Γράφει ο Σεραφείμ Κοτρώτσος
Follow @serkot65
Από το Fortuno.gr:
Ο υπουργός επισκεπτόταν το νησί. Φιλόξενος τόπος, αρχοντονήσι, με ιστορία και κουλτούρα φράγκικη.
Οι τοπικές αρχές στην υποδοχή, παράτες, τα συνήθη. Έφτασε η ώρα των προσφωνήσεων, των ομιλιών, της προσφοράς δώρων φιλοξενίας. Να ο περιφερειάρχης, να ο δήμαρχος, έφτασε κι ώρα του Λιμενάρχη. Τίποτε. Συνήθως δίδονται θυρεοί (προφανώς του Λιμενικού Σώματος) αλλά έλα που τα δώρα είχαν τελειώσει, σχετικό κονδύλι δεν είχε εγκριθεί λόγω “έλλειψης πιστώσεων” κι ο έρημος ο Λιμενάρχης μετά από τόσες περικοπές μισθού, υπερωρίες γιοκ και τον ΦΠΑ στα ύψη δεν είχε τη δυνατότητα να βάλει από τη δική του τσέπη τα τριάντα ή σαράντα ευρώ για τον …θυρεό.
Ο υπουργός δεν κατάλαβε τίποτε, όμως η… Κεντρική Υπηρεσία -έφτασαν τα νέα στην Αθήνα βλέπετε- παρατήρησε την αδυναμία (της) να σταθεί επάξια δίπλα στην άλλες τοπικές αρχές κατά την εθιμοτυπία. Τις επόμενες ημέρες ακολούθησε πυρετός διαβουλεύσεων και εσωτερικής αλληλογραφίας για να εκδοθεί διαταγή για την προμήθεια θυρεών από όλες τις κατά τόπους λιμενικές αρχές. Μην τάχα και βρεθεί κανένας υπουργός σε αυτό ή σε άλλο νησί και δεν λάβει τον …θυρεό του.
Η μικρή αυτή ιστορία θα μπορούσε να είναι αστεία, σαν θλιμμένη εικόνα από τον “Κύριο Νομάρχη” του Καρυωτάκη εάν δεν αποτελούσε προοίμιο μιας άλλης πολύ μεγαλύτερης και σημαντικότερης ιστορίας. Μιας ιστορίας που πρέπει και αξίζει να ειπωθεί.
Στο αρχοντονήσι, που λέγαμε, ο Λιμενάρχης μπορεί να έχει πλέον στοκ θυρεών, δυσκολεύεται πολύ όμως να βρει πετρέλαιο για να κινηθούν τα σκάφη του Λιμενικού που πρέπει να κάνουν περιπολίες στο Αιγαίο για πρόσφυγες, μετανάστες, εσχάτως και για Τούρκους πραξικοπηματίες. Μεσούσης δε της τουριστικής περιόδου οι ανάγκες έχουν πολλαπλασιαστεί, βάλε και τη διακομιδή ασθενών και τραυματιών…
Το ίδιο συμβαίνει και στο απέναντι νησί. Πανέμορφο κι αυτό. Και ευλογημένο από την Παναγία. Το τελευταίο, ευτυχώς για τους ανθρώπους του και τον συνάδελφο του Λιμενάρχη της απέναντι νήσου όστις επίσης κοπιάζει καθημερινά να κρατήσει ενεργά τα πλωτά του μέσα. Τις προάλλες, όπως μαθαίνω, χρειάστηκε να επικαλεστεί την βοήθεια της Παναγίας (με την ανθρώπινη και όχι τη θεολογική διάσταση της επίκλησης) για να εγκριθεί κονδύλι για την προμήθεια 500 λίτρων πετρελαίου για να κινηθούν.
Οι άνδρες αυτοί του Λιμενικού – άλλως πως οι ήρωες του Αιγαίου που έσωσαν τον τελευταίο χρόνο μερικές χιλιάδες ζωές προσφύγων και μεταναστών- δίνουν καθημερινά τη μάχη, όχι για να διεκδικήσουν αυξήσεις μισθών αλλά για να συντηρούν και να κινούν τα πλωτά μέσα και, απλώς, να κάνουν τη δουλειά και το καθήκον τους.
Το αρμόδιο υπουργείο -ο υπουργός που λέγαμε- έχει σηκώσει τα χέρια ψηλά καθώς οι δαπάνες του Δημοσίου έχουν πάει στα Τάρταρα, οι Θεσμοί ζητούν ακόμα μεγαλύτερες και το ΔΝΤ, ο Στουρνάρας και ο Κυριάκος διακηρύσσουν πως η υφεσιακή και αντικοινωνική υπερφορολόγηση του τρίτου μνημονίου της κυβέρνησης Τσίπρας μπορεί να αντισταθμιστεί με ακόμα μεγαλύτερες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες!
Δηλαδή; Εκτός από πετρέλαιο να μην έχουν και μπουζί τα σκάφη του Λιμενικού (ας το δει κανείς αυτό σε μια μεγαλύτερη κλίμακα που να περιλαμβάνει την Πυροσβεστική, την Αστυνομία, τις Ένοπλες Δυνάμεις);
Στην περίπτωση του ευλογημένου νησιού, βεβαίως, είπαμε, υπάρχει η Παναγία, μερικοί ευαίσθητοι πατριώτες παπάδες κι ένας Λιμενάρχης δραστήριος και πεισματάρης. Έτσι, βρέθηκε ένας ευαίσθητος πατριώτης εφοπλιστής (ευτυχώς είναι αρκετοί τέτοιοι σε αντίθεση με κάτι άλλους επιτήδειους που απειλούσαν κάποτε ότι εάν φορολογούνταν θα τα σήκωναν όλα και θα έφευγαν στο εξωτερικό…) που ανέλαβε να συντηρήσει τα σκάφη του Λιμενικού του νησιού και η… Παναγία που είχε κάποια χρήματα στην άκρη για ώρα ανάγκης και δόθηκαν για τα καύσιμα.
Δεν αναφέρω ονόματα γιατί οι άνθρωποι δεν επιδιώκουν την προβολή τους. Κάνουν το καλό γιατί το αντιλαμβάνονται ως δουλειά και ως καθήκον. Όλα αυτά απέναντι σε ένα κράτος που έχει μάθει να σκορπάει για… θυρεούς αλλά, τώρα, να μην έχει ούτε για τα στοιχειώδη.
Και, όπως πληροφορούμαι, υπουργούς που όταν φθάνουν τα αιτήματα για τα απαραίτητα, να δηλώνουν “ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος” και να προτρέπουν σε Λιμενάρχες και άλλους υπηρεσιακούς να αναζητήσουν… χορηγούς (όπως ο εφοπλιστής καλή του ώρα).
Τα γράφω όλα αυτά όχι γιατί δεν τα γνωρίζουν οι αρμόδιοι αλλά διότι οι μεν κυβερνώντες υπό την πίεση των Θεσμών απογυμνώνουν τον κρατικό μηχανισμό από υποδομές και επιχειρησιακές ανάγκες, οι δε της αντιπολίτευσης και άλλοι “επαϊοντες” εσωτερικού και εξωτερικού μιλούν για την ανάγκη περαιτέρω περιστολής δημοσίων δαπανών.
Κι αυτό έχει να κάνει με λιγότερους μετακλητούς ή μείωση των αποδοχών βουλευτών και συμβούλων, εντάξει. Τελικά, όμως, όλη αυτή η “παραφιλολογία” καταλήγει σε λιμενικά σκάφη χωρίς καύσιμα να πλέουν με πανιά στο Αιγαίο, Canadair 40ετίας που θα “στουκάρουν” στα βουνά και θα σκοτώνουν πιλότους, νοσοκομεία χωρίς γάζες και ούτω καθ’ εξής.
Εκτός εάν οι θιασώτες όχι του “λιγότερου κράτους” αλλά του “μηδενικού κράτους” -και κυρίως εκείνου του κράτους που αποτελεί τον κοινωνικό πυλώνα- έχουν πια τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη στην Παναγία ότι θα μπορεί πάντοτε και εσαεί να βρίσκει λύσεις και να καλύπτει την αναλγησία του κάθε Τόμσεν και του εγχώριου ποιμνίου του…
Υ.Γ Παρότι δεν μπορεί κανείς να δει κάποια άμεση σχέση μεταξύ της μικρής ιστορίας, παραπάνω, και της Πρέβεζας του Κώστα Καρυωτάκη, παραθέτω τα παρακάτω προς ενημέρωση και συγκρίσεις…
Ο Κώστας Καρυωτάκης τον Ιούνιο του 1928 αποσπάται στην Πρέβεζα. Ήδη είναι αηδιασμένος από τη γραφειοκρατία και τη ζωή του δημόσιου υπάλληλου. Η αηδία γίνεται απόγνωση σε γράμματα που στέλνει σε συγγενείς και φίλους του. Την 1η Ιουλίου στέλνει σε ένα ξαδερφό του το ομώνυμο ποίημα.
ΠΡΕΒΕΖΑ
Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και τα κεραμύδια,
θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.
Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μες στους θανάτους.
Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίση μια “ελλειπή” μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ’ ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.
Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
“Υπάρχω;” λες, κ’ ύστερα “δεν υπάρχεις!”
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ισως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.
Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.
Πολλοί που αγαπούν την Πρέβεζα θεωρούν ότι ο Καρυωτάκης με αυτό το ποίημα του την αδικεί. Από την άλλη μεριά για ποιά Πρέβεζα μιλάμε; Για την Πρέβεζα που μόλις πριν από 17 χρόνια έχει απελευθερωθεί από τους Τούρκους. Για την Πρέβεζα που ο πιο σύντομος τρόπος να την προσεγγίσεις εκείνη την εποχή ήταν ένα πολύωρο ταξίδι με ατμόπλοιο από την Πάτρα. Άλλωστε η Πρέβεζα είχε την ατυχία να βρεθεί στο τέλος της τραγικής διαδρομής του Κώστα Καρυωτάκη, που 20 μέρες μετά αποφασίζει να αυτοκτονήσει. Θα μπορούσε στη θέση της να είναι μια οποιαδήποτε επαρχιακή πόλη του μεσοπολέμου.