Γράφει ο Βασίλης Μπαλάφας
Πιάνω το νήμα από εκεί που το αφήσαμε στο άρθρο με τίτλο «Η διπλή κρίση της Νέας Δημοκρατίας» στα τέλη Μαΐου 2015. Η τελευταία παράγραφος ανέφερε : «Η διπλή κρίση [της ΝΔ] είναι ότι πολιτικά έχει συμπεριφερθεί σε αρκετές περιπτώσεις με όρους καιροσκοπισμού και από την άλλη πλευρά δεν μπορεί και δεν φαίνεται να θέλει να ακούσει την κοινωνία και το στελεχιακό της δυναμικό. Και τα δύο αυτά χαρακτηριστικά έρχονται σε αντίθεση με ένα πλεονέκτημα που είχε για δεκαετίες. Τη συνέπεια θέσεων και αρχών. Οφείλει άμεσα να επιστρέψει από τον «αναγκαστικό καθολικισμό» στο ριζοσπαστικό κοινωνικό φιλελευθερισμό. Πρώτα για το συμφέρον του τόπου και μετά για το δικό της.».
Από τότε μέχρι σήμερα μεσολάβησαν ένα διφορούμενο δημοψήφισμα τον Ιούλιο και Εθνικές Εκλογές το Σεπτέμβριο, οι δεύτερες εντός του 2015. Μεσολάβησαν η παραίτηση Σαμαρά από την ηγεσία της ΝΔ, η ανάληψή της από τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη και ένα 28,1 % απέναντι στον αγνώριστο πια σήμερα ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα που συγκέντρωσε 35,46 %. Αν αναλογιστεί κανείς τον άκρατο λαϊκισμό και τη μονοδιάστατη συνθηματολογία του Τσίπρα περί «παλιού και νέου» την ώρα που ο Μεϊμαράκης καλούσε σε Εθνική συνεννόηση και στη δημιουργία Εθνικού Σχεδίου για την έξοδο από την κρίση, το ποσοστό της ΝΔ φαντάζει αξιοπρεπές. Αν συνυπολογίσουμε ότι ακόμα δεν είχε εμφανιστεί στο TaxisNET ο ΕΝΦΙΑ, ότι δεν είχαν καν περιγραφεί τα μέτρα της νέας συμφωνίας περί συντάξεων και φορολόγησης, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πήγαινε με την κεκτημένη ταχύτητα των εκλογών του Ιανουαρίου και το θυμικό των δήθεν «λεονταρισμών» στην ΕΕ, τότε αυτό το 28,1 % μπορεί να αποτελεί μια ισχυρή βάση ανθρώπων που δεν παρασύρθηκαν από κούφιες κορώνες και ανεδαφικά προγράμματα όπως αυτό της Θεσσαλονίκης.
Είναι ένα ποσοστό που συνειδητά ψήφισε ΝΔ, όχι από θυμό, όχι με διάθεση αφορισμού, χωρίς λογική αναθέματος, ακόμα και αν το έκανε υπό το σκεπτικό της πιο «κοντινής» πολιτικής επιλογής. Κατά την άποψή μου, αυτοί είναι και οι άνθρωποι που δικαιωματικά στην παρούσα φάση θα έπρεπε να επιλέξουν τον επόμενο Πρόεδρο της ΝΔ αν αποδεχθούμε τις «μαζικές» διαδικασίες για τις οποίες έχω πολλές ενστάσεις αλλά αυτό θα το αναλύσουμε κάποια άλλη φορά. Εκ των πραγμάτων, αυτοί είναι και οι άνθρωποι που δυνητικά θα εργαστούν – αν εμπνευστούν – για να ξαναγίνει η ΝΔ πλειοψηφικό ρεύμα στην κοινωνία, αυτοί αποτελούν πια τους πολλαπλασιαστές του νέου προτάγματος που θα πρέπει να διαμορφωθεί μετά το πέρας των βαθιών αλλαγών που χρειάζεται να γίνουν στη ΝΔ.
Η επιτυχία του Μεϊμαράκη μέχρι τις εκλογές ήταν ότι κατόρθωσε η ΝΔ να μη χάσει την πυξίδα της, τον πολιτικό της προσανατολισμό και κυρίως, έστω και επιφανειακά, την επανέφερε στον πολιτικό χώρο που περιγράφει η ιδρυτική της διακήρυξη. Κατόρθωσε η ΝΔ να μη δείχνει σαν ένα ελικόπτερο που στροβιλίζεται όταν χάνει το στροφείο της ουράς και να μη μοιάζει με ανεμοδούρα που κινείται από τον αέρα της επιδίωξης της εξουσίας με κάθε μέσο, με κάθε τρόπο, με κάθε έκπτωση ή ποντάρισμα. Σήμερα, την οδηγεί σε μια διαδικασία ανάδειξης νέου Προέδρου, με αρκετά ανοιχτά ζητήματα, αλλά με τη νηνεμία ενός ποσοστού που δημιουργεί προσδοκίες και δεν φαντάζει με ένα μέγιστο δυνατό «ταβάνι». Μάζεψε ιδεολογικοπολιτικά το κόμμα, έβαλε προσχώματα στο δημόσιο λόγο που έρεπε είτε στα στενά όρια επιδιωκόμενων προσωπικών δικαιώσεων, είτε στα όρια των αντίρροπων λαϊκισμών. Και το κατάφερε με όρους ενωτικούς, με όρους ανασύνθεσης και όχι αποκλεισμών ή ξεκαθαρίσματος, χωρίς αυλάρχες, αυλοκόλακες και λοιπά συμπαρομαρτούντα . Χωρίς παχιά λόγια για δήθεν «σφουγγάρια» και «επιστροφές στο σπίτι» με λογική μπούγιου.
Ο ίδιος αποφάσισε να είναι υποψήφιος για την Προεδρία. Δικαιωματικά το έπραξε και κανείς δεν μπορεί να εμφανίσει ενστάσεις. Σεβόμενος το καταστατικό, αποδέχθηκε τη διαδικασία – αν και διατηρεί τις ενστάσεις του – τραβώντας όμως τα χαλινάρια σε εκείνους που θα ήθελαν να την κάνουν ακόμα πιο «λάστιχο» από όσο έγινε το 2009. Αυτός είναι άλλωστε ο Μεϊμαράκης. Διαχρονική παρουσία στη ΝΔ, σταδιακή εξέλιξη εντός των δομών της, με μια πορεία που εμπνέει σεβασμό και με μια διάσταση προσωπικής πληρότητας καθώς ήδη είχε φτάσει σε μια από τις κορυφές, αυτή του Προέδρου της Βουλής. Ο πολιτικός του λόγος είναι ευθύς, υποδειγματικά ενταγμένος στο πραγματικό ιδεολογικό πλαίσιο της ΝΔ, χωρίς όμως δογματισμούς και ακαμψίες. Αντιπροσωπεύει την παραταξιακή συνέπεια, το σεβασμό στην ιεραρχία, την προσφορά από κάθε πόστο το οποίο κλήθηκε να υπηρετήσει.
Πιστεύω ότι είναι η ιδανική λύση αυτή την περίοδο για τη ΝΔ. Απαλλαγμένος ο ίδιος από την όποια φιλοδοξία να πριονίσει τους διπλανούς του, τους συνομήλικούς του για να ψηλώσει ο ίδιος, χωρίς καιροσκοπικές επιλογές και χαμαιλεοντισμούς ανάλογα με το σκοπό, μπορεί να αποτελέσει τον εγγυητή όσων έχει ανάγκη να κάνει η ΝΔ. Από την αυτοκριτική, μέχρι την ανάδειξη νέων στελεχών, την ανανέωση και τη χάραξη ενός σύγχρονου, ευρωπαϊκού, κεντροδεξιού προγραμματικού λόγου.
Από την άλλη πλευρά, είναι εκείνος που σε όσους πάνε να ψηφίσουν στις 22 Νοεμβρίου συμβολίζει τη βαρύτητα του τι σημαίνει μέλος ενός κόμματος. Μέλος που έχει δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις. Μέλος που χρειάζεται να συνδιαμορφώνει αλλά και να συντάσσεται με όσα συνδιαμορφώνονται. Μέλος ουσίας και όχι ευκαιρίας, μέλος κόμματος και όχι μιας Κυριακής.
Τιμώ και εκτιμώ όλους τους υποψηφίους. Όλοι έχουν ισχυρά πλεονεκτήματα και αδύναμα σημεία. Όμως η ΝΔ τώρα έχει την ανάγκη να μην είναι μονοδιάστατη, να μην ενθυλακώσει και νομιμοποιήσει το ψευδοδίλλημα του Τσίπρα περί «παλιού και νέου», να εκπροσωπείται ισχυρά με τον Πρόεδρό της μέσα στη Βουλή, να πάρει χρόνο εσωτερικά για να αναδιοργανωθεί και κυρίως να συζητήσει. Να συζητήσει για τον τόπο και τον εαυτό της, να ακούσει πριν πει. Και συζήτηση με τηλεοπτικούς χρόνους, με όρια διαθέσιμων χαρακτήρων στο Twitter, με συνθήματα που απλώς γράφονται σε έναν τοίχο, με τεχνάσματα προθηκών καταστημάτων ρούχων με ωραίες κούκλες, δεν γίνεται. Ειδικά αυτή η συζήτηση.
*Ο Βασίλης Μπαλάφας είναι Τεχνολόγος Πληροφορικής και Δικτύων, με μεταπτυχιακά στις Επικοινωνίες Δεδομένων και τις Διεθνείς Σχέσεις και Πολιτικές