Γράφει ο Ceteris Paribus
Η Ελλάδα θα δυσκολευτεί να αντλήσει κεφάλαια από τις αγορές, δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξή του στη «New Zeit» ο Ευκλείδης Τσακαλώτος – και οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων πήραν την ανιούσα (που σημαίνει ότι οι τιμές, άρα και η ζήτηση, έπεσαν).
Η συνέντευξη ήταν «φιλόδοξη» και συνολική, ώστε να μη μας επιτρέπεται να υποθέσουμε ότι του «ξέφυγε». Ανεξάρτητα όμως από το αν η αναφορά ήταν σκόπιμη και συνειδητή ή αθέλητη, τ’ αληθή λέει. Ποια είναι τ’ αληθή; Ότι οι αγορές ζητούν σαν εγγύηση από τους… εγγυητές (ΔΝΤ και Ευρωπαίους δανειστές) αυστηρή εποπτεία και -κυρίως- μαξιλάρι ρευστότητας που θα καλύπτει πλήρως τις ανάγκες εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους. Μέχρι πότε; Μέχρι και τις επόμενες… γερμανικές εκλογές το 2022!
Η υπόθεση με το λεγόμενο μαξιλάρι ρευστότητας είναι εντελώς χαρακτηριστική του πόσο fake είναι η λεγόμενη «καθαρή έξοδος». Έχουμε ήδη εξηγήσει σε προηγούμενα άρθρα ότι δεν υπάρχει ουσιαστική «έξοδος» ούτε με την έννοια των εφαρμοζόμενων πολιτικών ούτε με την έννοια της επιτήρησης. Ωστόσο, η μη ύπαρξη νέας χρηματοδότησης, θα περίμενε κανείς ότι σημαίνει το αυτονόητο: πως η ελληνική κυβέρνηση και οι δανειστές εκτιμούν ότι θα υπάρξει τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό έξοδος της Ελλάδας στις αγορές, ώστε να καλύψει αν όχι το σύνολο, τουλάχιστον σημαντικό τμήμα των αναγκών εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους.
Ωστόσο, η πορεία των σχετικών συζητήσεων μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών (μεταξύ Γερμανίας και ΔΝΤ, μεταξύ Γερμανίας και εκπροσώπων των αγορών κ.λπ.) αποκαλύπτει την -εντελώς δυσάρεστη- αλήθεια.
Εγγύηση των δανειστών προς τον… εαυτό τους
Θα περίμενε κανείς έστω το μαξιλάρι ρευστότητας να αποτελεί εγγύηση των δανειστών προς την Ελλάδα και τις αγορές. Ούτε αυτό είναι η πλήρης αλήθεια! Στην πραγματικότητα είναι εγγύηση των δανειστών προς τον εαυτό τους!
Ας εξηγηθούμε. Και ας ξετυλίξουμε το κουβάρι θέτοντας εξαρχής τα καίρια ερωτήματα: Γιατί το μαξιλάρι ρευστότητας θα πρέπει να καλύπτει τις ελληνικές χρηματοδοτικές ανάγκες μέχρι και το 2022; Και γιατί θα πρέπει να τις καλύπτει πλήρως;
Μέχρι πολύ πρόσφατα, γινόταν συζήτηση για κάλυψη των ελληνικών χρηματοδοτικών αναγκών μέχρι και το 2021 ή ακόμη μέχρι και το 2020. Ξαφνικά τις τελευταίες μέρες τα σχετικά ρεπορτάζ (του διεθνούς Τύπου, που αναπαράγονται και από τον εγχώριο) άλλαξαν τόνο: είναι, λέει, απαίτηση των αγορών η κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών μέχρι και το 2022. Γιατί τόσο μακριά; Και τι ουσιαστικό αλλάζει μεταξύ 2021 και 2022;
Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι απλή: το 2021 δεν θα έχουν γίνει ακόμη οι επόμενες γερμανικές εκλογές και δεν θα έχει σχηματιστεί η μετά από αυτές νέα γερμανική κυβέρνηση! Η απάντηση είναι δηλαδή καθαρά πολιτική και όχι τεχνικο-οικονομική. Η γερμανική κυβέρνηση και η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία αγοράζουν χρόνο και πολιτικές εγγυήσεις, ώστε να μη «σκάσει» ξανά στα χέρια τους το «ελληνικό πρόβλημα» πριν τις επόμενες γερμανικές εκλογές.
Το ίδιο απλή είναι η απάντηση και στο δεύτερο ερώτημα: Οι ελληνικές χρηματοδοτικές ανάγκες πρέπει να καλυφθούν πλήρως διότι ακόμη και ένα μικρό έλλειμμα στην πλήρη κάλυψή τους είναι ικανό να ανοίξει σε ακατάλληλο χρόνο το «ελληνικό πρόβλημα».
Αφού οι χρηματοδοτικές ανάγκες θα καλύπτονται πλήρως, ποιος λόγος ανησυχίας υπάρχει; θα ρωτήσει κάποιος. Εδώ απαιτούνται περισσότερες επεξηγήσεις. Το πρότζεκτ της «καθαρής εξόδου» είναι, όπως έχουμε εξηγήσει, είναι ευρωπαϊκό και διεθνές. Οι αγορές θα το τεστάρουν από την επόμενη κιόλας μέρα – στην πραγματικότητα έχουν αρχίσει να το τεστάρουν ήδη. Το τεστάρισμα αυτό θα γίνεται μέρα με τη μέρα, βδομάδα με τη βδομάδα, μήνα με το μήνα κ.ο.κ. τα αποτελέσματα του «τεστ» θα «δημοσιοποιούνται» με την ίδια συχνότητα: θα είναι το επιτόκιο δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου όπως καταγράφεται στις αγορές. Πριν την «καθαρή έξοδο», το επιτόκιο δανεισμού δεν ενδιέφερε και πολύ, ήταν ένας απλός δείκτης πορείας, διότι απλούστατα η Ελλάδα ήταν σε πρόγραμμα και άρα «εξ ορισμού» αδύναμη να βγει στις αγορές με αποδεκτά επίπεδα επιτοκίων.
Ύστερα από την «καθαρή έξοδο», όμως, η διατήρηση μη αποδεκτών επιπέδων δανεισμού θα σηματοδοτεί ευθεία αμφισβήτηση των αγορών στο πρότζεκτ της «καθαρής εξόδου». Με τη σειρά της, τυχόν τέτοια ευθεία αμφισβήτηση θα ανοίξει επί της ουσίας ξανά το «ελληνικό πρόβλημα» με την εξής μορφή: τι θα γίνει με την Ελλάδα όταν το μαξιλάρι ρευστότητας εξαντληθεί; Όσο περισσότερο χρησιμοποιείται το μαξιλάρι ρευστότητας επειδή η Ελλάδα δεν μπορεί να βγει στις αγορές, τόσο περισσότερο θα είναι σαν να μην υπάρχει – απλούστατα, η σκέψη πως για όσο διάστημα υπάρχει το μαξιλάρι ρευστότητας όλα είναι εντάξει, είναι αφελής. Αν τα επιτόκια είναι μη… δανείσιμα, τότε η Ελλάδα θα είναι απλώς ένας μελλοθάνατος…
Το πρόβλημα, λοιπόν, θα εγερθεί ξανά οποιαδήποτε στιγμή αν διαπιστωθεί αδυναμία του ελληνικού Δημοσίου να βγει στις αγορές.
Η Γερμανία και η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία αγοράζουν χρόνο για το χειρότερο σενάριο (που η Ελλάδα μένει αποκλεισμένη από τις αγορές) και ελπίζουν ταυτόχρονα πως όσο μακρύτερα φτάνει το μαξιλάρι ρευστότητας, τόσο πιο κατευνασμένες θα είναι οι αγορές. Αν οι ελληνικές χρηματοδοτικές ανάγκες καλύπτονται πλήρως για σχεδόν μία πενταετία από τώρα, τότε όσοι επενδύσουν σε ελληνικά ομόλογα τριετούς ή πενταετούς ή διάρκειας δεν αναλαμβάνουν ουσιαστικά κανένα ρίσκο. Ακόμη και για επταετούς διάρκειας, αναλαμβάνουν περιορισμένα ρίσκα.
Όμως, το ζήτημα είναι οι «εμβληματικές» ομολογιακές εκδόσεις των 10 χρόνων – τα 10ετή κρατικά ομόλογα είναι τα ομόλογα αναφοράς. Εκεί θα χρειαστούν πρόσθετες εγγυήσεις. Και, ω του θαύματος, «έσκασαν μύτη» δημοσιεύματα ότι η γερμανική κυβέρνηση εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο επιμήκυνσης των δανείων του δεύτερου χρηματοδοτικού προγράμματος (δάνεια του EFSF) επταετούς διάρκειας – ενώ μέχρι χθες δεν συζητούσε πάνω από 3 χρόνια. Το κλίμα άλλαξε σε αυτή την κατεύθυνση ύστερα από τη συνάντηση Μέρκελ – Λαγκάρντ, την οποία ακολούθησαν δηλώσεις ότι το ΔΝΤ με «κάποιο τρόπο» θα παραμείνει…
Οι αγορές τεστάρουν ήδη το διεθνές πρότζεκτ της «καθαρής εξόδου» και απαιτούν από τους εγγυητές -Γερμανία, Ευρώπη και ΔΝΤ- περισσότερες εγγυήσεις. Η ελληνική κυβέρνηση σιγοντάρει την πίεση των αγορών, ελπίζοντας να γίνει πιο… αφράτο το μαξιλάρι ρευστότητας. Και όλοι αντιλαμβάνονται πλέον ότι «καθαρή έξοδος» δεν υπάρχει με καμία δυνατή εκδοχή της έννοιας. Υπάρχει μόνο ένα οικονομικά μετέωρο πολιτικό πρότζεκτ, που όλοι8 παίρνουν τα μέτρα τους ώστε να μην καταρρεύσει πριν τις επόμενες γερμανικές εκλογές.
Για να έχουμε πιο ολοκληρωμένη εικόνα, πρέπει να πάρουμε υπόψη μας ότι η πιθανότητα για μια σοβαρή διεθνή χρηματο-οικονομική κρίση στα επόμενα χρόνια είναι εξαιρετικά μεγάλη. Σε τέτοιες συνθήκες η γερμανική και ευρωπαϊκή ηγεσία θα τρέχουν και δεν θα φτάνουν να σώσουν το ίδιο το ευρώ – δεν θέλουν λοιπόν να έχουν και τις σκοτούρες μιας ελληνικής στάσης πληρωμών.
Για την Ελλάδα, το μαξιλάρι ρευστότητας είναι η ρύθμιση στο χρονοδιακόπτη της βόμβας που θα ενεργοποιηθεί με την «καθαρή έξοδο». Είναι το «μαξιλάρι» για πιο… αναπαυτική στάση στην γκιλοτίνα. Οι πρωταγωνιστές, γερμανική και ελληνική κυβέρνηση, ελπίζουν ότι θα έχουν αρκετό χρόνο για να απολαύσουν τα πρόσκαιρα πολιτικά οφέλη πολιτικά οφέλη από την «καθαρή έξοδο» πριν βγάλουν βρώμα οι αγορές ότι ξοφλήσαμε…