Γράφει η Κωνσταντίνα Κωνσταντίνου
Λίγες μέρες πριν από όλα τα πολιτικά και τα παραπολιτικά που έλαβαν χώρα με φόντο τις πυρκαγιές, έτυχε να διαβάζω κάποια κείμενα του Ουμπέρτο Έκο με βασική θεματική την έννοια της συνωμοσίας. Και η πραγματικότητα επιβεβαιώνει έναν Έκο ο οποίος σημειώνει ανάμεσα στα πολλά πως:
Α. «Η ψυχολογία της συνωμοσίας γεννιέται από το γεγονός ότι οι πιο προφανείς ερμηνείες πολλών ανησυχητικών γεγονότων δεν μας ικανοποιούν (…) επειδή μας κάνει κακό να τις αποδεχτούμε.» Και:
Β. «Όταν οι ‘θεωρητικοί’ της συνωμοσίας καταλήγουν στην εξουσία, αυτή προσλαμβάνει τον χαρακτήρα μιας θεωρίας που [μοιάζει] να περιγράφει αληθινά γεγονότα.»
Στην καθημερινότητα τα είδη συνωμοσίας καταλήγουν να είναι βασικά δύο. Από την μία έχουμε το είδος της τελείως παράλογης μυθοπλασίας με τα συγκριτικά θετικά πλεονεκτήματα πως ο κόσμος έχει σταματήσει να πείθεται ενώ μάλιστα διασκεδάζει από αυτήν και από την άλλη έχουμε το είδος της παραπλανητικής συνωμοσιολογίας η οποία ακριβώς επειδή βασίζεται σε αληθινά επικαιρικά γεγονότα μοιάζει πολύ αληθινή για να την παραλείψει κάποιος. Άλλες φορές μία συνωμοσία είναι προϊόν της κοινής γνώμης και άλλες φορές πρόκειται για κάποιου είδους επικοινωνιακής πολιτικής που πηγάζει από δηλώσεις.
Όπως αυτό που έγινε τις τελευταίες μέρες μετά τις δηλώσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης για «οργανωμένο σχέδιο εμπρησμών έτσι ώστε να υπάρξει μία κοινωνικά έκρυθμη κατάσταση στην χώρα.» Για να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας οφείλουμε να διασπάσουμε το γεγονός. Πρώτον, ένας Υπουργός (και ιδιαίτερα Υπουργός Δικαιοσύνης) οφείλει να ερευνά υποθέσεις για τις οποίες έχει υποψίες ότι κάτι δεν πάει καλά. Μέχρι εδώ καλά. Και ίσως πράγματι η όλη κατάσταση να παραπέμπει σε εμπρηστικές ενέργειες. Όμως, δεύτερον, ακριβώς όταν έχεις μία θεσμική θέση δεν μπορείς να εκτοξεύεις κατηγορίες προς αγνώστους χωρίς στοιχεία. Και τρίτον, ας τεθεί ως βασικότερη συνιστώσα (και το κερασάκι στην τούρτα) ο στόχος που δίνει ο κύριος Κοντονής στους “εμπρηστές φαντάσματα”: Ότι τα κάνουν όλα με στόχο την κοινωνική απορρύθμιση.
Μπορεί να μην είναι εμπρηστές πίσω από τις φωτιές. Ας υποθέσουμε, όμως, πως είναι. Στην περίπτωση αυτή, τελείως μεταξύ μας, ένα τέτοιο έγκλημα, αν το δει κανείς ψυχολογικά και μόνο, έχει συνηθέστερα ως βάσεις εγωιστικές τάσεις και στόχους. Βλέπετε βεντέτες, βλέπετε ληστείες, δολοφονίες και όλα τα συναφή. Τι συμβαίνει; Κάποιος κάνει τα πάντα έτσι ώστε να αποκτήσει κάτι- υλικό ή άυλο. Γιατί ο εμπρησμός να αποτελεί εξαίρεση; Δηλαδή ξύπνησαν κάποιοι άνθρωποι ένα πρωί και είπαν να κάνουν έναν τέτοιο κακό χαμό με το να ανάψουν φωτιές έτσι ώστε να απορρυθμίσουν το κράτος Τσίπρα; Ακούγεται αρκετά παράλογο αν το σκεφτεί κανείς λίγο αναλυτικότερα. Όχι το γεγονός ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν συμπαθούν ιδιαίτερα το συγκεκριμένο κυβερνητικό μοντέλο, αλλά το γεγονός ότι αυτά τα άτομα θα το εκδικούσαν μέσω εμπρησμών. Από την άλλη, κάθε χρονιά η χώρα μας (και λόγω κλίματος) τις βιώνει τις πυρκαγιές. Δεν είναι η πρώτη φορά που υπήρξε πυρκαγιά. Υπήρχαν και πριν την σημερινή κυβέρνηση, θα υπάρχουν και μετά. Άρα, μάλλον δεν σχετίζεται με αυτό. Ούτε βγαίνει, άλλωστε, αριθμητικά, ούτε μπορώ να πιστέψω πως υπάρχουν τόσοι ψυχοπαθείς/ κοινωνιοπαθείς. [Και ας αντιμετωπιστούν οι όροι με την κλινική τους σημασία.]
Ας μην συνωμοσιολογούμε. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι συνέβη μέχρι να έχουμε επίσημα στοιχεία στα χέρια μας. Όπως πολύ περισσότερο δεν μπορούμε να φαντασιωνόμαστε και κίνητρα πίσω από εμπρηστές που δεν έχει αποδειχτεί καλά καλά ότι υπάρχουν.
Δεν πρέπει να αδικούμε τον Υπουργό Δικαιοσύνης. Μάλλον δεν φταις όταν αποτελείς τον “κανόνα” και όχι την εξαίρεση. Άλλωστε, κατά πάσα πιθανότητα και ο ίδιος δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην προέκταση που θα έπαιρναν τα λόγια του. Αυτό δεν είναι κάτι το φοβερά κατακριτέο, δεδομένων των καταστάσεων. Αντίστοιχα, δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που στην Ελλάδα οι συνωμοσίες δίνουν και παίρνουν. Κάθε φορά που ξεσπούν πυρκαγιές, οι οικοπεδοφάγοι, Τούρκοι πράκτορες, κυβέρνηση, αντιπολίτευση είναι μόνο μερικοί από όσους καταλήγουν να “φταίνε”. Χαλάμε φαιά ουσία για να αναζητήσουμε ευθύνες και δεν μας μένει για να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα. Όπως πολύ σωστά αναφέρει κάπου ο Έκο: «(…) η φιλύπτοπτη ερμηνεία κατά μία έννοια μας απαλλάσσει από τις ευθύνες μας, διότι μας κάνει να σκεφτόμαστε ότι πίσω απ’ αυτό που μας ανησυχεί κρύβεται ένα μυστικό και ότι η απόκρυψη του μυστικού αποτελεί μία συνωμοσία σε βάρος μας.»
Πρόκειται για μία πολύ καλή περιγραφή του πώς χρησιμοποιεί η κοινή γνώμη- και όχι μόνο- την συνωμοσιολογία ως μέσο για να αποπετάξει από πάνω της τις ευθύνες και κακά τα ψέματα να αισθανθεί καλύτερα. Εγώ θα συμπληρώσω μονάχα πως στην Ελλάδα, δυστυχώς, το έχουμε αγαπήσει το παραμύθι. Το αναπαράγουμε, το αναζητούμε και πάνω από όλα δεν προβάλλουμε καμία αντίσταση.