Επιστήμονες του πανεπιστημίου του St Andrews κατάφεραν να λύσουν το μυστήριο της προμνησίας ή deja vu, όπως έχει επικρατήσει διεθνώς να λέγεται η παράξενη αίσθηση που έχει κανείς όταν ζει κάτι το οποίο πιστεύει ότι έχει βιώσει και στο παρελθόν.
Όπως διαβεβαιώνουν, το φαινόμενο αυτό δεν κρύβει στην πραγματικότητα τίποτα μεταφυσικό, καθώς δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από μία απλή λειτουργία, κατά την οποία ο εγκέφαλος ελέγχει την ορθότητα των διαφόρων αναμνήσεων που έχει.
Ο Ακίρα Ο’ Κόνορ και οι συνεργάτες του χρησιμοποίησαν τη μέθοδο της λειτουργικής απεικόνισης μαγνητικού συντονισμού για να μελετήσουν τους εγκεφάλους 21 εθελοντών, αφότου τους υπέβαλαν στη μέθοδο του Τζόσι Ούρκουχαρτ, που γεννά την αίσθηση του deja vu. Όπως διαπίστωσαν, αυτό που φάνηκε να προκαλεί το παράξενο φαινόμενο είναι η λειτουργία κατά την οποία οι μετωπιαίες περιοχές του εγκεφάλου ελέγχουν τις αποθηκευμένες μνήμες και αποστέλλουν σήματα αν διαπιστώσουν κάποιο λάθος.
«Οι περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με την ασυμφωνία αναμνήσεων και όχι με τις εσφαλμένες μνήμες είναι αυτές που υποκινούν την εμπειρία του deja vu» εξηγεί ο Ο’ Κόνορ, επισημαίνοντας ότι αυτό με τη σειρά του εξηγεί γιατί η συχνότητα του φαινομένου φθίνει με την ηλικία, παρά το γεγονός ότι οι εσφαλμένες μνήμες πληθαίνουν όσο μεγαλώνουμε. «Δεν πρόκειται για λάθος, αλλά για την πρόληψη ενός λάθους» προσθέτει.
Όσο για τους ανθρώπους που δεν βιώνουν deja vu, ο ερευνητής υποστηρίζει ότι μπορεί απλά να έχουν καλύτερο σύστημα μνήμης. «Αν δεν παρουσιάζουν σφάλματα μνήμης, τότε δεν διαθέτουν πυροδότη για deja vu» απάντησε σε όσους βιάστηκαν να αμφισβητήσουν τα αποτελέσματα της μελέτης του, τα οποία παρουσίασε στο Διεθνές Συνέδριο Μνήμης στην Ουγγαρία.