Του Γιώργου Ευγενίδη
Είναι παραδεκτό από όλους μας νομίζω ότι την ώρα που οι διασώστες μετράνε πτώματα, δεν έχει κανένα νόημα να γίνει μια κομματική κοκορομαχία. Η καταστροφή στο Μάτι είναι απέραντη και συντριπτική. Η περιοχή έχει γίνει στάχτη, ο χρόνος έχει πραγματικά σταματήσει και ποτέ το Μάτι δεν θα είναι αυτό που ήταν. Σε αυτό το αποκαλυπτικό σκηνικό, συνεπώς, τι νόημα έχει να μαλώσεις, να τσακωθείς, όταν ακόμα δεν ξέρουμε για πόσους συνανθρώπους μας πρέπει να κλάψουμε.
Αυτά τα σκέφτομαι εδώ και τρεις μέρες. Αλλά, εσχάτως, έχω πιάσει τον εαυτό μου να θυμώνει. Εντάξει, κανείς δεν θα ξαναφέρει πίσω τους ανθρώπους που πέθαναν. Αλλά πρέπει να πάρουμε κάποιες απαντήσεις. Πρέπει να υπάρξει λίγη ευθιξία. Δεν μπορεί να τα βάζουμε με τους ανθρώπους που έχασαν τα σπίτια τους, που θρηνούν τους νεκρούς τους και τους φίλους τους. Και, τέλος, κάποιος, επιτέλους, σε αυτή τη χώρα πρέπει να ζητήσει μια αναθεματισμένη «συγγνώμη». Και αφού δεν το κάνει κανείς αρμόδιος, έστω για το θεαθήναι, καταλήγουν να τη ζητούν πυροσβέστες και λιμενικοί.
Η χώρα είναι σε κατάσταση συλλογικού πένθους, ανεξάρτητα από το αν παρέρχεται το επίσημο τριήμερο. Όλα τα άλλα έχουν πάψει να μετράνε. Κανείς δεν χαμογελάει εύκολα, κανείς δεν ζει με την ίδια αμεριμνησία που ζούσε, εκτός από κάτι ψώνια και αναίσθητους που συνεχίζουν να περιφέρουν στο instagram τις διακοπές τους. Αλλά, την ώρα που όλοι μαζί θρηνούμε, την ώρα που ακούμε τις ιστορίες των ανθρώπων που ήρθαν αντιμέτωποι με τη φωτιά, κάποιοι επιδιώκουν να κάνουν τις ευθύνες πακέτο και να τις πετάξουν βολικά στο παρελθόν, ελπίζοντας ότι με κάποιον τρόπο, αυτό που έγινε θα ξεχαστεί.
Να ξέρετε, οι άνθρωποι στον Κάλαμο δεν ξέχασαν. Και οι άνθρωποι στη Μάνδρα δεν ξέχασαν. Ίσως εμείς το αφήσαμε και προχωρήσαμε μπροστά, αλλά αυτοί καταστράφηκαν. Με ευθύνες και των προηγούμενων (και βαριές), των αυτοδιοικητικών παραγόντων, αλλά και των σημερινών που στα καλά είναι αυτοί που έχουν βγάλει τη χώρα από την κρίση και στα ζόρικα είναι αυτοί που ξαφνικά θυμούνται τα εγκλήματα του παρελθόντος.
Και κάπως έτσι, φτάσαμε σήμερα στο Μάτι. Κανείς από του ανθρώπους εκεί δεν θα ξεχάσει. Αλλά δεν θα μπορέσουμε να το ξεχάσουμε κι εμείς, γιατί, διάολε, έχουν πεθάνει επισήμως πάνω από 80 άνθρωποι και ανεπισήμως όλοι παραδέχονται ότι θα φτάσουμε πάνω από 100, με τους αγνοούμενους που θα βρίσκονται. Και κανείς δεν δίνει μια απάντηση τι έφταιξε. Κανείς δεν έχει μια απάντηση ποιος έφταιξε. Ναι, ξέρω, η άναρχη δόμηση, οι κλειστοί δρόμοι, οι μπαζωμένες παραλίες. Βεβαίως, η αλήθεια είναι ότι το Μάτι δεν ήταν ποτέ δάσος, αλλά η βλάστηση πήγε πακέτο με την ανοικοδόμηση, ενώ η παραλία δεν είναι μπαζωμένη, γιατί, πολύ απλά, δεν υπάρχει παραλία, αλλά μικροί και απόκρημνοι κολπίσκοι, στους οποίους έχει κανείς πρόσβαση μόνο μέσω σκάλας.
Οι ευθύνες για άλλη μια φορά έχουν γίνει μπαλάκι και ο πρώτος υπουργός της κυβέρνησης που εμφανίζεται στο Μάτι «τα ρίχνει» στους κατοίκους. Αυτή τη φορά, όμως, κανείς δεν θα ξεχάσει. Είναι η οξύτητα της τραγωδίας τόσο μεγάλη, είναι το συλλογικό μας πένθος τόσο βαρύ, που όσα έγιναν δεν θα ξεχαστούν. Και, ακόμα και αν κάποιοι δεν θέλουν να αναγνωρίσουν τη δική τους-έστω μικρή ευθύνη-οι άνθρωποι που κάηκαν αβοήθητοι και απροστάτευτοι, αν μη τι άλλο, δεν θα ξεχάσουν.