Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα συνέντευξη παραχώρησε στην εφημερίδα «Εποχή» ο ιστορικός Κωστής Κορνέτης, συγγραφέας του βιβλίου «Children of the Dictatorship: Student Resistance, Cultural Politics and the “Long 1960s” in Greece».
Παραθέτω μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
-Δεν μπορούμε να μιλάμε για συγκρουσιακό κύκλο, όπως συχνά λέγεται, που ξεκινάει στα τέλη του 1950 και στις αρχές του 1960 με τα κινήματα του «114» και του «15%» και συνεχίζεται αδιάλειπτος ως το 1974. Στην πραγματικότητα η δικτατορία αποτελεί μια τομή γιατί διακόπτει βίαια και αμετάκλητα αυτόν τον κύκλο διαμαρτυρίας, για να δώσει τη θέση του σε έναν άλλο. Από την άλλη πλευρά, μέσα στη χούντα συντελείται μια σημαντική αλλαγή: ένα μεγάλο μέρος των πολιτικοποιημένων φοιτητών προερχόταν πλέον από την μεσαία τάξη και από συντηρητικές οικογένειες, συχνά με γονείς στρατιωτικούς κτλ.
Σε αντίθεση με την προηγούμενη γενιά των Λαμπράκηδων, που ονομάζω «γενιά Ζ», η οποία προέρχονταν κυρίως από αριστερές ή εργατικές οικογενειακές παραδόσεις, μια νέα γενιά ενηλικιώθηκε μέσα στη χούντα, «Τα παιδιά της Δικτατορίας» – χαρακτηρισμός που παραπέμπει στη θρυλική ταινία του Ζαν Λυκ Γκοντάρ, «Τα παιδιά του Μαρξ και της Κόκα-Κόλα». Είναι μια γενιά που εναγκαλίζεται το κυρίαρχο αριστερό παράδειγμα της εποχής, παρά το γεγονός πως αυτό ερχόταν συχνά σε αντίθεση με το κοινωνικό στάτους ή την πολιτική τοποθέτηση του οικογενειακού της περιβάλλοντος. Έτσι, έκαναν κατά κάποιον τρόπο μια διττή εξέγερση, όχι μόνο απέναντι στο καθεστώς αλλά και στο ίδιο το περιβάλλον τους και τα αποπνικτικά συντηρητικά ήθη της ελληνικής κοινωνίας της εποχής.
-Στα πρώτα, πέτρινα χρόνια της δικτατορίας η δημιουργία μαζικής δράσης ήταν αδύνατη, ακριβώς λόγω του ότι το μέγεθος της καταστολής δεν επέτρεπε τη δημιουργία δομών κινητοποίησης. Η λεγόμενη «ελεγχόμενη φιλελευθεροποίηση» της χούντας, στην προσπάθεια εδραίωσής της, παρείχε στο φοιτητικό κίνημα τις πολιτικές ευκαιρίες που του επέτρεψαν να αναδειχθεί – θυμίζω πως τα πρώτα βήματα του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος έγιναν μέσα από τις προσφυγές στα πρωτοδικεία, διεκδικώντας το δικαίωμα εκλογής αιρετών διοικήσεων στους συλλόγους τους, συνεπώς είχε «λεγκαλιστικά» χαρακτηριστικά που αποσκοπούσαν στην εκμετάλλευση των χαραμάδων του συστήματος.
Το άνοιγμα του καθεστώτος απέτυχε παταγωδώς καθώς μέσω μικρών παραχωρήσεων – και με τη βία να συνεχίζεται αδιάλειπτη – οδήγησε μια νέα γενιά στην πολιτική συνειδητοποίηση, ωθώντας την σε ακόμη μεγαλύτερες διεκδικήσεις σε θέματα ελευθερίας του λόγου και της πολιτικής έκφρασης. Επιπλέον, η αλλαγή κλίματος συνέβαλε στη μαζικοποίηση του κινήματος, υπό την καθοδήγηση -αλλά όχι και τον έλεγχο- μια σειράς οργανώσεων κομουνιστικών αποχρώσεων, με σημαντικότερες βέβαια την Αντι-ΕΦΦΕ, την ΚΟΣ Ρήγας Φεραίος και την ΑΑΣΠΕ.
-Παρά το γεγονός πως η σημερινή πολιτική κατάσταση έχει αρκετά από τα μετα-δημοκρατικά χαρακτηριστικά ενός καθεστώτος «εκτάκτου ανάγκης»,δεν πιστεύω πως βιώνουμε μια «νέα χούντα».Είναι σαφές πως η Ελλάδα δεν βρίσκεται υπό στρατιωτικό δικτατορικό καθεστώς, ολοκληρωτικού ή άλλου τύπου. Θα πρέπει να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί με τη χρήση των όρων, γιατί διαφορετικά οι λέξεις σχετικοποιούνται και χάνουν τη σημασία και το ειδικό τους βάρος. Όλες αυτές οι αναφορές στη δικτατορία – που «δεν τελείωσε το ’73» –καταδεικνύουν μια μεγάλη ανάγκη για ιστορικά σημεία αναφοράς και για τη δημιουργία γενεαλογιών, άσχετα με το κατά πόσο αυτές αντέχουν στη βάσανο της ανάλυσης. Τα όλο και πιο συχνά φαινόμενα αυταρχισμού, παραβίασης της ελευθερίας της έκφρασης και αστυνομικής βίας, δεν πρέπει να μας σπρώχνουν στην παγίδα της υπερβολής και της εξομοίωσης ανόμοιων πραγμάτων, παρά την οργή που δημιουργεί η οριακότητα της κατάστασης και τα ερωτήματα που προκύπτουν σχετικά με την ποιότητα της δημοκρατίας.
-Υπάρχει μια τάση αναθεωρητισμού απέναντι στα γεγονότα της περιόδου της χουντικής επταετίας. Πώς προσεγγίζετε ανάλογες σκέψεις;
Αν αναφέρεστε στον αναθεωρητισμό σε σχέση με το γεγονός πως υπήρχαν μεγάλα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας που συνειδητά και ανοιχτά στήριξαν το καθεστώς, πιστεύω πως είναι καλοδεχούμενος. Είναι καιρός να μιλήσουμε ανοιχτά για αυτό το τεράστιο ταμπού. Εάν μιλάτε για τον αναθεωρητισμό σε σχέση με το Πολυτεχνείο, αυτός με βρίσκει απέναντι του.
Η συλλήβδην απαξίωση της γενιάς του Πολυτεχνείου είναι αντίστοιχη με αυτήν της γενιάς του ‘68 σε άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα στη Γαλλία, και είναι βολική γιατί έχουμε ανάγκη από εξιλαστήρια θύματα, ειδικά στην παρούσα συγκυρία. Αν όμως αυτή η τάση δεν είναι καινούργια, για πρώτη όμως φορά βλέπουμε μια συνειδητή απόπειρα αμφισβήτησης της κομβικότητας του Πολυτεχνείου και την προώθηση της άποψης πως ίσως τα πράγματα να είχαν εξελιχθεί καλύτερα για τη χώρα αν δεν είχε συμβεί – όπως για παράδειγμα στο θέμα της Κύπρου. Αυτή την οπτική τη θεωρώ όχι απλώς εξαιρετικά άστοχη και ανιστορική, αλλά και άκρως επικίνδυνη. Το Πολυτεχνείο, από ένας γενικά αποδεχτός τόπος μνήμης τις τελευταίες δεκαετίες, μετατρέπεται σταδιακά αλλά τάχιστα σε διχαστικό μνημονικό γεγονός, που θυμίζει τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης.