Για την «δυσκολότερη οικονομική κατάσταση στην ιστορία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας», έκανε λόγο η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, αναφερόμενη στις συνέπειες της πανδημίας του κορωνοϊού.
Παράλληλα, υπερασπίστηκε την δέσμη μέτρων στήριξης της γερμανικής οικονομίας ύψους 130 δισεκατομμυρίων ευρώ που ανακοινώθηκε αργά το βράδυ της Τετάρτης. Παραδέχθηκε δε ότι και για την ίδια ο αριθμός «θα ήταν σε φυσιολογικές εποχές αδιανόητος».
«Αν δεν κάναμε τίποτα, το χρέος θα ήταν πολύ μεγαλύτερο» για τις επόμενες γενιές, τόνισε η κυρία Μέρκελ σε συνέντευξή της στο πρώτο κανάλι της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ARD και σημείωσε ότι «ευτυχώς στις καλές εποχές ενεργήσαμε κατά τρόπο ο οποίος μας επιτρέπει τώρα δώσουμε αυτά τα χρήματα».
Αναφερόμενη ειδικά στην μείωση του ΦΠΑ μέχρι το τέλος του έτους -την έκπληξη του πακέτου- , η καγκελάριος δήλωσε ότι «ο κόσμος πρέπει να μπορεί να ψωνίσει».
«Περιμένω ότι όταν το κράτος στηρίζει και οι επιχειρήσεις αγωνίζονται για την επιβίωσή τους, πρέπει να συμβάλουν όλοι – οι πολίτες, οι επιχειρήσεις και το κράτος», τόνισε, αλλά απέκλεισε ταυτόχρονα το ενδεχόμενο παράτασης του μέτρου, καθώς, όπως είπε, διαφορετικά «δεν θα είμαστε μακροπρόθεσμα σε θέση να αντέξουμε τις οικονομικές απώλειες».
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το εάν η μείωση του ΦΠΑ λειτουργεί και ως κεκαλυμμένο οικονομικό κίνητρο για την αγορά βενζινοκίνητων και πετρελαιοκίνητων αυτοκινήτων, τα οποία εξαιρέθηκαν από την επιδότηση των 6000 που προβλέπει το πακέτο για τα ηλεκτροκίνητα, η κυρία Μέρκελ δήλωσε με νόημα: «Βασιζόμαστε στην κρίση των πολιτών. Εκείνοι θα αποφασίσουν εάν θα αγοράσουν ποδήλατο, ηλεκτρικό αυτοκίνητο ή άλλο αυτοκίνητο».
Στόχος μας είναι «να κάνουμε τα πάντα προκειμένου να βγούμε» γρήγορα από την κρίση, δήλωσε η Άνγκελα Μέρκελ, με το βλέμμα κυρίως στους ανέργους και στα επτά εκατομμύρια εργαζόμενων που έχουν ενταχθεί σε πλαίσιο εργασίας περιορισμένου χρόνου.
Αναφερόμενη στην χαλάρωση των μέτρων για τον περιορισμό της πανδημίας, η κυρία Μέρκελ απέφυγε να ασκήσει κριτική στις κυβερνήσεις των ομόσπονδων κρατιδίων, με τις οποίες, σύμφωνα με πληροφορίες των γερμανικών ΜΜΕ, ήρθε τις τελευταίες εβδομάδες σε σύγκρουση για την ταχύτητα και το εύρος της επιστροφής στην «κανονικότητα». Τόνισε ωστόσο ότι τα βασικά μέτρα θα πρέπει να συνεχίσουν να τηρούνται. «Θα ήμουν ανήσυχη εάν οι άνθρωποι πίστευαν ότι δεν χρειάζεται πλέον π.χ. να κρατάμε αποστάσεις», είπε χαρακτηριστικά. Διευκρίνισε πάντως ότι δεν αναμένει να χρειαστεί εκ νέου να επιβληθούν μέτρα όπως αυτά του περασμένου Απριλίου. «Δεν πιστεύω ότι θα επαναληφθεί έτσι», επισήμανε, αναφερόμενη στο ενδεχόμενο νέου κύματος της πανδημίας και παρέπεμψε στον κανόνα που προβλέπει μέτρα σε τοπικό επίπεδο, εάν διαπιστωθούν περισσότερα από 50 νέα κρούσματα εντός επτά ημερών ανά 100.000 κατοίκους.
Η καγκελάριος απέρριψε ακόμη τον ισχυρισμό ότι οι λοιμωξιολόγοι είχαν σε αυτή την κρίση υπερβολικά μεγάλο ρόλο. Όπως πάντα, εξήγησε, στην επιστήμη υπάρχουν διαφορετικές απόψεις και νέα γνώση. «Δέχομαι ευχαρίστως την συμβουλή των επιστημόνων, αλλά η πολιτική απόφαση είναι δική μας», τόνισε.
Ερωτώμενη, τέλος, να αποκαλύψει την δυσκολότερη στιγμή κατά την διαχείριση της κρίσης, η καγκελάριος αναφέρθηκε στην απαγόρευση κυκλοφορίας των πολιτών. «Έπειτα από 30 χρόνια επανένωσης, το να πω στον κόσμο ότι πρέπει να μείνει στο σπίτι, τα σύνορα ελέγχονται, αυτό ήταν το χειρότερο», ομολόγησε, ενώ, αναφερόμενη στην φιλοσοφία της για τα μέτρα που αποφασίστηκαν, υπογράμμισε ότι δεν είναι δυνατόν να έχουμε μια κοινωνία όπου επιβάλλεται ο ισχυρότερος. «Η Γερμανία δεν θα γίνει μια κοινωνία όπου οι νέοι κυκλοφορούν έξω ελεύθεροι και οι ηλικιωμένοι μένουν στο σπίτι», είπε χαρακτηριστικά.