Γράφει η Ηρώ Ράντου
Ο ασκός του Αιόλου άνοιξε: Tο προεκλογικό αφήγημα που εδραζόταν στη διάκριση μνημόνιο-αντιμνημόνιο οδήγησε τη νέα Κυβέρνηση σε αναδιπλώσεις, καθυστερήσεις και επικοινωνιακά τεχνάσματα. Για να μην φανεί ότι συνθηκολόγησε, η Κυβέρνηση επινόησε τη δημιουργική ασάφεια που τελικά μπλόκαρε τη χρηματοδότηση φέρνοντας τα δημοσιονομικά της χώρας και την πραγματική οικονομία σε ασφυξία.
Ο εγκλωβισμός στο προεκλογικό αυτό αφήγημα διαμόρφωσε τη λανθασμένη διαπραγματευτική στρατηγική της Κυβέρνησης που μας έφερε σήμερα ξανά στο σημείο μηδέν. Όχι μόνο δεν κερδίσαμε από τους εταίρους κάτι διαφορετικό από τις προηγούμενες απαιτήσεις τους στο πλαίσιο του μνημονίου, αλλά βρεθήκαμε, με τρόπο καταλυτικό, έρμαια της σκληρής χρηματοδοτικής πραγματικότητας.
Η ανάγκη, όπως έλεγε ο Βενιαμίν Φραγκλίνος, δεν έκανε ποτέ καλά παζαρέματα. Και με την ετυμηγορία ενός ευρωπαϊκού λαού δεν μπορεί να αλλάξει ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Η ελληνική Κυβέρνηση όμως, εγκλωβισμένη στην πρότερη λαϊκιστική της ρητορεία, τα ζήτησε όλα και δεν κέρδισε τίποτα. Αυτό που θα μπορούσε να κάνει είναι να διεκδικήσει κάτι καλύτερο από τους προκατόχους της, δεσμευόμενη παράλληλα για συγκεκριμένα πράγματα έναντι των δανειστών της.
Κανείς δεν θα πρόσαπτε ευθύνες στην Κυβέρνηση αν δεσμευόταν για την τήρηση των συμφωνηθέντων διεκδικώντας παράλληλα (και κερδίζοντας εν τέλει) 3 απτά και συγκεκριμένα πράγματα: Διευθέτηση του ελληνικού χρέους που αποτέλεσε υπόσχεση των εταίρων μας αλλά παραπέμφθηκε στις καλένδες και λησμονήθηκε από την προηγούμενη Κυβέρνηση, μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 1,5% για την επόμενη τριετία ώστε να γίνει κατορθωτή η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης και μη περαιτέρω μειώσεις μισθών και συντάξεων με συγκεκριμένες προτάσεις για ισοδύναμα μέτρα.
Οι τρεις αυτές αξιώσεις, σε συνδυασμό με την τήρηση του «ευεργετικού» σκέλους του μνημονίου που εμπεριέχει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, θα έφερναν τη συμφωνία με τους εταίρους εν μία νυκτί. Και αυτό γιατί θα αύξαναν τη φερεγγυότητα της ελληνικής Κυβέρνησης τόσο στο εξωτερικό ως προς την τήρηση των συμφωνηθέντων όσο και στο εσωτερικό ως προς την αποφυγή λήψης νέων υφεσιακών μέτρων σε βάρος της ελληνικής κοινωνίας.
Μην ξεχνάμε ακόμη το γεγονός ότι η νέα Κυβέρνηση έχει το άλλοθι του αδοκίμαστου. Αυτό είναι το μεγάλο όπλο της και αυτό όφειλε να αναδείξει. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκ των πραγμάτων, δεν συναλλάχθηκε με τη διαπλοκή και τη διαφθορά. Δεν αφαίμαξε τον ελληνικό λαό για να βολέψει ημετέρους. Δεν δημιούργησε δηλαδή τις προϋποθέσεις για να μπούμε σε μνημόνια και επιτήρηση γιατί πολύ απλά δεν κυβέρνησε ξανά. Το μνημόνιο άλλωστε δεν έγινε τόσο μισητό από τον ελληνικό λαό μόνο και μόνο επειδή εφαρμόστηκε αλλά κυρίως γιατί εφαρμόστηκε από αυτούς που προκάλεσαν τη δημιουργία του.
Για αυτό η διάκριση μνημόνιο-αντιμνημόνιο συνιστά παρωχημένο αφήγημα μετά την έλευση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Τελεύτησε γιατί αντικρούστηκε από την ίδια την πραγματικότητα. Το νέο αφήγημα του Αλέξη Τσίπρα όφειλε να στηρίζεται σε μια νέα διάκριση όπως υφεσιακοί και αντιυφεσιακοί, διαπλεκόμενοι και καθαροί.
Η καθαρότητα και το αίσθημα ευθύνης δίνουν προοπτική στη νέα Κυβέρνηση. Και μια καθαρή Κυβέρνηση δεν είναι αξιέπαινη όταν εξαντλείται σε επικοινωνιακούς τακτικισμούς αλλά όταν καταφέρνει να αποσπάσει καλύτερους όρους σε μια υπάρχουσα, μη αναστρέψιμη συμφωνία. Έτσι έρχεται στην πράξη το χαμόγελο και πάλι στους Έλληνες.