Εν τέλει η εισαγγελική έρευνα για τη σύμβασης κατασκευής της νέας λιγνιτικής μονάδας της ΔΕΗ στην Πτολεμαΐδα, δεν θα αναστείλει την υπογραφή της, η οποία θα γίνει κανονικά το Σάββατο 9 Μαρτίου. Η ανάθεση αυτή πέρασε από «1000 κύματα», αφού η απόφαση για την κατασκευή της και η έναρξη της διαγωνιστικής διαδικασίας, συνέπεσαν με την οικονομική κρίση, την υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της ΔΕΗ, την αβεβαιότητα για την παραμονή της χώρας στο ευρώ και τη μειωμένη ρευστότητα της επιχείρησης λόγω απλήρωτων λογαριασμών.
Έτσι, οι τράπεζες με τις οποίες συζητούσε η ΔΕΗ, έφτασαν να θέτουν «ρήτρα δραχμής» στα δάνεια που θα χορηγούσαν, ενώ όπως είναι φυσικό, η συμμετοχή του δημοσίου στο 51% των μετοχών, καμία εγγύηση δεν προσέφερε. Εν τέλει ο διαγωνισμός προχώρησε, μειοδότης ανακηρύχθηκε η ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ με κύριο υπεργολάβο την γερμανική Babcock, η οποία ελέγχεται πλέον από την ιαπωνική Hitachi. Ωστόσο χρειάστηκε να περάσει ακόμη ένας χρόνος για να ληφθεί η απόφαση υπογραφής της σύμβασης, αφού δεν είχε λυθεί το θέμα της χρηματοδότησης. Τελικά από ότι φαίνεται, καταλυτικά λειτούργησε η παρέμβαση Σαμαρά στην Άγκελα Μέρκελ, στην πρόσφατη επίσκεψή της στην Αθήνα. Έτσι, το μισό της επένδυσης, δηλαδή περίπου 700 εκατομμύρια ευρώ, εξασφάλισε κρατική γερμανική εγγύηση, μέσω του οργανισμού ασφάλισης εξαγωγών.
Το ερώτημα που θέτουν πολλοί, είναι κατά πόσο θα είναι χρήσιμη για τη ΔΕΗ, μια τόσο «βαριά» επένδυση σε περίοδο κρίσης. Η απάντηση που δίνει η ΔΕΗ, είναι ότι η επιχείρηση δεν μπορεί να έχει μέλλον με τις παλιές ρυπογόνες και χαμηλής ενεργειακής απόδοσης μονάδες ηλεκτροπαραγωγής. Ιδίως όταν με την εξαίρεση δύο μονάδων, της Μελίτης και της 5ης του ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου, όλες οι άλλες μετρούν ώρες, άλλες λιγότερες και άλλες περισσότερες για να διακόψουν τη λειτουργία τους, καθώς καταλαμβάνουν τα πρωτεία ρύπανσης στην ΕΕ. Είναι αλήθεια ότι όποιος και να ελέγχει τις παλιές λιγνιτικές μονάδες, πρέπει να ξοδέψει δεκάδες εκατομμύρια για την κάθε μία σε επενδύσεις εκσυγχρονισμού και αντιρρύπανσης.
Το ζήτημα είναι αν η ΔΕΗ άξιζε να επενδύσει σε αυτές, τη στιγμή που κάποιες θα πουληθούν σε ιδιώτες, υποχρέωση που έχει αναλάβει η χώρα έναντι των δανειστών, στο πλαίσιο των διαρθρωτικών αλλαγών που προωθεί. Όσο για τους εργαζόμενους στο λιγνιτικό κέντρο, γνωρίζουν ότι διακοπή λειτουργίας των παλιών μονάδων και των λιγνιτωρυχείων, θα σημάνει αυτόματα απώλεια θέσεων εργασίας. Και τουλάχιστον η νέα μεγάλη μονάδα της ΔΕΗ εξασφαλίζει σε μεγάλο ποσοστό τη συνέχιση της παραγωγής.