοχή στα νότια της χώρας και την τύχη της. Εκεί, πάντως, βρίσκεται το μεγαλύτερο πετρελαϊκό κοίτασμα της χώρας, το Ελ Σαράρα με απόθεμα 3 δισεκατομμυρίων βαρελιών, τα οποία όμως χρησιμοποιούνται για τοπική χρήση. Η ισπανική εταιρία Repsol, που εκμεταλλεύεται το κοίτασμα, έχει διαρκώς αυξανόμενα προβλήματα με τις ντόπιες φυλές των Τουαρέγκ και των Τούμπου, οι οποίοι αποφασίζουν για τη λειτουργία ή μη των εγκαταστάσεων ώστε να πιέσουν καταστάσεις.
H κυβέρνηση του Σάρατζ και η Τουρκία του Ερντογάν υπέγραψαν μνημόνιο το Νοέμβριο του 2019, με το οποίο αναγνωρίζουν τις ΑΟΖ (Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες) τους. Η συμφωνία έχει καταγγελθεί από την Ελλάδα ως παράνομη, δεδομένου ότι το μνημόνιο αναγνωρίζει ως ΑΟΖ της Τουρκίας χερσαίες και θαλάσσιες περιοχές που ανήκουν στη χώρα μας, σύμφωνα με όλες τις διεθνείς συνθήκες, αλλά και το Δίκαιο της Θάλασσας. Τον Οκτώβριο του 2022 οι δύο πλευρές προχώρησαν τη συμφωνία τους ένα βήμα παρακάτω, αφού βάσει των όσων υπογράφτηκαν η Τουρκία έλαβε την άδεια να ξεκινήσει «κοινές» έρευνες για υδρογονάνθρακες στην λιβυκή ΑΟΖ. Η φωτιά πλησιάζει ακόμα περισσότερο στο φυτίλι.
Η Λιβύη είναι μπροστά σ’ ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Το κράτος που δημιουργήθηκε με το ζόρι δεν κόλλησε. Η διεθνής κοινότητα, ειδικά τα τελευταία χρόνια, δεν ευνοεί τους διαμελισμούς. Προτιμά τις συναινετικές λύσεις κι αυτό προσπαθεί ακόμα να κάνει, να φέρει Σάρατζ και Χαφτάρ στο ίδιο τραπέζι, να συμφωνήσουν σ’ έναν τρόπο λειτουργίας και να συμμετάσχουν μαζί σε ελεύθερες εκλογές.
Από την άλλη, η χώρα λειτουργεί χρόνια τώρα με δύο αναγνωρισμένες θεσμικές οντότητες, πάνω στις οποίες διάφοροι έχουν στηρίξει συμφέροντα δισεκατομμυρίων.
Θα είναι πολύ δύσκολο οι χαμένοι της εκλογικής διαδικασίας να αποδεχτούν ως τετελεσμένη την ήττα τους. Ολοένα και περισσότεροι σκέφτονται το σενάριο μιας λύσης δύο κρατών, στα οποία οι «πάτρονες» θα κάνουν κουμάντο όπως έχουν σχεδιάσει. Ο γεωγραφικός και αφηρημένος όρος «Λιβύη» θα μπορούσε να επιστρέψει στη λήθη, από την οποία ανασύρθηκε βιαστικά έναν αιώνα πριν.