Γράφει ο Ceteris Paribus
Οι διεργασίες και προβληματισμοί στην εγχώρια πολιτικο-επιχειρηματική ελίτ έχουν πλέον σαφή άξονα αναφοράς την εκτίμηση ότι η διεύρυνση της σημερινής κυβερνητικής πλειοψηφίας είναι πλέον υποχρεωτική διαδρομή, καθώς εκτιμάται ότι η παρούσα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ δεν μπορεί «εξ ιδίων» να σηκώσει το βάρος της υλοποίησης του τρίτου μνημονίου. Ποια διεύρυνση όμως και μέχρι πού; Με ποιον «κουμανταδόρο»; Σε ποιες συνθήκες και σε ποιο πολιτικό «κλίμα»; Μπροστά στα παρεπόμενα αυτά ερωτήματα, οι γνώμες αναπόφευκτα διχάζονται. Καθώς κινούνται οι πολιτικές εξελίξεις, διαμορφώνονται δύο «στρατόπεδα»: των «συναινετικών» και των «ανατρεπτικών».
Η συλλογιστική των πρώτων λέει περίπου τα εξής: αυτή η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ έχει ήδη εξαντλήσει την πολιτική της δυναμική και είναι ανίκανη να σηκώσει το βάρος της υλοποίησης του τρίτου μνημονίου. Αν τα κόμματα της αντιπολίτευσης σταθούν όλα απέναντι και την απομονώσουν, τότε θα υποχρεωθεί να παλέψει με όλα τα μέσα για την επιβίωσή της, με πρώτο και καλύτερο τον Τσίπρα, που έχει ρισκάρει πολλά και σε προσωπικό επίπεδο και δεν θα φύγει χωρίς να δώσει σκληρή μάχη. Έτσι, το αδιέξοδο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ θα μετατραπεί σε εθνική κρίση σε συνθήκες εμφυλιοπολεμικού κλίματος, με τεράστιους κινδύνους και ρίσκα για τη χώρα. Μεταξύ άλλων, εκτιμούν ότι ένα νέο, οξύ επεισόδιο υποτροπής της ελληνικής κρίσης, ίσως θα είναι καθοριστικό για να επιβληθούν οριστικά τα σχέδια για Grexit.
Υιοθετούν λοιπόν μια τακτική σαν αυτή που εγκαινίασε ο ηττημένος των εσωκομματικών εκλογών της ΝΔ Βαγγέλης Μεϊμαράκης: πίεση στον Τσίπρα να εγκαταλείψει το μονοπώλιο της εξουσίας, προσφέροντάς του όμως διεξόδους αξιοπρεπούς παρουσίας του στα πολιτικά πράγματα και ρόλου σε μια «οικουμενική» κυβέρνηση. Πιστεύουν ότι αν ο ΣΥΡΙΖΑ μπει στη διαδικασία της «οικουμενικής», ακόμη και με τον Τσίπρα «μεταβατικό» πρωθυπουργό μιας τέτοιας «οικουμενικής» μέχρι να διεξαχθούν πρόωρες εκλογές, θα μπει σε αναπότρεπτη διαδικασία πολιτικής αποδρομής. Πρέπει η πτώση του ΣΥΡΙΖΑ να γίνει σε «βελούδινες» συνθήκες και χωρίς να δημιουργήσει την αίσθηση στον Αλέξη Τσίπρα και την ηγετική του ομάδα ότι βρίσκονται σε «περικυκλωμένο έδαφος» χωρίς καμία οδό διαφυγής, διότι έτσι δεν θα του αφήσουν άλλη επιλογή παρά να δώσει σκληρή μάχη με όλα τα διαθέσιμα «όπλα».
Οι δεύτεροι, θεωρούν ότι οι δραματικοί τόνοι στις εκτιμήσεις των πρώτων είναι υπερβολικοί. Ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ούτως ή άλλως είναι μια «παρένθεση» στη διακυβέρνηση της χώρας, ότι η πολιτική του αποκαθήλωση έχει ήδη συντελεστεί στη συνείδηση των πολιτών και δεν απομένει παρά να ολοκληρωθεί και με την πτώση του από την κυβέρνηση. Ότι μια τέτοια «καθαρή πτώση» είναι το βέλτιστο σενάριο για την αποκατάσταση του πολιτικού κύρους της χώρας και πως μια τέτοια «αποκαθήλωση» θα γίνει σχετικά ομαλά, καθώς θα τη δουν με ανακούφιση και οι δανειστές, οι οποίοι έτσι θα «εγγυηθούν» την ομαλή μετάβαση. Προσθέτουν επίσης ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταρρεύσει από τις αντιφάσεις του και αποποιούνται την κατηγορία περί δημιουργίας «εμφυλιοπολεμικού» κλίματος.
Το debate αυτό καλά κρατεί, έχοντας παρελθόν, παρόν και μέλλον. Στις συνθήκες που διαμορφώνονται οι απόψεις και των δύο στρατοπέδων καλούνται εκ των πραγμάτων να δοκιμαστούν στην «καυτή πραγματικότητα», και να επαληθευτούν ή να μην επαληθευτούν. Η δυναμική και οι μορφές της κινητοποίησης των αγροτών αλλά και το κλίμα που διαμορφώνεται στην αντιπαράθεση για τις ραδιοτηλεοπτικές άδειες τροφοδοτούν σενάρια «ανατροπής». Ωστόσο το μήνυμα που εκπέμπεται σταθερά και με κλιμακούμενη ένταση από το Μαξίμου είναι σαφές: «Αν πάνε να μας ρίξουν τότε… γαία πυρί μιχθήτω».