Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης ανέπτυξαν μια νέα τεχνική που θα μπορούσε να επιταχύνει την ανάπτυξη θεραπειών για τη νόσο του Πάρκινσον. Συγκεκριμένα, η ομάδα παρακολούθησε την ποσοτική εξέλιξη των κινητικών συμπτωμάτων της νόσου με τη βοήθεια φορετών αισθητήρων και αλγορίθμων μηχανικής μάθησης. Μελετώντας περισσότερες από 100 μετρήσεις, οι ερευνητές μπόρεσαν να εντοπίσουν ανεπαίσθητες αλλαγές στις κινήσεις των ατόμων με Πάρκινσον, μια νευροεκφυλιστική ασθένεια που πλήττει 10 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως.
Οι νέες μέθοδοι που περιγράφονται σε αυτή τη μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «npj Parkinson’s Disease», μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους κλινικούς γιατρούς παράλληλα με τις πιο παραδοσιακές κλινικές κλίμακες αξιολόγησης, όχι μόνο για να βελτιώσουν την ακρίβεια της διάγνωσης, αλλά και για να παρακολουθήσουν την εξέλιξη της νόσου του Πάρκινσον. Οι ερευνητές τόνισαν ότι τα ευρήματα της μελέτης τους θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους επιστήμονες να δουν κατά πόσον τα νέα φάρμακα και άλλες θεραπείες για τη νόσο του Πάρκινσον επιβραδύνουν την εξέλιξη της νόσου.
Οι ερευνητές τοποθέτησαν στο στήθος, στη βάση της σπονδυλικής στήλης, στον καρπό και στο ένα πόδι κάθε συμμετέχοντα έξι αισθητήρες, οι οποίοι παρακολουθούσαν 122 φυσιολογικές μετρήσεις. Η ομάδα επισήμανε αρκετές δεκάδες μετρήσεις ως ενδεικτικές της εξέλιξης της νόσου. Οι συμμετέχοντες στη μελέτη επισκέπτονταν την κλινική κάθε τρεις μήνες, προκειμένου οι ερευνητές να προσδιορίσουν το συντομότερο χρονικό διάστημα κατά το οποίο θα μπορούσαν να ανιχνεύσουν την εξέλιξη της νόσου. Διαπίστωσαν ότι η εξέλιξη της νόσου θα μπορούσε να ανιχνευθεί σε μόλις 15 μήνες με την τεχνική τους.
«Η δυνατότητα παρακολούθησης της εξέλιξης των κινητικών συμπτωμάτων σε άτομα με νευρολογικές διαταραχές όπως η νόσος του Πάρκινσον είναι σημαντική για δύο βασικούς λόγους: οι κλινικοί γιατροί πρέπει να είναι σίγουροι για την εκτίμησή τους σχετικά με την εξέλιξη της νόσου σε μεμονωμένους ασθενείς και οι ερευνητές που διεξάγουν κλινικές δοκιμές πρέπει να είναι σε θέση να μετρήσουν πόσο καλά λειτουργούν οι θεραπευτικές παρεμβάσεις», δήλωσε στους New York Times η Χρυσταλίνα Αντωνιάδη, επικεφαλής της μελέτης και νευροεπιστήμονας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
«Είναι συναρπαστικό. Τώρα ελπίζουμε να είμαστε σε θέση να πούμε αν ένα φάρμακο είναι αποτελεσματικό ή όχι», σημείωσε.
Οι συγγραφείς της μελέτης κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι αισθητήρες αποδείχθηκαν πιο αποτελεσματικοί στην παρακολούθηση της εξέλιξης της νόσου «από τις συμβατικά χρησιμοποιούμενες κλινικές κλίμακες αξιολόγησης». Προς το παρόν, οι κλινικοί γιατροί χρησιμοποιούν συστήματα βαθμολόγησης για να αξιολογήσουν τα βασικά συμπτώματα των ατόμων με νόσο του Πάρκινσον. Ωστόσο, επισημαίνει η επιστήμονας, υπάρχει ένα στοιχείο υποκειμενικότητας στην αξιολόγηση και διαφορετικοί κλινικοί γιατροί μπορεί να μην παρέχουν πανομοιότυπες βαθμολογίες. Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι οι κλίμακες δεν είναι ομοιόμορφα διατεταγμένες – η διαφορά μεταξύ των βαθμολογιών 30 και 40 μπορεί να μην είναι η ίδια με τη διαφορά μεταξύ 40 και 50 για παράδειγμα. Αυτό σημαίνει ότι η ανίχνευση της εξέλιξης της νόσου θα μπορούσε να καθυστερήσει.
Μετά τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων, η Δρ. Αντωνιάδη και η ομάδα της κατακλύστηκαν από μηνύματα συναδέλφων και μέσων ενημέρωσης που τους ρωτούσαν αν είχαν βρει θεραπεία για το Πάρκινσον. Η ίδια ξεκαθάρισε ωστόσο ότι πρόκειται για ένα εργαλείο που θα μπορούσε να επιταχύνει την ανάπτυξη θεραπειών για τη νόσο. Η ερευνήτρια δήλωσε αισιόδοξη για τη δυνατότητα χρήσης τέτοιων αισθητήρων για την παρακολούθηση άλλων ασθενειών, όπως η νόσος Αλτσχάιμερ. Οι γιατροί παραμένουν ζωτικό μέρος της διαδικασίας, πρόσθεσε, με τους αισθητήρες να συμπληρώνουν τις παρατηρήσεις τους.
ΠΗΓΗ: New York Times, Medicalxpress
Πηγή: ertnews.gr