Άρθρο της Μαρίας Καλούδη
Οι τοποθετήσεις στις διαβουλεύσεις και η δημόσια συζήτηση για τις επόμενες επενδύσεις στις Κυκλάδες είναι ενδεικτικές του προβληματισμού που έχουν αρκετοί καλοπροαίρετοι πολίτες, αλλά και καθηγητές πανεπιστημίου. Αυτή η πλευρά δηλώνει ότι είναι υπέρ της ανάπτυξης, όμως από την άλλη πλευρά αναρωτιέται αν σε αρκετά νησιά «χωράνε» καινούργια ξενοδοχεία και διερωτάται πώς οι νέες υποδομές θα πληρούν τις συνθήκες της βιώσιμης ανάπτυξης. Ο υπερτουρισμός (overtourism), το έλλειμμα κοινωνικών υποδομών και η ποιότητα των υπηρεσιών προς τους επισκέπτες αποτελούν τα κύρια σημεία του προβληματισμού.
Η πρώτη αντίδραση, από αυτήν τη φιλο-αναπτυξιακή, είναι να μπει ένας «κόφτης» στις νέες επενδύσεις. Η συζήτηση για το Προεδρικό Διάταγμα που αναμένεται να ρυθμίσει θέματα σχετικά με τη Φέρουσα Ικανότητα των νησιών, καθώς και η μελέτη του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου ορισμένων νησιών που βρίσκεται σε εξέλιξη, αποτελούν ευκαιρία για την έρευνα των επιλογών που έχει η χώρα, ώστε να μην επικρατήσει κάποια συναισθηματική προσέγγιση.
Ακαδημαϊκοί, πολιτικοί, στελέχη της διοίκησης και παράγοντες της αγοράς σημειώνουν ότι η χώρα πρέπει να αποφύγει την παρορμητική επιλογή της «αποανάπτυξης» (degrowth), καθώς ο τουρισμός παραμένει ο πιο σημαντικός πυλώνας για την απασχόληση και ενίσχυση των εισοδημάτων.
Η διαβούλευση για την επένδυση των 155 εκατ. ευρώ της Southrock, που περιλαμβάνει πολυτελές ξενοδοχείο 40 δωματίων και 12 βίλες στο Αγράρι της Μυκόνου, έδωσε την ευκαιρία να αναπτυχθεί μια πρώτη φάση του διαλόγου με το ερώτημα «ποια τουριστική ανάπτυξη θέλουμε;». Τα θετικά σχόλια σε αυτήν τη διαβούλευση ήταν κοντά στο 50%. Τα κύρια επιχειρήματα ήταν ότι χρειάζεται ένα νέο μοντέλο επενδύσεων, που να συμβαδίζει με τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης, ότι είναι επενδύσεις απόλυτα φιλικές με το περιβάλλον και ότι απευθύνονται σε υψηλού εισοδήματος επισκέπτες, κάτι που είναι κεντρικό ζητούμενο για τη χώρα.
Τι τουρισμό θέλουμε
H επένδυση στο Αγράρι, όπως εξηγεί ο διευθύνων σύμβουλος της Southrock, Γιάννης Δεληκανάκης, έχει σχεδιαστεί με χαρακτηριστικά που απαντούν σε όλες τις ενστάσεις όσων αναζητούν μια εναλλακτική, αλλά δυναμική πορεία του τουρισμού, συμβατή με τις επιταγές της βιώσιμης ανάπτυξης.
Όπως προκύπτει από τη σχετική έρευνα, το σχεδιαζόμενο έργο της Southrock δεν αφορά καθόλου την παραλία του Αγραρίου. Η εταιρεία προτείνει την ανέγερση μονάδας 40 δωματίων σε έκταση 80 στρεμμάτων από τη συνολική έκταση των 193 στρεμμάτων ιδιοκτησίας της, όταν ξενοδοχεία αντίστοιχης δυναμικότητας μπορούν με βάση τον ισχύοντα νόμο να αναπτυχθούν σε οικόπεδα 10 στρεμμάτων.
Για τις ανάγκες της σύγκρισης μία συμβατική ανάπτυξη, που θα εξαντλούσε κάθε περιθώριο που δίνει ο νόμος, θα δημιουργούσε ένα μικρό χωριό από περίπου 45 βίλες, χωρίς καμία πρόβλεψη για τη διαμονή του προσωπικού ή για υποστηρικτικές υποδομές, που έχουν κρίσιμη σημασία για ένα νησί σαν τη Μύκονο, όπως ο βιολογικός καθαρισμός.
Επενδύσεις-μοντέλο για βιώσιμη ανάπτυξη
«Η Ελλάδα, σε έναν μεγάλο βαθμό, στερείται των υποδομών που θα της επέτρεπαν να στοχεύσει σε μια θεαματική αύξηση των τουριστών που την επισκέπτονται», σημειώνει ο πρύτανης του πανεπιστημίου Πειραιώς, καθηγητής Μιχαήλ Σφακιανάκης. Σημειώνεται ότι το συγκεκριμένο πανεπιστημιακό ίδρυμα παρέχει προωθημένες σπουδές με αντικείμενο τον τουρισμό και ότι ο πρύτανης έχει διατελέσει πρόεδρος του Παρατηρητηρίου Τουρισμού. «Η στόχευση στην ανάπτυξη luxury και ultra-luxury tourism αφενός αποφέρει στη χώρα υψηλό οικονομικό όφελος, αφετέρου μπορεί να προσελκύσει ταξιδιώτες ιδιαιτέρων απαιτήσεων, που αναζητούν την εμπειρία -μέσω της παροχής υψηλής ποιότητας υπηρεσιών- και οι οποίοι αποτελούν την καλύτερη διαφήμιση για το τουριστικό προϊόν μας στους κύκλους που κινούνται. Άλλωστε, η Ελλάδα διατηρεί υψηλό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, κάνοντας την εμπειρία μοναδική, επειδή βασίζεται όχι μόνο στον ήλιο ή τη θάλασσα, αλλά και στην αρχαία ελληνική σκέψη και μυθολογία», προσθέτει ο κ. Σφακιανάκης.
Τα στοιχεία για την πορεία της ελληνικής οικονομίας το 2023 χτύπησαν προειδοποιητικό καμπανάκι για τις επενδύσεις, ενώ ειδικοί από διαφορετικά επιστημονικά πεδία, και όχι μόνο από αυτό της οικονομίας, προειδοποιούν ότι η στήριξη της ανάπτυξης στην ιδιωτική κατανάλωση είναι, τελικά, παγίδα για την ευημερία της χώρας και των πολιτών.
Με έργα όπως αυτό που σχεδιάζει η Southrock, μπορεί ουσιαστικά να εδραιωθεί στη χώρα μας ένα νέο μοντέλο τουριστικών επενδύσεων, με κύριους άξονες τη χαμηλή δόμηση, τον πλήρη σεβασμό προς το περιβάλλον και την τοπική κοινωνία. Για να συμβεί αυτό, είναι απαραίτητο να δοθεί έμφαση στον ποιοτικό αρχιτεκτονικό και τεχνικό σχεδιασμό, στοχεύοντας στη μεγιστοποίηση των θέσεων εργασίας και των εσόδων ανά κλίνη, αναβαθμίζοντας το τουριστικό προϊόν της χώρας.
«Σε αυτό το περιβάλλον, το εργαλείο των Ειδικών Σχεδίων Χωρικής Ανάπτυξης Στρατηγικών Επενδύσεων (ΕΣΧΑΣΕ) είναι πολύτιμο για τους θεσμικούς επενδυτές, διότι τους προσφέρει διαφάνεια και ασφάλεια δικαίου», εξηγεί ο κ. Δεληκανάκης. Ταυτόχρονα, έχει ανεκτίμητη αξία και για τις ίδιες τις τοπικές κοινωνίες, διότι δρομολογεί επενδύσεις υψηλής ποιότητας, με μεγάλα οφέλη για τις ίδιες, μέσα και από ενδελεχείς μελέτες και εξονυχιστικό έλεγχο όσον αφορά τη νομιμότητά τους. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που σχολιάζουν ότι σημαντικές επενδύσεις σε υψηλής αναγνωρισιμότητας τουριστικούς προορισμούς, όπως η Μύκονος και η Σαντορίνη, θα έπρεπε υποχρεωτικά να χαρακτηρίζονται ως «στρατηγικές» και να περνούν μέσα από τη διαδικασία των ΕΣΧΑΣΕ.
Στην περίπτωση της Southrock, η προπαρασκευαστική διαδικασία προβλέπει μια σειρά από βήματα, που περιλαμβάνουν εισήγηση στη Διυπουργική Επιτροπή Στρατηγικών Επενδύσεων, προκειμένου αυτή να εγκρίνει την επένδυση εντός του ερχόμενου διμήνου. Ακολουθεί η εκπόνηση όλων των μελετών, συμπεριλαμβανομένης της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, προκειμένου να εγκριθεί το ΕΣΧΑΣΕ σε διάστημα 18-24 μηνών. Μετά την έγκριση, το τελευταίο βήμα είναι η έκδοση της οικοδομικής άδειας σε διάστημα 12 μηνών και με Προεδρικό Διάταγμα, επί του οποίου θα πρέπει να έχει προηγηθεί η θετική γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Όπως είναι σαφές, η διαδικασία είναι λεπτομερής και εξαντλητική. Επισημαίνεται ότι σχεδόν το σύνολο της έκτασης της Southrock ανήκει στη λεγόμενη «μπλε ζώνη» σύμφωνα με τη ΖΟΕ Μυκόνου, στην οποία επιτρέπεται η ανέγερση ξενοδοχείων, σπιτιών εστιατορίων κ.λπ. Επίσης, η Southrock δεν ζητεί καμία οικονομική ενίσχυση (επιδότηση ή φορολογικά κίνητρα).
Η λύση για την αντιμετώπιση του υπερτουρισμού και για τη δημιουργία ενός βιώσιμου τουριστικού προϊόντος, που θα σέβεται τις τοπικές κοινωνίες και το περιβάλλον και θα διαφοροποιεί την Ελλάδα από τις ανταγωνιστικές αγορές, δεν είναι να «υποχρεώσουμε» τους επενδυτές να επενδύσουν σε συγκεκριμένο σημείο στη χώρα -κάτι τέτοιο είναι προφανές ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει σε συνθήκες παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Αυτό που απαιτείται, λένε παράγοντες του χώρου, είναι η προσαρμογή των επενδύσεων σε ένα νέο μοντέλο, με έλεγχο νομιμότητας και σύγχρονες προδιαγραφές. Οι σύγχρονες επενδύσεις πρέπει να προσαρμόζονται και στις απαιτήσεις για λειτουργικές υποδομές, όπως η αφαλάτωση του νερού, ο βιολογικός καθαρισμός, η διαμονή του προσωπικού ή η ηλεκτροκίνηση.
Είναι ο μόνος δρόμος για να αποφευχθεί η μετακίνηση επενδύσεων στις ανταγωνιστικές αγορές της Τουρκίας, της Κροατίας ή ακόμα και στην Αλβανία, που βλέπει ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης στον τουρισμό κοντά στο 100%. Φυσικά, η ανωτέρω στρατηγική για δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς δεν αποτρέπει την παροχή κινήτρων για επενδύσεις σε άλλους, λιγότερο δημοφιλείς προορισμούς. Το αντίθετο, τη στιγμή που δεν θα παρέχονται κίνητρα φορολογικά ή επιδοτήσεις σε προορισμούς όπως η Μύκονος και η Σαντορίνη, απελευθερώνονται πόροι για τους λιγότερο “branded” προορισμούς. Η στρατηγική αυτή επιτυγχάνει τρεις στόχους:
- Την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, που φυσιολογικό είναι να κατευθύνονται πρωτίστως σε “branded” προορισμούς, όπως η Μύκονος και η Σαντορίνη.
- Την αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος, με μικρή όμως επιβάρυνση της φέρουσας ικανότητας των προορισμών αυτών.
- Την απελευθέρωση πόρων για την παροχή κινήτρων για επενδύσεις και την ανάδειξη άλλων τουριστικών περιοχών.
Το μοντέλο για τον τουρισμό
Στελέχη της Southrock σημειώνουν ότι σήμερα ο τουρισμός αντιστοιχεί στο 20% του ΑΕΠ της χώρας, όταν στην Ισπανία, η οικονομία της οποίας είναι 7 φορές μεγαλύτερη από την ελληνική, το αντίστοιχο ποσοστό είναι 15%. Σε απόλυτους αριθμούς, η Ελλάδα μας υποδέχεται σε έναν χρόνο όσους τουρίστες υποδέχεται μία πόλη της Ιταλίας -η Βενετία. Η Πράγα υποδέχθηκε πέρυσι 8 εκατ. επισκέπτες, δηλαδή την τσεχική πρωτεύουσα επισκέφτηκε αριθμός τουριστών που αντιστοιχεί στο 25% των επισκεπτών που ήρθαν πέρυσι στην Ελλάδα!
Με την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου χωρών όπως η Κίνα και η Ινδία, αναμένεται κατακόρυφη αύξηση του παγκόσμιου τουρισμού τα επόμενα χρόνια, ιδιαίτερα όσον αφορά το ανώτερο ποιοτικό κομμάτι. Το στοίχημα για την Ελλάδα είναι να επανατοποθετηθεί στον παγκόσμιο τουριστικό χάρτη ως ένας πολυτελής και όχι μαζικός προορισμός. Με τον τρόπο αυτόν θα μπορέσει να αυξήσει σημαντικά τα έσοδα ανά επισκέπτη με χαμηλή επιβάρυνση για το περιβάλλον και τις τοπικές κοινωνίες.
Ο τουριστικός κλάδος στην Ελλάδα έχει σημαντικά περιθώρια περαιτέρω ανάπτυξης, ειδικότερα όσον αφορά τη βελτίωση των εσόδων και θέσεων εργασίας ανά επισκέπτη, λένε οι ίδιοι παράγοντες, Αυτό, προσθέτουν, μπορεί να γίνει μόνο με την αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος μας. Συνεπώς, στόχος δεν πρέπει να είναι η μείωση του τουρισμού, αλλά η ανάπτυξη των υπόλοιπων παραγωγικών τομέων της χώρας.
Πηγή : The Power Game