Η κατάθλιψη ίσως να μην προκαλείται από τα χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης, σύμφωνα με νέα έρευνα. Μια ανασκόπηση μελετών του University College του Λονδίνου (UCL) διαπίστωσε ότι η κατάθλιψη ίσως να μην προκαλείται από χημική ανισορροπία του εγκεφάλου. Οι ερευνητές της ανασκόπησης πιστεύουν ότι θα πρέπει να εξεταστούν άλλες θεραπείες αντί για αντικαταθλιπτικά φάρμακα.
Ωστόσο, άλλοι ιατρικοί εμπειρογνώμονες προτρέπουν τους ανθρώπους να μην σταματήσουν να παίρνουν αντικαταθλιπτικά φάρμακα λόγω των ευρημάτων και υποστηρίζουν ότι είναι αποτελεσματικά στη θεραπεία της κατάθλιψης.
Σύμφωνα με το Εθνικό Σύστημα Υγείας (NHS), περίπου 8,3 εκατομμύρια άνθρωποι στο Ηνωμένο Βασίλειο λαμβάνουν αντικαταθλιπτικά, τα οποία λειτουργούν διορθώνοντας τα ασυνήθιστα χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης.
Οι ερευνητές της μελέτης δήλωσαν ότι το 85-90% του κοινού πιστεύει ότι η κατάθλιψη προκαλείται από χαμηλότερα επίπεδα σεροτονίνης ή από χημική ανισορροπία.
«Νομίζω ότι μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι μετά από ένα τεράστιο όγκο ερευνών που διεξήχθησαν επί πολλές δεκαετίες, δεν υπάρχουν πειστικές αποδείξεις ότι η κατάθλιψη προκαλείται από ανωμαλίες της σεροτονίνης, ιδίως από χαμηλότερα επίπεδα ή από μειωμένη δραστηριότητα της σεροτονίνης», δήλωσε η επικεφαλής συγγραφέας Τζοάνα Μόνκριφ, καθηγήτρια ψυχιατρικής στο UCL.
«Η δημοτικότητα της θεωρίας της ‘χημικής ανισορροπίας’ για την κατάθλιψη συνέπεσε με μια τεράστια αύξηση της χρήσης αντικαταθλιπτικών», τόνισε η ερευνήτρια.
«Χιλιάδες άνθρωποι υποφέρουν από τις παρενέργειες των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, συμπεριλαμβανομένων των σοβαρών στερητικών συμπτωμάτων που μπορεί να εμφανιστούν όταν οι άνθρωποι προσπαθούν να τα σταματήσουν, ωστόσο τα ποσοστά συνταγογράφησης συνεχίζουν να αυξάνονται», πρόσθεσε η Μόνκριφ.
«Πιστεύουμε ότι η κατάσταση αυτή οφείλεται εν μέρει στην εσφαλμένη πεποίθηση ότι η κατάθλιψη οφείλεται σε χημική ανισορροπία. Είναι καιρός να ενημερώσουμε το κοινό ότι αυτή η πεποίθηση δεν έχει επιστημονική βάση», σημείωσε.
Η ανασκόπηση εξέτασε μελέτες στις οποίες συμμετείχαν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι και ένα από τα ευρήματά τους ήταν ότι οι έρευνες που συνέκριναν τα επίπεδα της σεροτονίνης και των προϊόντων διάσπασής της στο σώμα, δεν διαπίστωσαν διαφορά μεταξύ των ατόμων που διαγνώστηκαν με κατάθλιψη και των υγιών ατόμων. Οι ερευνητές εξέτασαν επίσης μελέτες στις οποίες τα επίπεδα σεροτονίνης μειώθηκαν τεχνητά σε εκατοντάδες ανθρώπους και διαπίστωσαν ότι αυτό δεν είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση κατάθλιψης στους συμμετέχοντες.
Άλλες μελέτες παρατήρησαν τις επιπτώσεις των στρεσογόνων γεγονότων και διαπίστωσαν ότι όσο περισσότερο άγχος είχε βιώσει ένα άτομο, τόσο πιο πιθανό ήταν να πάθει κατάθλιψη. Οι ερευνητές διαπίστωσαν βρήκαν ενδείξεις ότι τα αντικαταθλιπτικά μπορεί στην πραγματικότητα να μειώνουν τα επίπεδα σεροτονίνης μακροπρόθεσμα.
«Δεν καταλαβαίνουμε τι ακριβώς κάνουν τα αντικαταθλιπτικά στον εγκέφαλο και αυτού του είδους η παραπληροφόρηση εμποδίζει τους ανθρώπους να πάρουν μια τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με το αν θα επιλέξουν να πάρουν αντικαταθλιπτικά ή όχι», τόνισε η Μόνκριφ.
«Η αποτελεσματικότητα των αντικαταθλιπτικών διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο και οι λόγοι γι’ αυτό είναι πολύπλοκοι, γι’ αυτό είναι σημαντικό η φροντίδα των ασθενών να βασίζεται στις ανάγκες του κάθε ατόμου και να επανεξετάζεται τακτικά», δήλωσε εκπρόσωπος του Βασιλικού Κολλεγίου Ψυχιάτρων.
«Η συνεχής έρευνα για τις θεραπείες της κατάθλιψης είναι σημαντική και μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα καθώς και την αποτελεσματικότητά τους», πρόσθεσε.
«Η φαρμακευτική αγωγή θα πρέπει να είναι διαθέσιμη για όποιον τη χρειάζεται. Δεν θα συνιστούσαμε σε κανέναν να σταματήσει να παίρνει αντικαταθλιπτικά φάρμακα με βάση αυτή την ανασκόπηση και ενθαρρύνουμε οποιονδήποτε έχει ανησυχίες σχετικά με τη φαρμακευτική του αγωγή να επικοινωνήσει με τον γιατρό τους», τόνισε ο εκπρόσωπος.
Τα ευρήματα της ανασκόπησης δημοσιεύθηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση «Molecular Psychiatry».