Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
Follow @Sp_Rizopoulos
Αποφάσισα να γράψω το σημερινό άρθρο, όταν προχθές το βράδυ σε δεξίωση πρεσβείας για το καλωσόρισμα νέων στελεχών της, άκουγα απορημένος στα «πηγαδάκια» να συζητούν τον… Ρέμο! Επειδή όλη την προηγούμενη εβδομάδα απουσίαζα σε επαγγελματικό ταξίδι στην Ουάσινγκτον, κατάλαβα πως έχω χάσει «επεισόδια» και τον πήρα τηλέφωνο για να καταλάβω τι ήταν αυτό που είπε και ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων.
Κατ’ αρχήν ο Αντώνης είναι φίλος μου και η σχέση μας είναι σχέση ειλικρίνειας. Με διαβεβαίωσε, λοιπόν, ο άνθρωπος πως ουδέποτε δήλωσε περήφανος για τον Κεμάλ. Δήλωσε περήφανος μόνον που είναι Θεσσαλονικιός, και κάπου πάνω εκεί αναφέρθηκε ο Κεμάλ και χάθηκαν στη μετάφραση με τον τούρκο δημοσιογράφο, καθώς η συνέντευξη γινόταν στα αγγλικά που κανείς από τους δυο τους δεν τα γνωρίζει άριστα.
Θα πει κάποιος και γιατί ο Ρέμος να κάθεται να δίνει συνεντεύξεις σε τουρκικές εφημερίδες; Η απάντηση είναι απλή. Είναι καλλιτέχνης και μάλιστα πολύ επιτυχημένος κι έχει καταφέρει, μαζί και με άλλους συναδέλφους του βέβαια, να κάνει ιδιαίτερα αγαπητό το ελληνικό τραγούδι στην ευρύτερη γειτονιά μας, της Τουρκίας συμπεριλαμβανομένης.
Αυτό ωστόσο που μου έκανε εντύπωση είναι το πάθος με το οποίο ξέσπασαν οι επιθέσεις εναντίον του από τους συλλόγους και τα σωματεία των Ποντίων. Μια παρανόηση, ένα μεταφραστικό λάθος, είναι αρκετό για να χυθεί αμέσως δηλητήριο και να στηθεί ένας άνθρωπος στο απόσπασμα. Λες και φταίει ο Ρέμος για τη γενοκτονία των Ποντίων και κάποιοι έσπευσαν να τον καταδικάσουν, χωρίς καν να ακούσουν την εξήγηση που είχε να δώσει. Λυπάμαι, αλλά πίσω από τέτοιες συμπεριφορές, προσωπικά διακρίνω μόνο τον φθόνο και τον κανιβαλισμό.
Τη δεκαετία του ’90 που εργαζόμουν στην Ουάσινγκτον είχα την τύχη να συνεργαστώ πολύ στενά με την αρμενική κοινότητα και να συμμετάσχω στη στρατηγική προσπάθεια για την αναγνώριση από το Κογκρέσο της γενοκτονίας των Αρμενίων από τους Τούρκους. Μιλάμε για μια κοινότητα στις ΗΠΑ που δεν μπορεί να συγκριθεί με το μέγεθος της ελληνικής. Κι όμως καταφέραμε με οργανωμένη, σοβαρή και υπεύθυνη στρατηγική να κερδίσουμε μικρές και μεγάλες νίκες στο ζήτημα της αναγνώρισης της γενοκτονίας των Αρμενίων, όταν το ποντιακό ζήτημα ήταν στη διαχείριση κάποιων «Πασόκων», οι οποίοι ενδιαφέρονταν μόνον για το πως θα το εκμεταλλευτούν για τους «συσχετισμούς» σε κάποιες Κεντρικές Επιτροπές του κόμματος.
Κάνω αυτή τη σύγκριση για να τονίσω πως η υπεράσπιση ενός ζητήματος δεν έχει να κάνει με το πόσο δυνατά φωνάζεις ή αν ψάχνεις να βρεις κάθε φορά κάποιον «αποδιοπομπαίο τράγο» για να τον καταδικάσεις. Αυτό είναι εύκολο. Ειδικά σε μια χώρα που έχει πληγεί τα τελευταία χρόνια, η εθνική της περηφάνια κι ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας, είτε πρόκειται για Πόντιους είτε όχι, έχει συσσωρεύσει οργή και θέλει να ξεσπάσει στα social media με κάθε ευκαιρία κατά δικαίων και αδίκων. Αλλά αυτή η οργή δεν φέρνει κανένα πρακτικό αποτέλεσμα.
Αντί λοιπόν να επιτίθενται σήμερα στον Ρέμο, καλό θα ήταν να μας πουν όσοι ασχολούνται με το θέμα τι ακριβώς έχουν κάνει, ποια είναι η παρουσία τους σε διεθνή φόρα, με ποια στρατηγική, κοκ. Και το λέω αυτό με καλή πρόθεση σαν Έλληνας πολίτης που ενδιαφέρεται πραγματικά για την αναγνώριση της γενοκτονίας των Ποντίων, έχοντας πάντα στη μνήμη μου την αφήγηση του παππού μου που έφτασε πολεμώντας μέχρι την «Κόκκινη Μηλιά» και μετά γύρισε με τα πόδια πίσω και απογοητευμένος.
Οι ιστορικές τραγωδίες δεν αναδεικνύονται με αφορισμούς και λιθοβολισμούς. Αδικούν τον εαυτό τους οι Πόντιοι με αυτά, ενώ σίγουρα μπορούν να κάνουν πολλά περισσότερα. Ειδικά σήμερα. Που δύο από του πλέον επιφανείς επιχειρηματίες της χώρας, Μελισσανίδης και Σαββίδης, είναι ποντιακής καταγωγής και θα μπορούσαν να στηρίξουν μια οργανωμένη στρατηγική για το ζήτημα σε παγκόσμιο επίπεδο. Εφόσον υπάρχουν χρήματα για ποδοσφαιρικές ομάδες και κανάλια, τα οποία προσωπικά θεωρώ «πεταμένα λεφτά», σίγουρα μπορούν να κινητοποιήσουν «συστήματα» με τις σχέσεις και τις γνωριμίες τους. Αυτό είναι που λείπει σήμερα και όλα τα υπόλοιπα που λέχθηκαν στην υπόθεση Ρέμου είναι στάχτη για τα μάτια του κόσμου.