Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
«Η Γερμανία έκανε φοβερές μεταρρυθμίσεις, διαθέτει μια ισχυρή οικονομία, αλλά έχει δημογραφικές αδυναμίες, οικονομική και εμπορική ανισότητα με τους γείτονές της και κοινή ευθύνη να προσφέρει στην ευρωζώνη το μέλλον που της αξίζει. Δεν επέκρινα ποτέ τη Γερμανία επειδή είναι ανταγωνιστική. Όμως μέρος της ανταγωνιστικότητάς της οφείλεται στις δυσλειτουργίες της Ευρωζώνης και την αδυναμία άλλων οικονομιών», είπε την Πέμπτη σε συνέντευξή του σε γαλλικά και γερμανικά ΜΜΕ ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν.
Ορισμένοι που διαβάζουν διαγώνια τι λέγεται κατάλαβαν ότι ο Μακρόν επέκρινε τον τρόπο, επί του οποίου η Γερμανία δόμησε τη δική της ανάπτυξη. Αυτό έχει ένα στοιχείο αλήθειας, αλλά είναι μακριά από την ουσία, η οποία είναι ότι ο Μακρόν, αντιλαμβανόμενος την πανευρωπαϊκή ανάγκη για αλλαγή του status quo, επιδιώκει την αλλαγή ισορροπιών στον γαλλογερμανικό άξονα με δικό του καλύτερο positioning.
Δεν είναι ψέμα ότι ο βαθμός συνεργασίας Μακρόν και Μέρκελ μπορεί να φτάσει τον περίφημο άξονα Μερκοζί. Αν ο Μακρόν αποδειχθεί επαρκής, πέρα από επικοινωνιακός, και με δεδομένο ότι η Άνγκελα Μέρκελ δουλεύει για την παρακαταθήκη της, οι προϋποθέσεις είναι εκεί, προκειμένου αυτοί οι δύο να διαμορφώσουν τα δεδομένα για τις επόμενες φάσεις εξέλιξης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Για να το πούμε απλά: η Μέρκελ χρειάζεται τον Μακρόν και ο Μακρόν τη Μέρκελ. Η μεν γιατί η ασφάλεια που προσφέρει στους Γερμανούς πολίτες δεν είναι επαρκής ως συγκολλητική ουσία για τους υπόλοιπους λαούς, ενώ ο Μακρόν χρειάζεται μια ισχυρή σύμμαχο στην προσπάθειά του να μεταρρυθμίσει τη Γαλλία και να τη φέρει σε ισορροπία με τη Γερμανία. Με τον Ολάντ αυτό ποτέ δεν πέτυχε και δεν θα μπορούσε να πετύχει. Ο Ολάντ μπορούσε να «κλαίει» επί μακρόν για τη χαμένη κοινωνική δικαιοσύνη στην πορεία προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση, αλλά ο Μακρόν δεν καίγεται. Τον ενδιαφέρει το αποτέλεσμα και βλέπει πεδίο δόξης λαμπρόν, από τη στιγμή που αντιλαμβάνεται ότι λειτουργεί ως το «αμορτισέρ» του συστήματος, ώστε να μην επιτραπεί η ραγδαία άνοδος λαϊκιστών και ακροδεξιών σε θέσεις-κλειδιά.
Είναι ίσως η πρώτη φορά εδώ και καιρό που Γάλλος πρόεδρος ενδιαφέρεται να κάνει τη χώρα του πιο ανταγωνιστική και δεν αναπολεί απλά την ιστορία της και τα σπουδαία της επιτεύγματα. Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να τα ακυρώσει όλα αυτά, αλλά σήμερα έχουν μικρό αντίκρισμα. Το ίδιο ισχύει, φυσικά, και για την Ελλάδα. Και, επειδή Μακρόν και Μέρκελ μιλούν περίπου την ίδια γλώσσα, απλά με διαφορετικές διαλέκτους, αντιλαμβάνονται ότι η συνύπαρξή τους είναι προς το συμφέρον όλων και ειδικά της Ευρωζώνης. Ιδίως, από τη στιγμή που ο αμερικανικός εταίρος δεν είναι σταθερός και η Ευρώπη για πρώτη φορά αισθάνεται ότι δεν μπορεί να βασίζεται στις ΗΠΑ σε απόλυτο βαθμό, τόσο γεωπολιτικά όσο και στρατιωτικά.
Ο Μακρόν αναγνωρίζει σωστά τη συνθήκη: ναι, υπάρχουν μεγάλες δυσλειτουργίες στην Ευρωζώνη, αλλά αυτές δεν αίρονται, αν απλά βγεις από αυτή ή αν αποφασίσεις να κάνεις τη ρήξη. Υπερβαίνονται από μέσα και με «ισχυρές πλάτες», αυτές της Μέρκελ δηλαδή. Από την άλλη, ομοίως η Μέρκελ αναγνωρίζει ότι αν δεν ήταν ο Μακρόν, τώρα θα έψαχνε αφήγημα επιτυχίας ενόψει των γερμανικών εκλογών σε μια παραλυμένη από την άνοδο της Λε Πέν Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το πιο ενδιαφέρον είναι αμφότεροι-και η Μέρκελ δηλαδή-δείχνουν διάθεση για αμοιβαίες υποχωρήσεις. Και εκεί θα κριθεί, αν η νέα μορφή του άξονα μπορεί να είναι πιο λειτουργική στο νέο πολιτικό περιβάλλον.