Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Η συζήτηση για το τέλος του τρίτου προγράμματος έχει φέρει, όπως αναμενόταν, στο προσκήνιο και τη συζήτηση για το πότε θα γίνουν εκλογές στη χώρα. Άλλωστε, ξεμάθαμε. Τον ερχόμενο Σεπτέμβριο θα συμπληρωθούν τρία χρόνια από τότε που πήγαμε για τελευταία φορά στις κάλπες, αν εξαιρέσει κανείς ορισμένες εσωκομματικές διαδικασίες, στη ΝΔ και στην Κεντροαριστερά.
Η αλήθεια είναι πως κανείς δεν ξέρει, γιατί υπάρχει ένα δεδομένο που το βεβαιώνουν οι καλά γνωρίζοντες: ούτε ο ίδιος ο πρωθυπουργός δεν έχει αποφασίσει πότε πρόκειται να γίνουν εκλογές.
Προσέξτε, μην μπερδεύετε την πρόθεση με την απόφαση. Μπορεί ο άνθρωπος να θέλει να κάνει εκλογές τον Σεπτέμβριο του 2019. Μπορεί να θέλει να τις «κουμπώσει» και με τις αυτοδιοικητικές, στα μέσα του Οκτωβρίου του 2019, όπως είπε ο Πάνος Σκουρλέτης στην ΕΡΤ χθες. Το ερώτημα, όμως, είναι το εξής ένα: μπορεί να φτάσει μέχρι εκεί ο πρωθυπουργός;
Είναι εξαιρετικά δύσκολο. Θα έχουν προηγηθεί στο τέλος του Μαΐου οι ευρωεκλογές. Εκεί, αν δεν αλλάξει η σειρά των άστρων, η ΝΔ θα είναι ευκρινώς πρώτη. Δεν έχει τόση σημασία, αν θα είναι με τρεις, με πέντε, με επτά ή δεκαπέντε μονάδες. Το ζήτημα είναι ότι θα έχει κερδίσει, ότι θα έχει αποτυπωθεί η φθορά του ΣΥΡΙΖΑ και στην κάλπη, παρά τις επιμέρους μεγαλοστομίες του Μαξίμου, και ότι ο κ. Τσίπρας θα καλείται να κάνει αυτό που δεν κατάφερε κανείς εκ των άλλων πολιτικών, όπως ο Καραμανλής ή ο Σαμαράς, να φάνε δηλαδή την «κατραπακιά» των εκλογών και να προσπαθήσουν να φέρουν τα πάνω-κάτω στις εθνικές εκλογές. Ευσεβής μεν ο πόθος της ανατροπής, αλλά θαύματα συνέβαιναν κατά βάση στη Βίβλο.
Πολιτικά, για τον πρωθυπουργό, ο μόνος χρόνος που θα έχει νόημα να κάνει τις εκλογές, θα ήταν το τρέχον φθινόπωρο. Θα πει κάποιος ότι δεν θα έχει προλάβει να μοιράσει χρήματα στους εκλογείς του, όπως ίσως θα έκανε τα Χριστούγεννα του 2018.
Η αλήθεια είναι ότι δεν έχει και πολύ μεγάλη σημασία. Και τα φετινά Χριστούγεννα η κυβέρνηση μοίρασε ένα πακέτο της τάξης του 1 δισ. και ιδιαίτερη προκοπή δεν είδε, πέραν της αναμενόμενης διόρθωσης των δημοσκοπικών της ποσοστών. Άρα, η ελπίδα ότι θα αλλάξουν άρδην τα δεδομένα, επειδή θα ανέβει 20 ευρώ ο κατώτατος μισθός ή επειδή μπορεί και να επανέλθουν οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, μάλλον αστήρικτη μου φαίνεται.
Το φθινόπωρο, ο πρωθυπουργός θα μπορούσε ίσως να αξιοποιήσει ένα «παράθυρο ευκαιρίας», όπως έλεγε για το Σκοπιανό. Θα έχει βγει από το Μνημόνιο η χώρα, άσχετα αν θα είναι σε μεταμνημονιακή επιτήρηση. Θα έχει πάρει κάτι για το χρέος, ακόμα και αν είναι η «κακή» πρόταση των Γερμανών. Και, τέλος, δεν θα έχει εφαρμοστεί ακόμα η περικοπή των συντάξεων από 1/1/2019. Αυτό θα ήταν μια σχετικά ορθολογική προσέγγιση, αν και ακόμα δεν γνωρίζουμε πού θα καταλήξει το ανατολίτικο παζάρι που γίνεται στα παρασκήνια για τη μεταμνημονιακή μέρα στη χώρα.
Βέβαια, το ξέρει και ο ίδιος ο κ. Τσίπρας: πλέον, δεν παίζει για να κερδίσει. Δοκίμασε όπως μπορούσε, γύρισε πολλές φορές και το τραπέζι ανάποδα, αλλά το «φύλλο» δεν άλλαξε ριζικά. Παίζει για να κάνει πιο διαχειρίσιμη την ήττα του και προσδοκώντας στις μετεκλογικές εξελίξεις.