Οι πλημμυροπαθείς διατρέχουν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο θανάτου ακόμα και μήνες μετά την υποχώρηση των υδάτων, προειδοποιεί νέα παγκόσμια μελέτη. Οι ερευνητές της μελέτης διαπίστωσαν πως ο κίνδυνος θανάτου για τους ανθρώπους αυτούς, είναι αυξημένος για 3 με 6 εβδομάδες μετά το συμβάν. Αυτό πιθανώς οφείλεται στη μειωμένη πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας λόγω του κλεισίματος των δρόμων, καθώς και στην αυξημένη έκθεση στη μαύρη μούχλα και σε άλλους μολυσματικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των παθογόνων μικροοργανισμών, λένε οι ερευνητές.
Αξίζει να σημειωθεί πως οι πλημμύρες αποτελούν το 43% όλων των ακραίων καταστροφών και προβλέπεται να αυξηθούν σε σοβαρότητα, διάρκεια και συχνότητα, εξαιτίας της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
Ο καθηγητής Γιούμινγκ Γκούο από το Πανεπιστήμιο Monash, ο οποίος ήταν επικεφαλής της μελέτης, δήλωσε ότι ο κίνδυνος μεταδοτικών ασθενειών, όπως οι γαστρεντερικές παθήσεις, είχε εξεταστεί στο παρελθόν, αλλά η ομάδα του ήθελε να διερευνήσει τον αντίκτυπο στις καρδιαγγειακές και αναπνευστικές παθήσεις και πόσο μπορεί να διαρκέσει αυτός ο αντίκτυπος.
Οι ερευνητές μελέτησαν στοιχεία από 761 κοινότητες σε 34 χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Αυστραλίας, που είχαν βιώσει τουλάχιστον μία πλημμύρα κατά τη δεκαετία από το 2000 και μετά. Επανεξέτασαν τον αριθμό των θανάτων συνολικά και επικεντρώθηκαν σε 11,1 εκατ. θανάτους από καρδιαγγειακά αίτια και 4,9 εκατ. θανάτους από αναπνευστικές παθήσεις. Στη συνέχεια τα συνέκριναν με δεδομένα πλημμυρών και θερμοκρασίας κατά την ίδια περίοδο.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν πως ο κίνδυνος θνησιμότητας αυξήθηκε και παρέμεινε έως και για 50 ημέρες για τους θανάτους από καρδιαγγειακά αίτια και 60 ημέρες για τους θανάτους από αναπνευστικές παθήσεις μετά τις πλημμύρες. Οι θάνατοι από όλες τις αιτίες κορυφώθηκαν στις 25 ημέρες μετά από μια πλημμύρα, σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο «BMJ».
Μεταξύ των 35 χωρών, έως και το 0,10% των θανάτων από κάθε αιτία, το 0,18% των θανάτων από καρδιαγγειακά αίτια και το 0,41% των θανάτων από αναπνευστικές παθήσεις, αποδόθηκαν σε πλημμύρες. Αυτές οι συσχετίσεις μεταξύ πλημμυρών και θνησιμότητας διέφεραν ανάλογα με τον τοπικό τύπο κλίματος και ήταν πιο σημαντικές σε πληθυσμούς με χαμηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο ή υψηλά ποσοστά ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω.
Η μελέτη δεν εξέτασε την ακριβή αιτία των θανάτων, αλλά σύμφωνα με τον Γκούο, η μειωμένη πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας και η έκθεση σε μολυσματικούς παράγοντες πιθανώς έπαιξαν ρόλο.
«Οι κυβερνήσεις πρέπει να παρακολουθούν και να προστατεύουν τους ανθρώπους από τις επιπτώσεις στην υγεία για εβδομάδες μετά το συμβάν, όχι μόνο τις αμέσως επόμενες ημέρες», τόνισε ο ερευνητής.
«Πρέπει να γίνουν περαιτέρω έρευνες να δούμε γιατί αυξάνονται τα ποσοστά θανάτου, ώστε να μπορέσουμε να στοχεύσουμε καλύτερα τις στρατηγικές πρόληψης», δήλωσε η αναπληρώτρια καθηγήτρια Λιζ Χάνα, από το Ινστιτούτο για το Κλίμα, την Ενέργεια και τις Λύσεις Καταστροφών του Εθνικού Πανεπιστημίου της Αυστραλίας.
Η αδυναμία πρόσβασης σε φάρμακα μαζί με το άγχος και τη θλίψη θα μπορούσαν επίσης να επιδεινώσουν τις υπάρχουσες συνθήκες υγείας, σύμφωνα με τους ερευνητές.
«Οι ψυχο-φυσιολογικές οδοί είναι ελάχιστα κατανοητές, αλλά αποδεδειγμένα πραγματικές», συμπλήρωσε η Χανα.
Η μελέτη είναι σημαντική. Επισημαίνει τις διαρκείς και ουσιαστικές επιπτώσεις στην υγεία που απορρέουν από ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως οι πλημμύρες, τα οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την κλιματική αλλαγή», δήλωσε η Δρ. Κίμπερλι Χάμφρεϊ, ιατρική σύμβουλος δημόσιας υγείας της SA Health.
Η Χάμφρεϊ υποστήριξε ότι χωρίς την αντιμετώπιση της βαθύτερης αιτίας των καταστροφών – της κλιματικής αλλαγής που προκαλείται από τη χρήση των ορυκτών καυσίμων – οι επιπτώσεις στην υγεία θα επιδεινωθούν. Κατέληξε επισημαίνοντας ότι ο υγειονομικός τομέας δεν είναι προετοιμασμένος για να διαχειριστεί τις επιπτώσεις αυτές.