Γράφει ο Κωνσταντίνος Ταγαράς
«Έχει ο καιρός γυρίσματα» όπως λέει ο θυμόσοφος λαός και οι φίλοι μας οι Γερμανοί δεν υπήρχε περίπτωση να αποτελέσουν εξαίρεση. Η εμπροσθοφυλακή του ευρωπαϊκού οικοδομήματος βρίσκεται σε ατραπούς ελληνικές τις τελευταίες ώρες με τις πρόωρες εκλογές να μοιάζουν πιο πιθανές από ποτέ.
Μετά το ναυάγιο των συζητήσεων για το σχηματισμό κυβέρνησης Χριστιανοδημοκρατών/Χριστιανοκοινωνιστών, Φιλελεύθερων και Πράσινων (της λεγόμενης κυβέρνησης Τζαμάικα), η Γερμανία βρίσκεται σε αχαρτογράφητα νερά, με ανοιχτό πλέον το ενδεχόμενο να οδηγηθεί σε πρόωρες εκλογές για τέταρτη μόλις φορά στη μεταπολεμική ιστορία της, μετά το “nein” του Σουλτς σε συζήτηση για κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού.
«Για την καγκελάριο Μέρκελ και τον αρχηγό του (βαυαρικού) Χριστιανοκοινωνικού κόμματος Χορστ Ζεεχόφερ η αποτυχία των διερευνητικών συνομιλιών αποτελεί καταστροφή», επισημαίνει η Handelsblatt. «Ο κ.Ζεεχόφερ συνέδεσε την πολιτική τύχη του με τις διαπραγματεύσεις στο Βερολίνο, αλλά και η κ. Μέρκελ δίνει μάχη για την πολιτική της επιβίωση. Το κύρος της μετά το αδύναμο εκλογικό αποτέλεσμα έχει υποστεί ρωγμές και είναι βέβαιο ότι θα συνεχίσει να διαβρώνεται. Η αποτυχία της «Τζαμάικα» είναι δική της αποτυχία, η αποτυχία αυτή έδειξε ότι η μέθοδος Μέρκελ, η σύνδεση του άνευ ορίων πραγματισμού με τη μέγιστη ιδεολογική ευελιξία, έφτασε στο τέλος της. Όμως, πιο σημαντικό είναι ότι για πρώτη φορά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι ασαφές με πιο τρόπο η χώρα θα αποκτήσει σταθερή κυβέρνηση». Ο σχολιαστής περιγράφει την κατάσταση ως «παρόμοια με ένα γερμανικό Brexit ή με το βράδυ των αμερικανικών εκλογών με τη νίκη Τραμπ, όπου όλοι νόμιζαν ότι στο τέλος τα πράγματα δεν θα είναι τόσο άσχημα και ότι η πολιτικο-κρατική λογική θα υπερίσχυε των κομματικών συμφερόντων. Όμως τα πράγματα ήρθαν αλλιώς».
Η Handelsblatt επικρίνει επίσης όλα τα κόμματα τα οποία συμμετείχαν στις διερευνητικές συζητήσεις: «Η «Τζαμάικα» κατέρρευσε και αντί να επικρατεί θρήνος και οδυρμός, έχει ξεκινήσει ένα αναξιοπρεπές παιχνίδι καταλογισμού ευθυνών και αναζήτησης του ενόχου», σημειώνει ο σχολιαστής της. «Αντί να γίνεται αυτό, καλό θα ήταν τα τέσσερα κόμματα να κάνουν την αυτοκριτική τους. Όλα τα κόμματα δεν αντελήφθησαν τις ευκαιρίες που κρύβονταν πίσω από αυτήν την κομματική συγκυρία και την ώθηση που θα μπορούσε να δώσει για τον εκσυγχρονισμό της Γερμανίας. Αλλά βέβαια οι κομματικοί τακτικισμοί βάρυναν περισσότερο από ό,τι η ευθύνη απέναντι στη χώρα».
Τρία σενάρια είναι πιθανά, σύμφωνα με τη Frankfurter Allgemeine Zeitung.
Πρώτο σενάριο: To Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (SPD) αποφασίζει να συμμετάσχει τελικά στις διαπραγματεύσεις για τη συγκρότηση νέου μεγάλου συνασπισμού με την Χριστιανοδημοκρατική Ενωση (CDU/CSU). Eν τούτοις, ο Ραλφ Στέγκνερ, ο αντιπρόεδρος του κόμματος, επανέλαβε«ότι δεν έχει αλλάξει κάτι στην θέση του SPD. Δεν έχουμε την εντολή από τους ψηφοφόρους για ένα νέο μεγάλο συνασπισμό». Εξάλλου, δεν βλέπει ότι η Μέρκελ έχει πολιτικό μέλλον: «Έχει αποτύχει οριστικά» όπως υποστήριξε. Ούτε όμως με άλλο ή άλλη καγκελάριο προτίθεται το κόμμα του να συμμετάσχει σε νέο συνασπισμό.
Δεύτερο σενάριο: Κυβέρνηση μειοψηφίας υπό την κ. Μέρκελ, λ.χ. με τους Φιλελεύθερους ή τους Πράσινους. Η κ. Μέρκελ θα χρειαζόταν στην περίπτωση αυτή συχνά στις ψηφοφορίες της Βουλής / Bundestag δεκάδες ψήφους άλλων κομμάτων (σ.σ. 29-42 αντίστοιχα).
To τρίτο σενάριο: Προκήρυξη νέων εκλογών. To γερμανικό Σύνταγμα, ο Θεμελιώδης Νόμος, προβλέπει μια σύνθετη διαδικασία, προκειμένου να προκηρυχτούν νέες εκλογές, δεδομένου ότι απαιτείται να προηγηθεί η ψηφοφορία για εκλογή καγκελαρίου. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα πρέπει προηγουμένως να προτείνει κάποιον ή κάποιαν για καγκελάριο. Εάν είναι η κ. Μέρκελ θα εκλεγόταν με σχετική πλειοψηφία και όχι με τη συνήθη, τη λεγόμενη -μεγάλη- «πλειοψηφία καγκελαρίου» και θα ηγηθεί μια κυβέρνησης μειοψηφίας. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας όμως έχει επίσης τη δυνατότητα να διαλύσει τη Βουλή και να προκηρύξει νέες εκλογές, εντός 60 ημερών.
Πάντως, μεγάλος κερδισμένος ενδεχόμενων νέων εκλογών θα ήταν αναμφίβολα το εθνολαϊκιστικό Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). Σύμφωνα με δημοσκόπηση, το ξενοφοβικό κόμμα συνεχίζει να λαμβάνει 13% στην πρόθεση ψήφου. Από μια μονάδα φέρονται να κερδίζουν την ίδια ώρα CDU/CSU και Πράσινοι με 31% και 11% αντίστοιχα. Μια μονάδα, αντίθετα, χάνει το SPD που υποχωρεί στο 21% ενώ απώλειες σημειώνουν και οι Φιλελεύθεροι αλλά και η Αριστερά με 10% και 9% αντίστοιχα.
Πολλοί όμως ήδη αναρωτιούνται εάν οι εξελίξεις αυτές θα σημάνουν και την αρχή του πολιτικού τέλους της Mutti, της αποκαλούμενης «μητερούλας» που κυριαρχεί στη γερμανική πολιτική σκηνή τα τελευταία δέκα χρόνια. Το ερώτημα συγκεκριμένα είναι εάν προκειμένου να βρεθεί λύση, προταθεί κυβέρνηση χωρίς τη Μέρκελ, αλλά ούτε και το Σουλτς στη θέση του καγκελαρίου.
Το βέβαιο είναι σε κάθε περίπτωση ότι οι Γερμανοί πολιτικοί θα εξαντλήσουν ακόμη και αυτή την ώρα κάθε περιθώριο σχηματισμού κυβέρνησης, καθώς δε λείπει ο φόβος περαιτέρω ενίσχυσης της ξενοφοβικής AfD.
Όσον αφορά την ίδια τη «Σιδηρά Κυρία», τόνισε ότι δεν υπάρχει λόγος να κάνει πίσω και ότι θα προτιμούσε νέες εκλογές από το να τεθεί επικεφαλής μιας κυβέρνησης μειοψηφίας. Είπε μάλιστα ότι σε περίπτωση νέων εκλογών είναι έτοιμη να τεθεί και πάλι επικεφαλής του κόμματός της για μια ακόμη τετραετία. Σε ερώτηση εάν της πέρασει από το μυαλό η σκέψη να παραιτηθεί μετά την κατάρρευση των διερευνητικών, είπε ότι δεν σκέφτηκε ούτε στιγμή να παραιτηθεί. «Όχι, δεν τέθηκε καν, νομίζω ότι η Γερμανία χρειάζεται τώρα σταθερότητα». Άρα όσοι έσπευσαν να προβλέψουν τον πολιτικό της θάνατο ίσως θα πρέπει περιμένουν, γιατί δεν έχει πει την τελευταία της λέξη.
Βέβαια, ήδη έχει ξεκινήσει η φημολογία για τους πιθανούς διαδόχους της, χωρίς όμως να υπάρχει κάποιος που κυριαρχεί. Ο πλέον προβεβλημένος δελφίνος Γενς Σπαν, υφυπουργός του Β. Σόιμπλε, ο οποίος παραμένει μέχρι σήμερα στο πόστο, είναι μόλις 37 ετών και θεωρείται άπειρος. Ο υπουργός Εσωτερικών Τόμας ντε Μεζιέρ έχει αδιαμφισβήτητο κύρος αλλά στην κορύφωση των προσφυγικών ροών η Μέρκελ φάνηκε να μην τον εμπιστεύεται. Η υπουργός Αμυνας Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, άλλοτε φαβορί για τη μετά Μέρκελ εποχή, έχει απoλέσει σημαντικό κεφάλαιο από σειρά σκανδάλων και συστηματική εσωκομματική αμφισβήτηση.
H ανησυχία στην Ε.Ε. είναι διάχυτη και καθρεφτίστηκε στη δήλωση του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν ότι είναι αναγκαία «μια ισχυρή και σταθερή κυβέρνηση» στη Γερμανία. Οι θεωρίες ότι θα μπορούσε εκείνος να πάρει τη σκυτάλη και να προωθήσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στην Ε.Ε. είναι μάλλον υπεραισιόδοξες. Κοινός τόπος είναι ότι, ερήμην της Γερμανίας, η Ευρώπη καρκινοβατεί. Είναι κάτι παραπάνω από σαφές λοιπόν πως για τους όχι και τόσο θερμόαιμους Γερμανούς ο χειμώνας αναμένεται καυτός.