Πρόκειται για μία συζήτηση που έρχεται και επανέρχεται: Η αλλαγή του φορολογικού μας συστήματος και η αντικατάστασή του με το σύστημα της φορολόγησης των εσόδων αφού προηγουμένως έχουν αφαιρεθεί όλα (μα όλα) τα έξοδα. Η τελευταία φορά που έγινε πάλι αυτή η συζήτηση ήταν το 2016, όμως τότε βρισκόμασταν υπό στενότερη παρακολούθηση από τους θεσμούς, ενώ στην ουσία εξακολουθούμε να βρισκόμαστε σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας. Κάποιοι έλεγαν τότε ότι οι θεσμοί δεν συμφωνούν με την αλλαγή του φορολογικού μας συστήματος. Όμως αυτά τα εμπόδια αναμένεται να φύγουν από τον «σβέρκο» μας σύντομα, καθώς θα αρθούν τα όποια εποπτικά μέτρα μέσα στο 2022, όπως χαρακτηριστικά μας έχει διαβεβαιώσει ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών, Θεόδωρος Σκυλακάκης.
Του Στέλιου Νομικού
Δρ. Οικονομικών Επιστημών
LLM Νομικών Επιστημών
Μοιραία λοιπόν η συζήτηση για την καθιέρωση ενός καλύτερου και δικαιότερου φορολογικού συστήματος θα συνεχίσει να επανέρχεται, καθώς η χώρα μας εξακολουθεί εν έτη 2021 να μην μπορεί να βελτιώσει την εισπραξιμότητα του ΦΠΑ. Και μπορεί να μην καταφέρουμε ποτέ να γίνουμε Σουηδία (έχουν απώλειες ΦΠΑ μόλις 1,4%), αλλά σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είμαστε οι τελευταίοι της Ευρωζώνης και οι προτελευταίοι στην Ενωμένη Ευρώπη μετά την Ρουμανία, χάνοντας 25,8% των εσόδων ΦΠΑ. Υπολογίζεται συνολικά ανά έτος ότι το κράτος χάνει 5,35 δισ. ευρώ.
Ως πανάκεια εμφανίζεται χρόνια τώρα, η διασύνδεση όλων των ταμειακών μηχανών με το Taxis. Προφανώς και αυτό είναι ένα βήμα προς την σωστή κατεύθυνση και θα έπρεπε ήδη να έχει ολοκληρωθεί. Μήπως όμως ήρθε η ώρα να κάνουμε κάτι πραγματικά δραστικό; Μήπως ήρθε η ώρα να αντικαταστήσουμε το σύστημα των φορολογικών κλιμακίων με το σύστημα εσόδων-εξόδων και τελικά την φορολόγηση μόνο του ποσού που μένει στα χέρια μας εντελώς καθαρό;
Η λογική πίσω από αυτή την πρόταση είναι απλή: Αφήνεις τον πολίτη να ζήσει τη ζωή του και όταν καλύψει όλες του τις ανάγκες, είτε αυτές είναι πάγιες (στέγαση, διατροφή, μετακίνηση) είτε είναι αναψυχή και γενικότερα βελτίωση ζωής, τότε και μόνο τότε έρχεται το κράτος και επιβάλει ένα υψηλό ποσοστό φόρου (θα μπορούσε να είναι ακόμη και 70%) ξέροντας ότι με αυτό τον τρόπο δεν στερεί πλέον τίποτα από τον φορολογούμενο και τελικά του επιτρέπει να διαθέτει και ένα ποσό για αποταμίευση.
Αλλά για να μην μείνουμε μόνο στην θεωρία, ας δούμε ένα απλό παράδειγμα. Θα μπορούσαμε να έχουμε επιλέξει κάποιον που βγάζει πάρα πολλά χρήματα για να είναι το παράδειγμα έντονο και πιο πειστικό, αλλά προτιμήσαμε να παρουσιάσουμε έναν οικογενειάρχη, που έχει μέσο μισθό.
Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι πρόκειται για έναν μισθωτό, ο οποίος έχει καθαρό εισόδημα προ φόρου 25.000 ευρώ το χρόνο. Δηλαδή 1.785 ευρώ το μήνα. Με τα σημερινά δεδομένα στα πρώτα 10.000 ευρώ έχει φόρο 900 ευρώ. Στα επόμενα 10.000 ευρώ έχει φόρο 2.200 και στα 5.000 ευρώ που απομένουν ο φόρος είναι στο 28%, άρα 1.400 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι συνολικά θα πρέπει να καταβάλει στο κράτος 4.500 ευρώ φόρο, τα οποία η εφορία του τα παρακρατά και άρα του τα στερεί από την κατανάλωση. Το ποσό λοιπόν που του μένει για αγορές και υπηρεσίες είναι 20.500 ευρώ. Στην ουσία, τα 4.500 ευρώ έχουν χαθεί και στερούνται από την κατανάλωση και την αγορά, αλλά από την πλευρά του τα χρησιμοποιεί το κράτος για την υλοποίηση της Κοινωνικής του Πολιτικής. Είναι χαρακτηριστικό -όπως τόνισε στη Βουλή κατά την συζήτηση του προϋπολογισμού ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών Θεόδωρος Σκυλακάκης, ότι φέτος για πρώτη φορά καταγράφεται το ύψος της δαπάνης για το κοινωνικό κράτος, που φτάνε πλέον τα 57 δισ. ευρώ.
Έστω λοιπόν ότι ο ίδιος άνθρωπος φορολογείται με το σύστημα που προτείνουμε και άρα δεν έχει να πληρώσει καθόλου φόρο όπως τον γνωρίζουμε σήμερα. Άρα δεν του γίνεται καμία παρακράτηση φόρου στην πηγή. Με αυτή την αλλαγή ο φορολογούμενός μας έχει αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος κατά 4.500 ευρώ. Δηλαδή, μπορεί κα καλύψει όλες τους τις ανάγκες όπως μέχρι εκείνη τη στιγμή και μάλιστα μπορεί να καταναλώσει και επιπλέον χρήματα. Επαφίεται στον ίδιο τί ποσό θα καταναλώσει. Αν θέλει μπορεί να τα ξοδέψει όλα. Άρα εκμεταλλεύεται τα επιπλέον 4.500 ευρώ στο έπακρο, τα οποία θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί, ότι εφόσον οι πάγιες ανάγκες παραμένουν σχεδόν οι ίδιες, αυτά τα επιπλέον 4.500 ευρώ θα διατεθούν για βελτίωση της ποιότητας της ζωής. Για περισσότερη διασκέδαση, για περισσότερα ταξίδια ή για την αγορά προϊόντων που μέχρι σήμερα αδυνατούσε να αποκτήσει. Και το καλύτερο σε όλο αυτό είναι ότι σε αυτή την περίπτωση δεν καταβάλει καθόλου φόρο.
Ας προχωρήσουμε το παράδειγμά μας και λίγο παραπέρα και ας βάλουμε τον πρωταγωνιστή μας να είναι λίγο πιο συνετός. Έχει καλύψει όλες του τις ανάγκες πληρώνοντας 24.000 ευρώ. Άρα του περισσεύουν 1000 ευρώ. Αυτά τα χρήματα φορολογούνται. Και φορολογούνται αδρά. Με 70% flat rate για όλους. Άρα ο άνθρωπός μας δίνει 700 ευρώ στη εφορία αλλά και πάλι του μένουν επιπλέον 300 ευρώ τα οποία και αποταμιεύει.
Πως θα αποδείξει όμως ο συγκεκριμένος φορολογούμενος ότι προχώρησε σε όλες αυτές τις δαπάνες; Μα φυσικά απαιτώντας ηλεκτρονικές αποδείξεις για οτιδήποτε κάνει στη ζωή του, είτε πρόκειται για αγορά προϊόντων, είτε για παροχή υπηρεσιών, όπου συνήθως παρατηρείται και η περισσότερη φοροδιαφυγή. Με αυτό τον τρόπο, πατάσσεται η μη καταβολή του σημαντικότερου φορολογικού εσόδου του κράτους, που δεν είναι άλλο από τον ΦΠΑ. Και πατάσσεται πολύ καλύτερα από την διασύνδεση των ταμειακών μηχανών με το Taxis (αν έρθει ποτέ πλήρως κι αυτή) διότι όσο και να διασυνδεθούν τα μηχανήματα, αν συμφέρει τον πελάτη και τον επαγγελματία ή τον έμπορο να μην κοπεί απόδειξη, τότε πολύ απλά δεν θα κοπεί στον αιώνα τον άπαντα. Και αυτό σημαίνει ότι θα συνεχίσουμε να είμαστε οι τελευταίοι της Ευρώπης στην συγκέντρωση του ΦΠΑ. Ή αν θέλετε θα είμαστε οι πρώτοι στην απώλεια κρατικών εσόδων.
Αυτό όμως μπορεί πολύ εύκολα να αλλάξει, αν ο φορολογούμενος ξέρει ότι με κάθε αγορά και με κάθε απαίτηση απόδειξης, χτίζει την φορολογική του απαλλαγή διότι μαζί με τις αγορές που κάνει, εκπληρώνει και το καθήκον του ως πολίτης, καθώς καταβάλλεται ο ΦΠΑ. Δίνοντας λοιπόν ένα τόσο απλό κίνητρο, ο πολίτης θα θέλει να λαμβάνει απόδειξη κάθε φορά που ανοίγει το πορτοφόλι του.
Περαιτέρω, με αυτό το σύστημα δημιουργείται και επιπλέον εισόδημα για τα δημόσια ταμεία, διότι το κράτος δεν εισπράττει μόνο τον ΦΠΑ για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που άλλαξαν χέρια, αλλά βγαίνουν από τη γκρίζα ζώνη της οικονομίας πολλά έσοδα και αυξάνονται τα κέρδη των επιχειρήσεων. Αυτό σημαίνει ότι βελτιώνεται ο κύκλος εργασιών τους και κατ’ επέκταση αυξάνεται και το ΑΕΠ.
Ας επιστρέψουμε τώρα στο τελευταίο παράδειγμά μας και στον συνετό φορολογούμενο. Είχαμε μείνει εκεί που έκανε δαπάνες 24.000 ευρώ. Κάνοντας έναν αδρό υπολογισμό με μέσο συντελεστή του 24% και του 13% για τα τρόφιμα το 18,5%, τότε ο πρωταγωνιστής μας έχει καταβάλλει ήδη στο κράτος (χωρίς να έχει φορολογηθεί ο ίδιος) 4.440 ευρώ. Και του μένουν και άλλα 1.000 στο πορτοφόλι του. Σε αυτά όπως είπαμε ο φόρος θα είναι υψηλός. Θα μπορούσε να είναι και 70%. Άρα θα δώσει 700 ευρώ. Δηλαδή συνολικά ο ΦΠΑ και ο φόρος εισοδήματος θα είναι περί τα 5.140 ευρώ. Όταν σήμερα ο ίδιος άνθρωπος μόνο για φόρο πληρώνει 4.500 ευρώ και επιπλέον δίνει ΦΠΑ για κάθε καταγεγραμμένη αγορά του, ενώ παράλληλα προσπαθεί -σαν τον διάολο το λιβάνι- να αποφύγει τον συγκεκριμένο φόρο όποτε του δίνεται η ευκαιρία. Όμως αυτό σημαίνει πρακτικά ότι η πραγματική τελική του επιβάρυνση θα είναι 5.140-4.500 = 640 ευρώ. Έτσι θα βοηθούσε και στην κατανάλωση και στην εν γένει ανάπτυξη της αγοράς και της οικονομίας.
Η άποψή μας είναι ότι ο φορολογούμενος θα αισθάνεται ότι έχει υπόληψη. Θα φροντίζει να καταθέτει τη δήλωσή του γρήγορα και όχι να περιμένει τις τυχόν παρατάσεις μέσα στο καλοκαίρι. Ο φορολογούμενος θα νιώθει ότι το εισόδημά του θα κατατίθεται στην εσωτερική αγορά και δεν θα φεύγει στο εξωτερικό από τους φοροφυγάδες που πάντα αναζητούν τους δικούς τους παράδεισους. Με τον τρόπο αυτό, το ίδιο το εισόδημα προσδίδει μία επιπλέον προστιθέμενη αξία αυξάνοντας ραγδαία την κυκλοφοριακή ταχύτητα του χρήματος και το cash flow των επιχειρήσεων.
Νομίζω ότι από όλα τα παραπάνω έχει γίνει πλέον ξεκάθαρο, ότι είναι προς το συμφέρον και του κράτους και των φορολογουμένων και των επαγγελματιών κάθε είδους, να αλλάξουμε τον τρόπο που σκεφτόμαστε την φορολογία εισοδήματος και να υιοθετήσουμε αυτό το σύστημα φορολόγησης που υπολογίζει πλήρως τα έσοδα και τα έξοδα, τους δίνει αξία, αποτυπώνει την πραγματική πορεία του χρήματος, χωρίς «μα» ή αντιρρήσεις, αυξάνει και την φορολογική ύλη του δημοσίου, και την κατανάλωση και τελικά και την αποταμίευση. Με ένα σμπάρο λοιπόν… τρία τρυγόνια.