Γράφει ο Γεράσιμος Ταυρωπός
Δεν υπάρχουν μόνο «διαβολοβδομάδες», όπου ο χρόνος των εξελίξεων πυκνώνει εξαιρετικά και πολλά και σημαντικά κρίνονται μέσα σε λίγες μέρες, αλλά και «διαβολικοί» μήνες, που στέκουν σαν ορόσημο εξελίξεων οι οποίες δεν μπορούν πλέον να αναβληθούν. Τέτοιος προδιαγράφεται ο φετινός Μάρτιος: μήνας-ορόσημο για τη λήψη αποφάσεων που δεν μπορούν να αναβληθούν, για την απάντηση σε διλήμματα που δεν μπορούν να εκκρεμούν, για τη δρομολόγηση εξελίξεων που έχουν ωριμάσει ώστε δεν μπορούν πλέον να αναστέλλονται.
Βεβαίως, όπως πάντα, κάποιοι εκ των πρωταγωνιστών των εξελίξεων έχουν λόγους να βιάζονται περισσότερο από κάποιους άλλους. Σε αυτή την κατηγορία ανήκει η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα. Από τη μια, δεν θέλει τα πράγματα να «τρέξουν» νωρίτερα από το Μάρτιο, διότι ελπίζει ότι ο Μάρτιος της εκκίνησης των αγροτικών εργασιών θα κάμψει, αποσυσπειρώσει και οδηγήσει σε διάλυση το κίνημα των αγροτών. Από την άλλη, όμως, δεν θέλει οι εκκρεμότητες να παραταθούν πέραν του Μαρτίου, διότι τότε, όπως δήλωσε ευθαρσώς και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, «ζήτω που καήκαμε».
Διότι οι κίνδυνοι της παράτασης των εκκρεμοτήτων, ουκ ολίγοι:
1. Τα ρευστά διαθέσιμα των κρατικών ταμείων εξαντλούνται κάπου μέσα στο Μάρτιο», ακριβώς τη στιγμή που αρχίζει η φετινή σκυταλοδρομία των χρεολυτικών δόσεων για το ελληνικό κρατικό χρέος. Που σημαίνει ότι θα ξαναγυρίσουμε στην περίοδο της περσινής άνοιξης, όταν η κυβέρνηση «λήστεψε» με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ) τα ρευστά διαθέσιμα των φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα για να αποπληρώνει δόσεις προς το ΔΝΤ.
2. Η κατάρρευση των ελληνικών τραπεζών αποφεύχθηκε κυριολεκτικά στο «παραπέντε» στις αρχές αυτής της εβδομάδας, χάρη στην «αντεπίθεση» για τη στήριξη του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα από τον Μάριο Ντράγκι και τα ευρωπαϊκά όργανα. Όμως κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο να επανέλθει, και αυτή τη φορά να είναι μοιραία.
3. Η παραμένουσα εκκρεμότητα της αξιολόγησης είναι ό,τι χειρότερο όχι μόνο για τις τράπεζες, αλλά και γενικότερα για την οικονομία: τα «φέσια» του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα αυξάνονται, η όποια υπάρχουσα ρευστότητα κρατείται στα ταμεία και τα χρηματοκιβώτια λόγω της γενικής ανασφάλειας, επενδύσεις και κατανάλωση περιορίζονται ή αναβάλλονται, η αγορά «στεγνώνει» και η ύφεση παραμένει ή και εντείνεται. Όλα αυτά, για μια οικονομία ήδη αποδυναμωμένη εξαιρετικά ύστερα από 8 συναπτά έτη ύφεσης και ευρισκόμενη σε οριακή κατάσταση, παράλληλα με μια κοινωνία στα όρια των αντοχών της, εγκυμονούν σαφώς τον κίνδυνο κάποια στιγμή να επέλθει απώλεια ελέγχου και να ενεργοποιηθούν ανεξέλεγκτες αρνητικές εξελίξεις. Ένα «ατύχημα» αρκεί για να πάμε σε εξελίξεις παντελώς μη ελεγχόμενες.
Η κυβέρνηση, λοιπόν, θα ήθελε οι εκκρεμότητες να λήξουν στο βέλτιστο χρονικό σημείο όπου το κίνημα των αγροτών θα αποσυσπειρώνεται και θα «πέφτει» και πριν τα «εξ αναβολής» συσσωρευμένα προβλήματα της οικονομίας και το «στέγνωμα» των δημόσιων ταμείων οδηγήσουν σε κατάσταση έσχατης αδυναμίας. Και ο χρόνος αυτός τοποθετείται μέσα στο Μάρτιο.
Υπάρχει και ένας άλλος παράγοντας που κάνει την κυβέρνηση να επείγεται. Εκτός από την αξιολόγηση, εκτός από την οικονομία, υπάρχει πλέον και ένα άλλο μείζον ζήτημα, που μπορεί να αποδειχτεί ακόμη σημαντικότερο: το προσφυγικό. Η πίεση που δημιουργεί πάνω στη χώρα αλλά και ένταση των πολλαπλών συνεπειών του, δεν επιτρέπουν την ύπαρξη και άλλων, μειζόνων εκκρεμοτήτων: με το προσφυγικό ανοιχτό, είναι τρομερά επικίνδυνο να παραμένει ανοιχτή και η αξιολόγηση.
Όμως η κυβέρνηση δεν είναι μόνη: εκτός από τα προβλήματα, υπάρχουν και οι δανειστές. Οι οποίοι έχουν μεν λόγους να βιάζονται γενικώς, λόγω της έντασης των προβλημάτων της διεθνούς οικονομίας, αλλά και των γεωπολιτικών κινδύνων, αλλά -σε αντίθεση με την κυβέρνηση- έχουν σαφώς την «πολυτέλεια» να περιμένουν ώσπου να βρεθεί με την πλάτη στον τοίχο. Το επικίνδυνο είναι ότι ο χρόνος μπορεί να είναι για τους δανειστές κακός σύμβουλος. Αν η διεθνής κατάσταση δεν σταθεροποιηθεί, τα σχέδια μπορεί να αντιστραφούν: αντί για το δόγμα «να σώσουμε την Ελλάδα για να μη διακινδυνεύσουμε να λειτουργήσει σαν θρυαλλίδα», μπορεί να επικρατήσει το δόγμα «να πετάξουμε την Ελλάδα για να σωθεί η Ευρωζώνη». Όσο οι εκκρεμότητες και τα προβλήματα παραμένουν, μπορεί να συναντηθούν με τη στιγμή που η Ελλάδα θα γίνει το πειραματόζωο της Ευρωζώνης των πολλών ταχυτήτων.
Αλλά όπως κάθε κυβέρνηση που… «σέβεται τον εαυτό της», έτσι και η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα έχει το δικό της, «υπαρξιακό» πρόταγμα: να γίνει το καλύτερο για τη χώρα, αλλά υπό τον όρο να μακροημερεύσει και η ίδια… Αυτό ενέχει σαφώς τον κίνδυνο παράτασης της εκκρεμότητας πέραν των αντοχών της οικονομίας και της χώρας αλλά και της ίδιας. Σε αυτή την περίπτωση, τα ενδεχόμενα είναι δύο:
Το πρώτο: Να επαναληφθεί το σενάριο της εξάντλησης των χρονικών περιθωρίων και των αντοχών, της οικονομίας, της χώρας αλλά και της κυβέρνησης, με ένα τελικό «Ναι σε όλα» πάνω σε μια συμφωνία πολύ επαχθέστερη από αυτή που θα μπορούσε να γίνει τώρα. Η κυβέρνηση πρέπει να γνωρίζει ότι η επανάληψη ενός τέτοιους σεναρίου δεν θα έχει αυτή τη φορά αίσιο τέλος ούτε για την ίδια. Μια «σκληρή διαπραγμάτευση» που τελικά θα οδηγήσει στην υπογραφή ενός τέταρτου μνημονίου δεν θα συγχωρηθεί από την κοινωνία.
Το δεύτερο: Παίζοντας με το χρόνο σε μια συγκυρία που ο χρόνος είναι «καυτός», να ξεσπάσει μια μείζων κρίση, το τσουνάμι της οποίας θα παρασύρει τα πάντα – μαζί ασφαλώς και με την παρούσα κυβέρνηση.
Ήδη τα απειλητικά σύννεφα συσσωρεύονται ραγδαία – για όποιον δεν εθελοτυφλεί.
Αν η κυβέρνηση και ο Αλέξης Τσίπρας ήθελαν να βαδίσουν στο δρόμο μιας πραγματικής και όχι εικονικής ρήξης με τους δανειστές, ο χρόνος γι’ αυτό ήταν ο περασμένος Ιούλιος. Από τη στιγμή που τότε επέλεξαν να υπογράψουν το τρίτο μνημόνιο, τώρα αυτή η κυβέρνηση δεν έχει καμία προϋπόθεση για να υιοθετήσει ό,τι απέρριψε τον περασμένο Ιούλιο. Το παιχνίδι με την «παράταση» είναι παιχνίδι με τη φωτιά. Αν η κυβέρνηση το συνεχίσει, είτε θα σκηνοθετήσει ξανά το έργο «σκληρή διαπραγμάτευση μέχρι τα έσχατα όρια αντοχής» και με κατάληξη ένα σκληρό τέταρτο μνημόνιο είτε θα αφήσει εξ αμελείας να πυροδοτηθεί η «βόμβα» μιας μείζονος εθνικής κρίσης.
Ο Μάρτιος είναι το απώτατο όριο για τις μεγάλες αποφάσεις… Υπό αυτή την έννοια, θα επιβεβαιωθεί όπως όλα δείχνουν η παροιμία : «Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκάφτης …».