Μετά το Brexit κύριος προορισμός της σύγχρονης ελληνικής μετανάστευσης παραμένει η Βρετανία. Από κοινού με τη Γερμανία φιλοξενούν τους μισούς όσων έφυγαν κατά την περίοδο της κρίσης, με τη διαφορά ότι οι νέοι προτιμούν με συντριπτική διαφορά τη Βρετανία.
Αν και παραπάνω από 200.000 πολίτες της Ευρωπαϊκής Ενωσης εγκατέλειψαν συνολικά το Ηνωμένο Βασίλειο ωθούμενοι από το Brexit, τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι οι Ελληνες παρέμειναν. Η «ελευθερία», όμως, όπως έχει πολλάκις αποκαλέσει ο Βρετανός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον την απόσχιση από το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, δεν ήρθε δίχως κόστος για τη χώρα. Αυτό είναι ήδη αισθητό σε πολλές και διαφορετικές πτυχές της καθημερινότητας: τη μετακίνηση, την τροφοδοσία, τις υπηρεσίες και το λιανικό εμπόριο, κυρίως εξαιτίας των ελλείψεων εργατικού δυναμικού.
Η νέα πραγματικότητα, όμως, δεν είχε την ίδια επίπτωση και στην έντονη ελληνική παρουσία στη νέα πορεία της Μεγάλης Βρετανίας. Η προτίμηση που επιδεικνύουν οι Ελληνες για το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει αλλάξει. Συνεχίζει ακάθεκτη με ή χωρίς Brexit. Ενδεικτικό είναι ότι 135.000 Ελληνες έσπευσαν να ζητήσουν καθεστώς προσωρινής διαμονής (pre-settled status). Ο αριθμός εντυπωσιάζει. Μπορεί να υπάρχουν καταγεγραμμένοι Ελληνες σε 140 χώρες εκτός Ελλάδος, αλλά η Βρετανία παραμένει στις πρώτες θέσεις ως προς τη μεγάλη συγκέντρωσή τους. Σύμφωνα με το δημαρχείο του Λονδίνου, εντοπίζονται 300.000 Ελληνες μονάχα στην περιφέρειά του.
Στο νούμερο αυτό συμπεριλαμβάνονται οι φοιτητές, όσοι ζουν μόνιμα έχοντας λάβει τη βρετανική υπηκοότητα, αλλά και όσοι έχουν απλώς αιτηθεί προσωρινή παραμονή. Το τελευταίο μεγάλο κύμα από την Ελλάδα προς την Αγγλία σημειώθηκε μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, η οποία οδήγησε και στη σκοτεινή περίοδο που έγινε γνωστή ως «μνημονιακά χρόνια». Ειδικά από το 2010 και μετά παρατηρήθηκε αυξητική τάση της μεταναστευτικής ροής προς τη Βρετανία, η οποία -με βάση τις εγγραφές που γίνονται για την έκδοση του Αριθμού Εθνικής Ασφάλειας- τετραπλασιάστηκε σε σύγκριση με τα χρόνια που προηγήθηκαν της κρίσης. Τη δύσκολη, όμως, περίοδο όπου η Ελλάδα λύγισε, με την ανεργία να εκτοξεύεται και τις ευκαιρίες εργασιακής αποκατάστασης να εκμηδενίζονται, σχεδόν μισό εκατομμύριο Ελληνες πολίτες, κατά κανόνα κάτοχοι μεταπτυχιακού και διδακτορικού, έφυγαν από τη χώρα αναζητώντας ευκαιρίες στην επαγγελματική αποκατάσταση και πολλοί από αυτούς κατέληξαν στην Αγγλία. Η ροή συνεχίστηκε μέχρι και το 2016.
Παραδόξως, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος υπέρ της εξόδου της Βρετανίας από την Ε.Ε. δεν πτόησε τους Ελληνες, οι οποίοι συνέχισαν να βλέπουν ως θελκτικό προορισμό το Ηνωμένο Βασίλειο. Καταλυτικός παράγοντας στη διαχρονική αυτή σχέση είναι το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων μεταναστών που βρέθηκε εκεί είναι υψηλής εκπαίδευσης. Σύμφωνα με στοιχεία, το ποσοστό είναι ιδιαίτερα υψηλό: 78%. Ετσι, δεν φοβήθηκαν να διεκδικήσουν την παραμονή τους, όπως είχαν το δικαίωμα όλοι όσοι βρίσκονταν στη χώρα πριν από το 2020, με αποτέλεσμα οι Ελληνες της Βρετανίας να ανταποκριθούν μαζικά στη διαδικασία για την καταγραφή των πολιτών της Ε.Ε. στη βρετανική επικράτεια, αποδίδοντας σε όσους πληρούσαν τα κριτήρια καθεστώς μόνιμου ή προσωρινά διαμένοντος (settled ή pre-settled status). Εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνες κατέθεσαν τη σχετική αίτηση προκειμένου να συνεχίσουν τη διαβίωσή τους εκεί. Πρόκειται για την κατοχύρωση της παραμονής τους για πέντε έτη με μια σχετικά απλή αίτηση, η οποία δίνει το δικαίωμα να γίνει η Βρετανία μόνιμη κατοικία, αποκτώντας το λεγόμενο «settle status». Το υπουργείο Εσωτερικών της χώρας είχε λάβει μέχρι το τέλος του περασμένου Μαρτίου 117.300 αιτήσεις από Ελληνες πολίτες. Σήμερα αυτό έχει αυξηθεί κατά πολλές χιλιάδες.
Eπίσημα στοιχεία
Από τα στοιχεία των προηγούμενων μηνών, οι 107.500 εξ αυτών βρίσκονταν στην Αγγλία, οι 7.470 στη Σκωτία, οι 1.810 στην Ουαλία και 520 στη Βόρεια Ιρλανδία. Από αυτές τις αιτήσεις 40.270 επικαιροποιήθηκαν με settled status, 71.440 παραμένουν σε καθεστώς αναμονής pre-settled status, 980 δεν έγιναν δεκτές, 990 αποσύρθηκαν και 590 απορρίφθηκαν ως άκυρες. Με βάση τα στοιχεία από το Labour Force Survey, προκύπτει ότι η πλειονότητα των Ελλήνων στη Βρετανία (60%) εργάζεται σε επαγγέλματα που ανήκουν στα υψηλού κύρους, όπως γιατροί, δικηγόροι, ακαδημαϊκοί, οικονομολόγοι και χρηματιστές. Το «ελληνικό άρωμα», όμως, δεν λείπει και από τα καλύτερα εστιατόρια του Λονδίνου.
Πραγματικά, εντυπωσιάζει το γεγονός ότι είναι σχεδόν αδύνατο να απολαύσει κανείς το δείπνο του σε κάποια από τα πιο πολυτελή και διακεκριμένα με αστέρια Μισελέν εστιατόρια, δίχως να ακούσει ελληνικά. Χιλιάδες εργαζόμενοι είναι από την Ελλάδα. Στο «Zuma» με τη γιαπωνέζικη κουζίνα εντοπίζει κανείς δεκάδες. Στο «Nusret» και οι 57 εργαζόμενοι του εστιατορίου στη Μύκονο μετεγκαταστάθηκαν στο Λονδίνο. Στο περίφημο «Novikov» τα «καλησπέρα» και «καληνύχτα» περισσεύουν! Στο «Koya» με την πολυδιαφημισμένη γιαπωνέζικη κουζίνα οι Ελληνες φτάνουν τους 17. Στο στέκι των επωνύμων «Amazonico», επίσης, παρατηρεί κανείς μια κάποιου είδους ελληνική επέλαση, όπως και στο επίσης γνωστό «Hakkasan» στο Μέιφερ στην ανατολική άκρη του Χάιντ Παρκ. Οσο περνάνε τα χρόνια, όμως, πληθαίνουν και αυτά της χαμηλής εξειδίκευσης.
Οσοι Ελληνες φτάνουν στη χώρα προέρχονται από διάφορα κοινωνικά στρώματα. Μπορεί οι Ελληνες να μη γύρισαν την πλάτη τους στη Βρετανία λόγω του Brexit, αλλά η αποχώρησή της από την ευρωπαϊκή οικογένεια είναι τόσο σύμπτωμα όσο και αιτία πολλών προβλημάτων που ταλανίζουν τη χώρα. Πρόκειται, άλλωστε, για μια περίοδο μετάβασης. Μεταξύ άλλων, και σε νέα εργασιακά καθεστώτα. Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι χώρα όπου η παράδοση και ο μοντερνισμός πάνε χέρι με χέρι. «Μοντερνιστική επανάσταση με όλες τις συμβάσεις του παρελθόντος», είχε χαρακτηρίσει κάποτε ο Ουίνστον Τσόρτσιλ την τάση που διαπερνά τη χώρα στον πυρήνα της και διαχέεται σε κάθε άκρο της. Το ακανόνιστου σχήματος νησί, το οποίο αποκολλήθηκε από τη Βορειοδυτική Ευρώπη τείνει να καινοτομεί παραμένοντας συνάμα προσκολλημένο στις παραδόσεις του. Είναι μία από τις ιδιαιτερότητες που το καθιστούν ελκυστικό και σημείο αναφοράς. Μετά και την επίσημη αποχώρησή του από την Ευρωπαϊκή Ενωση, όμως, βίωσε θεμελιώδεις αλλαγές και ανακατατάξεις, οι οποίες συνεχίζουν να αποτυπώνονται στην καθημερινότητά του.
Τα προβλήματα στην αλυσίδα εφοδιασμού, που έκαναν από νωρίς την εμφάνισή τους λόγω ελλείψεων, δεν είναι η μοναδική επίπτωση στην αγορά. Αντιθέτως, προβληματικές είναι και οι ελλείψεις σε ό,τι αφορά το ανθρώπινο δυναμικό. Υπολογίζεται ότι η Βρετανία έχει άμεση ανάγκη από περίπου 2 εκατομμύρια εργαζομένους. Πρόκειται για τεράστιο κενό που δημιουργήθηκε μετά τη μαζική φυγή αλλοδαπών εξαιτίας του Brexit. Το νέο καθεστώς εμποδίζει άλλους ανειδίκευτους εργάτες να αντικαταστήσουν όσους αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στη γενέτειρά τους. Δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι η Βρετανία είναι μια χώρα η οποία έχει ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά ανεργίας (4,6%), αδυνατώντας έτσι να καλύψει τον όγκο της ζήτησης εργαζομένων.
Σήμερα οι ελλείψεις παρατηρούνται κυρίως σε χαμηλά αμειβόμενες θέσεις. Αυτές, όμως, είναι που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της εκεί οικονομίας, το γρανάζι που επέτρεπε στη μηχανή να λειτουργεί ομαλά. Τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα… Αυτή η ομαλότητα, όμως, διασαλεύτηκε, με τη βρετανική κυβέρνηση να προσπαθεί να λύσει το πρόβλημα εκδίδοντας χιλιάδες προσωρινές βίζες σε επαγγελματίες οδηγούς φορτηγών, κρεοπώλες, εργάτες της γης και σε άλλες παρόμοιες ειδικότητες.Μόνο στον τομέα των μεταφορέων υπήρξαν τουλάχιστον 100.000 κενές θέσεις εργασίας, οι οποίες και δημιούργησαν καθυστερήσεις, προβλήματα και αναταραχή. Ειδικά η έλλειψη οδηγών φορτηγών έχει διαταράξει τη ροή παράδοσης αγαθών, με αποτέλεσμα να υπάρχουν άδεια ράφια σε καταστήματα λιανικής, καθυστερήσεις στα λιμάνια και στεγνά βενζινάδικα.
Προσφορά εργασίας
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, περισσότερες από 7.500 νέες προσφορές εργασίας για μεταφορείς έχουν δημοσιευτεί σε διάστημα μόλις μιας εβδομάδας. Μερικές εξ αυτών με μισθούς που ξεπερνούν τα 55.000 ευρώ ετησίως λόγω της υψηλής ζήτησης. Ενδεικτικό παράδειγμα της πρόσκαιρης ανωμαλίας στην αγορά είναι η εταιρεία Uber. Η εφαρμογή ιδιωτικής μετακίνησης έχει φανατικούς χρήστες και στο Ηνωμένο Βασίλειο χάρη στην άμεση ανταπόκριση. Πλέον όμως δυσκολεύεται κανείς να βρει οδηγό Uber, τουλάχιστον σε ώρα αιχμής. Και αυτό επειδή οι ανεξάρτητοι αυτοαπασχολούμενοι και ελάχιστα προστατευμένοι οδηγοί μετατράπηκαν εν μια νυκτί σε είδος πολυτελείας. Εξ ου και τους απορρόφησε η Amazon με εντυπωσιακότερους μισθούς. Σε μια προσπάθεια να επαναπροσελκύσει οδηγούς, η Uber προχώρησε, για πρώτη φορά από το 2017, σε αυξήσεις τιμών στο Λονδίνο κατά 10%, ενώ κατά 25% θα αυξηθεί και η προμήθεια για τις μεταφορές από και προς τα αεροδρόμια της βρετανικής πρωτεύουσας. Η απόφαση ελήφθη με στόχο να ανεβάσει η εταιρεία τον τζίρο της ανεβάζοντας στη συνέχεια και τους μισθούς. Τα ίδια και χειρότερα ισχύουν και στη μεγαλύτερη εταιρεία ταξί, η οποία επίσης προσπαθεί να δελεάσει επαγγελματίες οδηγούς. Η Addison Lee προσφέρει μισθό 5.000 λίρες, με την προϋπόθεση ότι οι οδηγοί θα πραγματοποιούν 140 διαδρομές.
Μεγάλες αλλαγές
Στον απόηχο της πανδημίας, πολλές ακόμα είναι οι επιχειρήσεις που αρχίζουν να αισθάνονται την πίεση και προσπαθούν να καλύψουν τις απαραίτητες για την εύρυθμη λειτουργία τους θέσεις εργασίας. Με διευρυμένο ωράριο και δυνητικά μεγαλύτερο κίνδυνο έκθεσης στον COVID-19, το φυσικό λιανικό εμπόριο έχει πληγεί ιδιαίτερα. Ακόμα και η αγορά πολυτελών ειδών, ένας κλάδος στον οποίο ξεχωρίζει το Λονδίνο με τους εμπορικούς δρόμους και τα επώνυμα μαγαζιά, έχει υποστεί οφθαλμοφανείς αλλαγές.
Υπάρχουν τόσες κενές θέσεις εργασίας που δεν μπορεί κάποιος πελάτης να εξυπηρετηθεί άμεσα δίχως ραντεβού. Κάποια μάλιστα από τα πιο γνωστά καταστήματα πολυτελών ειδών διώχνουν τους πελάτες ζητώντας τους να κλείσουν ραντεβού. Ο συνδυασμός πανδημίας και Brexit αναδεικνύει το πρόβλημα ιδιαίτερα στη Βρετανία. Φαίνεται, όμως, ότι αυτό δεν περιορίζεται εκεί. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, η απασχόληση στο λιανικό εμπόριο μειώθηκε κατά 29.000 θέσεις τον φετινό Αύγουστο, ενώ η μείωση από τον Φεβρουάριο του 2020 ανέρχεται σε 285.000 θέσεις εργασίας, σύμφωνα με το Γραφείο Στατιστικών Εργασίας.
Περισσότερες από 4.000 απώλειες θέσεων εργασίας εντοπίζονται στον τομέα ένδυσης και αξεσουάρ. Αυτό εξηγείται από το κλείσιμο πολλών καταστημάτων λόγω του lockdown, καθώς και από την εκτεταμένη στροφή στο ηλεκτρονικό εμπόριο. Το λιανικό εμπόριο στην Ευρώπη ακολούθησε παρόμοια πορεία, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat. Η έλλειψη εργαζομένων ειδικά στο Ηνωμένο Βασίλειο οδηγεί σε αύξηση μισθών. Οι εργαζόμενοι στο Λονδίνο πλέον απαιτούν 30% υψηλότερες αποδοχές απ’ ό,τι πριν από τον COVID-19, σχολιάζει ο διευθύνων σύμβουλος της Luxury Recruit, με έδρα στο Λονδίνο, Μοχάμεντ Μίρζα. Επίσης, ζητούν επανεξέταση και των ωρών εργασίας, καθώς θεωρούν υπερβολικά πολλές τις ώρες που εργάζονται. Τα πολυκαταστήματα, μάλιστα, δεν αποκλείεται να αναγκαστούν να αλλάξουν τα παρατεταμένα ωράρια λειτουργίας. Κι αυτό επειδή πολλοί υποψήφιοι εργαζόμενοι δεν θέλουν να τελειώνουν την εργασία τους στις 10 το βράδυ από την Oxford Street τις Παρασκευές, επιστρέφοντας σπίτι τους μετά τα μεσάνυχτα. Αλλες επιχειρήσεις πάλι αναγκάζονται να στραφούν στη διαδικασία πρόσκλησης εργαζομένων από την Ευρώπη. Η νομοθεσία και η γραφειοκρατία μετά το Brexit, όμως, δεν ευνοούν την πρακτική αυτή.
Και στη Γαλλία, πάντως, οι κολοσσοί ειδών πολυτελείας ανησυχούν για την κατακόρυφη μείωση προσφοράς εργασίας. «Υπάρχει έλλειψη ταλέντων στους τομείς του λιανικού εμπορίου, της φιλοξενίας και των δερμάτινων ειδών», δήλωσε η Σαντάλ Γκέμπερλ, διευθύντρια Ανθρώπινου Δυναμικού της LVMH. Το πρόβλημα εστιάζεται στη δυσκολία διασφάλισης ικανού και επαρκούς εργατικού δυναμικού για να διατηρηθεί η εκρηκτική ζήτηση για είδη πολυτελείας.
Η έλλειψη εργατικού δυναμικού, οι διογκωμένες τιμές φυσικού αερίου και τα προβλήματα στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα, το οποίο μπορεί να πλήττει περισσότερο το Ηνωμένο Βασίλειο λόγω Brexit, αλλά σίγουρα δεν περιορίζεται εκεί…