Γράφει Σταύρος Τασιόπουλος *
Η διάκριση που εισάγεται με την εξεταζόμενη Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου (αρ. 6/28-2-2012), αναφορικά με την ηλικία των εργαζομένων, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Δικαίου της Ε.Ε. Τόσο κατά το πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο, όπου σύμφωνα με το άρ. 21 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., που έχει πλέον ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες της Ε.Ε. όσο και κατά το παράγωγο ευρωπαϊκό δίκαιο με το οποίο εξειδικεύεται το αρ. 21 του Χάρτη, με την Οδηγία 2000/78 ΕΚ και την εφαρμογή της ν.3304/2005, η ηλικία απαγορεύεται ως κριτήριο διάκρισης.
Περαιτέρω στην Οδηγία αυτή εκφράζεται το γεγονός ότι μια διαφορετική μεταχείριση δεν προκύπτει διάκριση εάν υφίσταται ένας θεμιτός στόχος όπως η καταπολέμηση της υψηλής ανεργίας των νέων. Ο στόχος αυτός όμως πρέπει να πληροί και της προϋποθέσεις της αρχής της αναλογικότητας και της ισότητας που η παραβίασή τους καθιστά την όποια ρύθμιση αντίθετη με το Σύνταγμα και το Κοινοτικό Δίκαιο.
Με πληθώρα ερευνών καθίσταται αμφίβολο αν η μείωση του κόστους απασχόλησης των νέων εργαζομένων κάτω των 25 ετών, πληροί το κριτήριο της προσφορότητας, κάτι που έχει επισημάνει και το Δίκαιο της Ευρωπαικής Ένωσης (ΔΕΚ. 5-5-2009, υπόθεση C-388/07, Age Concern England). Οι απλές γενικεύσεις που αφορούν την καταλληλότητα συγκεκριμένου μέτρου να συμβάλλει στην πολιτική απασχολήσεως της αγοράς εργασίας ή της επαγγελματικής καταρτίσεως δεν αρκούν για να αποδειχθεί ότι ο στόχος αυτού του μέτρου είναι ικανός να δικαιολογήσει την παρέκκλιση από την αρχή αυτής, αλλά ούτε και αποτελούν στοιχεία που επιτρέπουν ευλόγως να κριθεί ότι τα επιλεγέντα μέτρα ήταν πρόσφορα για την υλοποίηση του σκοπού αυτού.
Με αυτές τις σκέψεις το Δίκαιο της Ε.Ε. δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών σχετικά με την εκφραζόμενη δια της ρύθμισης στόχευσης περί καταπολέμησης της υψηλής ανεργίας των νέων μιας και αυτή στην ουσία δεν τεκμαίρεται.
Περαιτέρω η ίδια μείωση προβλεπόταν και για τους μαθητευομένους ηλικίας 15-18 ετών όπου κρίθηκε μη συμβατή με τα αρ. 7 παρ. 7, 10 παρ. 2, 4 παρ 1 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη – απόφαση Επιτ. 23/5/2012,
Επίσης οι νομοθετικές ρυθμίσεις για τους νέους συγκρούονται ευθέως και με διατάξεις του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (ΕΚΧ). Εδώ σημειώνεται η σχετική προσφυγή της ΑΔΕΔΥ, για την αντίθεση των διατάξεων του ν. 3863/2010 για τους νέους με τις διατάξεις του ΕΚΧ, υπ’ αριθμ. 66/2011, που υποβλήθηκε από τη ΓΕΝΟΠ/ΔΕΗ και την ΑΔΕΔΥ κατά της Ελλάδας ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων. Συνολικά υποβλήθηκαν δύο συλλογικές προσφυγές από τη ΓΕΝΟΠ/ΔΕΗ και την ΑΔΕΔΥ κατά της Ελλάδας ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων, οι υπ’ αριθμ. 65/2011 και 66/2011, οι οποίες κρίθηκαν παραδεκτές από την Επιτροπή.
Ακόμη οι πρόσφατες ρυθμίσεις βρίσκονται σε αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 του ΕΚΧ για το δικαίωμα σε δίκαιη αμοιβή, που έχει ερμηνευθεί από την Επιτροπή ως δικαίωμα που αποκλείει κάθε μορφή διάκρισης στην εργασία. Επίσης είναι αντίθετες και με το άρθρο 1 του ΕΚΧ για την προστασία του δικαιώματος της εργασίας, το οποίο στην παράγραφο 1 προβλέπει πως τα μέρη δεσμεύονται ότι αποδέχονται ως πρωταρχικό στόχο την επίτευξη και διατήρηση ενός υψηλού και σταθερού επιπέδου εργασίας, προσβλέποντας στην πλήρη απασχόληση.
Τεκμαίρεται λοιπόν, ότι από πλευράς κοινοτικού δικαίου δεν μπορούν να βρεθούν ερείσματα που να επιτρέπουν στο πλαίσιο ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας , μέτρα μισθολογικών διακρίσεων ιδίως για νέους εργαζόμενους και νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας. Τίθεται πλέον ξεκάθαρο το ερώτημα, ποια είναι τελικώς η ισχύς του κοινοτικού δικαίου στην χώρα και κυρίως ποια η ανάγκη της, διότι μάλλον προκύπτουν δυο μέτρα και δυο σταθμά. Από τη μία η πιστή εφαρμογή των Μνημονίων και από την άλλη η επιλεκτική εφαρμογή κοινοτικών κανόνων δικαίου.
* O Σταύρος Τασιόπουλος είναι μεταπτυχιακός φοιτητής Δημοσίου Δικαίου & Πολ. Επιστήμης Nομικής Δ.Π.Θ.