Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος*
Για το υψηλό του θεολογικό του φρόνημα και την απαράμιλλη προσήλωσή του στην Ορθοδοξία, ο Άγιος Αθανάσιος, είχε χαρακτηριστεί στύλος της Ορθοδόξου πίστεως. Ενώ για το δυσθεώρητο κύρος του ως πατερική φυσιογνωμία, αλλά και την πλατιά απήχηση που είχε στον ορθόδοξο κόσμο απεκλήθη μέγας.
Ο Άγιος Αθανάσιος είδε το φώς της ζωής το 296 μ.Χ. ή το 295 κατά άλλους μελετητές της ορθοδοξίας. Οι γονείς του ήταν φτωχοί και δεν είχε την οικονομική άνεση για να λάβει την μόρφωση που επιθυμούσε. Πάραυτα με την επίπονη και σκληρή προσωπική του μελέτη κατόρθωσε να σφυρηλατήσει ένα πολύ σπουδαίο θεωρητικό υπόβαθρο στην θεολογία και την φιλοσοφία.
Ενδεικτική μάλιστα εδώ είναι και η αναφορά του ιεράρχη Αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού για την διεξοδική και πλήρη μελέτη της Αγίας Γραφής από τον Άγιο Αθανάσιο. Από νεαρή ηλικία άλλωστε έδειξε ιδιαίτερο ζήλο για την μελέτη των ορθοδόξων κειμένων και την χριστιανική διδασκαλία, κάτι που θα τον ακολουθούσε σε όλην του την ζωή.
Οικονομική άνεση όπως προαναφέραμε ο Άγιος Αθανάσιος δεν είχε, ωστόσο οι γονείς του ήταν ευλαβικοί και ενάρετοι και τον γαλούχησαν με αγάπη και ξεχωριστή φροντίδα, σε ευγενή ηθικά πρότυπα ζωής. Θεσμικά θα ενταχθεί στο φάσμα της ορθοδόξου πίστεως με την χειροτόνησή του ως διάκονος το 312 μ.χ. από τον πατριάρχη Αλεξανδρείας Αλέξανδρο. Η χρονική αυτή περίοδος ταυτίζεται, με τις μεγάλες αναστατώσεις στο φάσμα της ορθοδοξίας, από την εμφάνιση της αίρεσης του Αρείου και των θεολογικά ομοϊδεατών του. Γεγονός που συγκλόνισε τον ορθόδοξο κόσμο και υπέσκαψε το θεολογικό φρόνημα πολλών χριστιανών.
Ο Άγιος Αθανάσιος ωστόσο καίτοι νεαρός στην ηλικία, αλλά χαμηλόβαθμος στην ιερατική ιεραρχία, προσήλθε με θάρρος και παρρησία στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας το 325 μ.Χ. και καταπλήσσοντας τους παρευρισκομένους επισκόπους, διατύπωσε ακλόνητα επιχειρήματα για την κατάρριψη του Αρειανισμού, εστιάζοντας στο Ομοούσιο της Αγίας Τριάδος. Ήταν μια εκδήλωση της υψηλής και στέρεας θεολογικής του παιδείας, γονιμοποιημένης από την ευλογία του θεού, προκειμένου να αποβληθεί το εξάμβλωμα της αρειανικής αιρέσεως από το σώμα της εκκλησίας.
Κατ΄ουσίαν, όπως έχει καταγραφεί από τους μεγάλους πατέρες της εκκλησίας μας, τα πρώτα επτά άρθρα του Ιερού Συμβόλου της Πίστεώς μας δηλαδή του «Πιστεύω», τεκμηριώθηκαν από τον Άγιο Αθανάσιο, που άφησε αναλλοίωτο έτσι το πολυεπίπεδο θεολογικό του αποτύπωμα στην ορθόδοξη ιστορία. Το 326 μ.Χ. ή το 328 ο Άγιος Αθανάσιος, εκλεγμένος από τον κλήρο και τον λαό, ανήλθε στο ύπατο αξίωμα του επισκόπου Αλεξανδρείας διαδεχόμενος τον Αλέξανδρο. Και επισκοπούσε την διδασκαλία του κυρίου, με ευγενές θεολογικό ήθος, αλλά και με αυστηρά προσήλωση συνάμα στους ιερούς κανόνες.
Γνωρίζοντας την καιροσκοπική θεολογικά συμπεριφορά του Αρείου, ο Άγιος Αθανάσιος του αρνήθηκε την κοινωνία. Κάτι που τον έφερε αντιμέτωπο με την υψηλή πολιτική επιρροή που διέθετε στον αυτοκρατορικό θρόνο ο Άρειος, επισύροντας σωρεία διώξεων και βασανιστηρίων. Με αλλεπάλληλες συκοφαντίες προς τους αυτοκράτορες Μ. Κωνσταντίνο, Κωνσταντίνο τον υιό, Ιουλιανό τον Παραβάτη και τον Ουάλη, ο Άρειος και οι συνοδοιπόροι του ειδωλολάτρες ή Εθνικοί, όπως αποκαλούνταν, κατόρθωσαν να εκδιώξουν τον Αθανάσιο από τον επισκοπικό θρόνο και να τον εξορίσουν συνάμα πολλές φορές.
Όμως, παρ όλες τις διώξεις και τα παρελκόμενα βασανιστήρια, δεν εκάμφθη ποτέ το υψηλό και αδαμάντινο φρόνημα του μεγάλου πατέρα της εκκλησίας μας. Ο Άγιος Αθανάσιος εξορίστηκε στην πόλη Τρίβερι (Τρέβιρα) της Γαλλίας, φυγαδεύτηκε στη Ρώμη και στην συνέχεια στην έρημο και για πολλούς μήνες έμενε κρυμμένος σε υπόγεια και τρώγλες, υφιστάμενος χίλιες μύριες ταλαιπωρίες. Συνολικά διήρκεσαν 46 ολόκληρα χρόνια οι αλλεπάλληλοι διωγμοί του. Ενώ εμβόλιμα πολλοί από τους αυτοκράτορες που τον εξεδίωκαν, αναγνωρίζοντας την πλάνη τους, τον ανακαλούσαν στο επισκοπικό του αξίωμα. Όμως και ο επόμενος νέος αυτοκράτορας, υπό την επίρροια των ανθρώπων του Αρείου, υπέπεφτε στο ίδιο ολίσθημα της δίωξης του Μεγάλου Αθανασίου, υιοθετώντας τις σκευωρίες που είχαν χαλκευτεί για τον σκοπό αυτό.
Το χρονικό διάστημα που ο Αθανάσιος κρύβονταν στην έρημο, απόλαυσε την ηθική θαλπωρή και στήριξη των μοναχών της ερήμου, ηγέτιδα φυσιογνωμία των οποίων ήταν ο Άγιος Αντώνιος. Ο Αθανάσιος γοητεύτηκε από την ιερά ασκητική μορφή του Αγίου Αντωνίου, που ήταν αξεπέραστο πρότυπο της μοναστικής ζωής και συνέγραψε έτσι και τον βίο του. Όμως είχε σημάνει η ώρα της ηθικής αποκατάστασης του Αγίου Αθανασίου, μετά από πολύχρονες διώξεις και εξορίες και επέστρεψε έτσι μετά βαΐων και κλάδων στον επισκοπικό θρόνο της Αλεξανδρείας, διδάσκοντας και ιεραρχώντας τον ορθόδοξο λαό.
Τελικά, μετά από όλη αυτή την πολύπλαγκτη και βασανιστική μακραίωνη θεολογική του πορεία, παρέδωσε το πνεύμα του στην θεία δύναμη στις 2 Μαΐου του 373 μ.Χ. Η ορθόδοξη εκκλησία μας τιμά την μνήμη του Αγίου Αθανασίου του Μέγα στις 2 Μαΐου και στις 18 Ιανουαρίου κάθε χρόνο.
*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος είναι Α΄ Αναπληρωματικός Δημοτικός Σύμβουλος Αθηναίων.