Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Δεν θυμάμαι άλλη αξιολόγηση τα τελευταία χρόνια που παρακολουθώ τη διαπραγμάτευση που να έκλεισε τόσο ομαλά και αναίμακτα, όσο η τρίτη αξιολόγηση του τρίτου προγράμματος που τεχνικά έκλεισε το Σάββατο στο Χίλτον και θα επικυρωθεί και τυπικά, τόσο στο σημερινό Eurogroup όσο και στο Eurogroup του Ιανουαρίου, εφόσον έχουν νομοθετηθεί όλα τα προαπαιτούμενα.
Κανένα στοιχείο θρίλερ, κανένα σασπένς, κανένα τελεσίγραφο, καμία απειλή από κάποια από τις δύο διαπραγματευόμενες πλευρές. Ουσιαστικά, τη διαπραγμάτευση έκαναν οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι και η κ. Βελκουλέσκου του ΔΝΤ παρατηρούσε, χωρίς να εγείρει τις γνωστές της πιέσεις που οδήγησαν πολλούς μνημονιακούς υπουργούς του ΣΥΡΙΖΑ σε έκρηξη. Σαν βόλτα στη λιακάδα έκλεισε αυτή η αξιολόγηση, όπως προειδοποιούσαν αυτοί που γνώριζαν τα μυστικά του Χίλτον ήδη από το τέλος του καλοκαιριού. Το βασικό αγκάθι που υπήρχει και γνώριζαν όλοι ήταν οι τράπεζες. Πλέον, όμως, οι πλειστηριασμοί ξεκίνησαν, τόσο ηλεκτρονικά όσο και με τη φυσική παρουσία συμβολαιογράφων, ενώ τα funds έχουν ξεκινήσει να παίρνουν πακέτα κόκκινων δανείων από τις τράπεζες και τα stress tests έχουν προγραμματιστεί για τους πρώτους μήνες του 2018. Όλα πακέτο, νοικοκυρεμένα.
Από εδώ και πέρα, το παιχνίδι χάνει εντελώς τα τεχνικά του χαρακτηριστικά. Δεν έχει νόημα να μιλάμε για προαπαιτούμενα, για αξιολογήσεις, για αντιδράσεις Ευρωπαίων τεχνοκρατών και για θεατρικές αντιδράσεις Ελλήνων υπουργών που στο τέλος θα ψηφίσουν τα πάντα, όπως και όλα τα προηγούμενα μνημονιακά χρόνια. Το παιχνίδι από εδώ και πέρα είναι βαθύτατα πολιτικό και έχει να κάνει με το αφήγημα της επόμενης μέρας για τη χώρα.
Με αυτόν τον τρόπο, θα ξεκινήσει από τις αρχές του 2018 μια σύγκρουση δύο κυρίαρχων αφηγημάτων, του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ. Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ θα ισχυρίζεται ότι αποκαθιστά αδικίες και εφαρμόζει ένα πρόγραμμα με σαφές κοινωνικό πρόσημο, η δε ΝΔ θα τονίζει ότι η επανεκκίνηση της οικονομίας με υπερφορολόγηση δεν γίνεται και θα προτείνει το δικό της σχέδιο μεταρρυθμίσεων, το οποίο ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήδη «ζυμώνει» με Ευρωπαίους αξιωματούχους.
Ο Αλέξης Τσίπρας μπαίνει τώρα σε μια πολύ κρίσιμη φάση. Τα νούμερά του δεν είναι καλά και το ξέρει, οι επικοινωνιακές αδυναμίες της κυβέρνησης είναι εμφανείς, ενώ ακόμα και αν ήταν δημοσιονομικά αναίμακτη η αξιολόγηση, έφερε το άγος των πλειστηριασμών. Ο πρωθυπουργός όμως έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Θέλει, δε, να βγάλει το ΔΝΤ τελείως εκτός εικόνας, επικαλούμενος τη δημοσιονομική υπαραπόδοση, και βάζοντας ουσιαστικά ένα ζήτημα επαναδιαπραγμάτευσης του προγράμματος, μέσω του κυοφορούμενο αιτήματος για ακύρωση των προγραμματισμένων περικοπών στις συντάξεις από 1/1/2019. Αναμφίβολα, παίζει για να σώσει την παρτίδα, απλώς θα φανεί σύντομα, αν το αφήγημά του περνά στην κοινωνία. Έως το καλοκαίρι του 2018,το πολύ, θα γνωρίζουμε το γκελ στον κόσμο της λεγόμενης «αλλαγής σελίδας», κάτι που φυσικά θα καθορίσει και το αν οι εκλογές θα γίνουν μέσα στο 2018 ή θα μείνουν κάβα για το 2019.
Με τη σειρά του ο Κυριάκος Μητσοτάκης πιστεύει ότι η οικονομία δεν ανακάμπτει με τίποτα, όσο ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κυβέρνηση, και εκτιμά πως η κυβέρνηση θα τραβήξει το χαρτί των εκλογών μέσα στο 2018, κυρίως για να κάνει διαχείριση της φθοράς της. Ο ίδιος, δε, εκτιμά πως δεν υπάρχει περίπτωση ανατροπής της σημερινής δημοσκοπικής εικόνας και, άρα, αυτονόητα βάζει πλώρη για την αυτοδυναμία. Θα μπορέσει να το πετύχει; Θα ξεπεράσει τις πρόσκαιρες εσωκομματικές αναταράξεις, στις οποίες πέφτει ανακοινώνοντας ότι η Ντόρα Μπακογιάννη δεν θα καταλάβει καμία κυβερνητική ή πολιτειακή θέση σε ενδεχόμενη κυβέρνησή του, απλά θα πρέπει να πείσει κόσμο που το σκέφτεται δύο και τρεις φορές ότι κομίζει διαφορετική πρόταση από τον Αλέξη Τσίπρα.
Όπως και να έχει, μπαίνουμε για πρώτη φορά στην πρόσφατη πολιτική ιστορία της χώρας σε μια κατάσταση που ουσιαστικά είναι «πρόβα» του μεταμνημονιακού πολιτικόυ σκηνικού-ακόμα και αν οι μνημονιακές δεσμεύσεις θα μείνουν ως βραχνάς για δεκαετίες ακόμα. Ήρθε η ώρα να φανεί ποιος ξέρει να κάνει και κανονική πολιτική πλέον, μετά από κάμποσα χρόνια που μάθαμε να εφαρμόζουμε α λα γκρέκα αυτά που μας έρχονταν γραμμένα στην πέτρα απ’ έξω.