Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος
Με τις βιωματικές εμπειρίες του δράματος της Μικρασιατικής καταστροφής και της κοινωνικής τραχύτητας του μεσοπολέμου, εμφανίστηκε στην ελληνική λογοτεχνία ο Μενέλαος Λουντέμης. Η αισθητική του τεχνοτροπία εντάσσεται στον κοινωνικό ρεαλισμό και χρονικά εντάσσεται στη γενιά του μεσοπολέμου, που πιο εξειδικευμένα εξέφρασε το ρεύμα της κοινωνικής διαμαρτυρίας, για τις ανισότητες και την καταπίεση που χαρακτήρισαν το μεταπολεμικό μας τοπίο. Ο Λουντέμης ήταν βαθύτατα ρομαντικός και ονειροπόλος και ευαγγελίζονταν έναν κόσμο ιδεατό που δύσκολα θα μπορούσε να πραγματωθεί. Και η σκληρή πραγματικότητα που του επεφύλασσε για τις ιδέες και τα οράματά του, έναν απηνή διωγμό, δεν τον εμπόδισε μέχρι τελευταίας στιγμής της ζωής του να παραμένει στην ελληνική λογοτεχνία, ένας μοναχικός κοινωνικός αναχωρητής.
Η γραφίδα του Λουντέμη είχε πελώρια ηθική δύναμη και αμεσότητα που μπορούσε να συνεγείρει συνειδήσεις. Με τον ευδόνητο λυρισμό του, αλλά και τον ρεαλισμό του αποτέλεσε μια πολυδύναμη κραυγή κοινωνικής διαμαρτυρίας, απέναντι στις δυσπλασίες και τις ανισότητες των μεταπολεμικών μας δεκαετιών.
Ο Λουντέμης κατηγορήθηκε από την κριτική της εποχής για έλλειψη γλωσσικής αρτιότητας και αισθητικής επιμέλειας. Ωστόσο όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο ίδιος δεν τον ενδιέφερε τόσο η τεχνική των κειμένων, όσο αυτή η καταγραφή της πραγματικότητας και η ανάδειξη των κοινωνικών ανισοτήτων. Κατά τούτο το λογοτεχνικό έργο του Λουντέμη παρουσιάζει μεγάλη συμμετρία με την κοινωνική διαμαρτυρία των Μαξίμ Γκόρκι και Κνούτ Χάμσουν. Έργο που εστιάζει κυρίως στην ρεαλισιτκή απεικόνιση τοπίων και προσώπων, αισθηματολογία, βιωματική γραφή, ηθογραφικά και συμβολικά στοιχεία. Μια πιο όμως αυστηρότερη κριτική προσέγγιση στο λογοτεχνικό έργο του Λουντέμη επιχειρεί ο κριτικός μας Τάσος Βουρνάς. Ο Βουρνάς προσάπτει στους ήρωες του Λουντέμη μια ατομικοποιημένη κραυγή διαμαρτυρίας και αδυναμία τους να συνδεθούν με τις μάζες που αρχίζουν κιόλας να χαράζουν το δρόμο τους.
Απόρροια αυτής της μοναχικότητας είναι να συνθλίβονται ανέλεκτα στις μυλόπετρες των κοινωνικών ανισοτήτων, να ισοπεδώνονται αδυσώπητα από τη δυστυχία και την ανέχεια και να απολήγουν πολλές φορές στο «λούμπεν προλεταριάτο».Πάραυτα αναγνωρίζει ο Βουρνάς στα κείμενα του Λουντέμη μια παράξενα θερμή καρδιά και τραυματισμένη παιδικότητα, που απλώνει τα χέρια της για να αγκαλιάσει τρυφερά τον κόσμο. Όπως και να΄ χει όμως και ανεξάρτητα από τις όποιες τεκμηριωμένες ενστάσεις της κριτικής, το έργο του Λουντέμη διαβάστηκε και αγαπήθηκε από το αναγνωστικό κοινό πολύ. Τούτο αποδεικνύει την ηθική του ζεστασιά και την αμεσότητά του στις καρδιές των αναγνωστών.
Τα βιβλία του μεταφράστηκαν σε πολλές χώρες, ιδίως στα ανατολικά κράτη στα οποία εκτοπίστηκε ο Λουντέμης λόγω της στράτευσής του στην αριστερά. Και έδρεψε πολλούς επαίνους και διεθνή βραβεία. Το βιβλίο του ιδιαίτερα «Ένα παιδί μετράει τ΄ άστρα» έγινε μπέστ σέλερ και αποτέλεσε αναγνωστικό ορόσημο για πολλές γενεές. Εκδήλωσε ακόμα ο μικρασιάτης συγγραφέας και μεγάλες ποιητικές αρετές. Τα ποιήματά του μάλιστα «Ερωτικό κάλεσμα» το μελοποίησαν οι αδελφοί Κατσιμήχα και έγινε μεγάλη επιτυχία, ενώ σπουδαία τραγουδιστική επιτυχία έγινε και το ποίημα του «Οι κερασιές θ΄ ανθίσουν και φέτος», που μελοποίησε ο Σπύρος Σαμοίλης και ερμήνευσε ο Αντώνης Καλογιάννης.
Ο Λουντέμης υπήρξε πολυγραφότατος και θεωρείται από τους πιο παραγωγικούς έλληνες συγγραφείς. Το 1938 μάλιστα και σε νεαρή ηλικία βραβεύτηκε με το Μέγα Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας για τη συλλογή διηγημάτων του «Τα πλοία δεν άραξαν». Ήταν ένας βασανισμένος άνθρωπος που χτυπήθηκε αλύπητα από τους μηχανισμούς της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Εξορίστηκε, εκτοπίστηκε, μα δε λύγισε ποτέ. Υπήρξε μια ελεύθερη και αδούλωτη συνείδηση. Ένας ασυμβίβαστος ιδεολόγος που πλήρωσε ακριβό προσωπικό τίμημα για τις ιδέες του. Στην κατοχή εντάχθηκε στις γραμμές του ΕΑΜ και διατέλεσε γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων.
Συνελήφθη την περίοδο του εμφυλίου ως αριστερός και δικάστηκε σε στημένη δίκη επ΄ εσχάτη προδοσία και καταδικάστηκε σε θάνατο. Η ποινή του δεν εκτελέστηκε, αλλά εξορίστηκε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Μακρόνησο και του Αη Στράτη μαζί με τους Μίκη Θεοδωράκη και Γιάννη Ρίτσο. Το 1956 ο Λουντέμης και με την υπαγόρευση του εμφυλιοπολεμικού νόμου 509/47 μετεφέρθη από την εξορία του στην Αθήνα, για να δικαστεί για το βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες», που κατά τη θλιβερή λογοκρισία της εποχής περιείχε «προπαρασκευαστικές πράξεις» εσχάτης προδοσίας. Οι κατασκευασμένοι μάρτυρες στη δίκη υποστήριξαν ότι με το βιβλίο του «προπαγανδίζει τας πολιτικάς του ιδέας, θίγει την έννοια του κράτους, κλονίζει την εμπιστοσύνη του λαού στη Δικαιοσύνη, καλλιεργεί το μίσος». Στη μεγάλη αυτή δοκιμασία του Λουντέμη προσέτρεξαν να τον υπερασπιστούν πλήθος πνευματικών μας ανθρώπων, όπως ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Κώστας Βάρναλης, ο Στρατής Δούκας, ο Ασημάκης Πανσέληνος, ο Κώστας Κοτζιάς κ.α. υποστηρίζοντας με θέρμη ότι το βιβλίο του «είναι ένα εξαιρετικό έργο, γεμάτο αγάπη για τον άνθρωπο και με πίστη στην πορεία του προς το μέλλον».
Κατά τη διάρκεια μάλιστα της απολογίας του συνέβη και το εξής εκπληκτικό. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου του απευθύνθηκε και του είπε «αν πράγματι νοιώθεις στοργή για το παιδί και τη γυναίκα σου, θα ΄πρεπε να ΄χεις κάνει δήλωση αποκήρυξης του ΚΚΕ». Αλλά αγέρωχη και μοναδική υπήρξε και η απάντηση του μεγάλου συγγραφέα και διανοουμένου. «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δυο. Δεν θα τα κάνω πάλι τέσσερα εγώ». Αφότου έγινε αυτή η δίκη, το ήδη βαρύ κλίμα για τον Λουντέμη επιτάθηκε περισσότερο. Εκπατρίστηκε έτσι στο Βουκουρέστι. Ενώ η χούντα του Παπαδόπουλου του στέρησε την ελληνική ιθαγένεια. Συνέχισε όμως απρόσκοπτα το συγγραφικό του έργο στη Ρουμανία. Με την κατάρρευση της Απριλιανής εκτροπής και το πέρασμα στη δημοκρατική ομαλότητα, ο Λουντέμης επέστρεψε στην πατρίδα. Στα άγια χώματα της Ελλάδας που αγάπησε με τη θέρμη και τη δύναμη της οικουμενικής του καρδιάς.
Στα πικρά χρόνια της εξορίας έγραφε σε ένα φίλο του, μέσα από τους τοίχους της ηθικής του μόνωσης «ένα ελληνικό καφεδάκι, μια ρέτσιαν». Δυστυχώς δεν μπόρεσε να χαρεί παρά λίγες στιγμές ευτυχίας στην απελεύθερη πια και δημοκρατική Ελλάδα. Οι ατέρμονες διώξεις από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς ασφαλείας και οι εξορίες είχαν υποσκάψει βαθιά την υγεία του. Στις 22 Ιανουαρίου του 1977 πέθανε από καρδιακή προσβολή και ενταφιάστηκε στο Α΄ νεκροταφείο. Ο Μενέλαος Λουντέμης είχε γεννηθεί το 1907 ή κατά άλλους το 1912 στο χωριό Αγία Κυριακή της Μικράς Ασίας. Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτρης Μπαλάσογλου ή Βαλασιάδης. Το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο το εμπνεύστηκε από την εργασία του ως επιστάτης στα έργα του Γαλλικού ποταμού Λουδίας.
Το παρόν κείμενο έχει δημοσιευτεί σε εφημερίδες της Ηλείας και περιοδικά πνευματικού στοχασμού.