Γράφει ο Γιάννης Κουτρουμπής
Τρεις μήνες τώρα παρακολουθεί όλος ο κόσμος την πρώτη ελληνική αριστερή κυβέρνηση να βρίσκεται συνεχώς πρώτη σε όλες τις ειδήσεις, σε όλες τις εφημερίδες όχι για κάποια σωστή στρατηγικά κίνηση, αλλά για να δείξει πόσο εκτός τόπου και χρόνου βρίσκεται.
Στην ουσία αυτό που ακούγεται από όλα τα υψηλόβαθμα στελέχη της κυβέρνησης είναι φράσεις όπως «δημιουργική ασάφεια», ή η νέα πλέον ατάκα του Υπουργού Οικονομικών και του Πρωθυπουργού «έντιμος συμβιβασμός», οι οποίες εκτός από το να είναι επικοινωνιακά πετυχημένες δεν εξασφαλίζουν απολύτως τίποτα στην διαπραγμάτευση, δηλαδή είναι καλές στην θεωρία χωρίς όμως πρακτικό αποτέλεσμα.
Μία ερώτηση που δημιουργείται πολλές φορές όταν ακούγονται οι εξαγγελίες περί αυξήσεως του βασικού μισθού, είναι ότι πως γίνεται να αυξήσουν το μισθό στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα όταν δεν υπάρχει ρευστότητα στο κράτος και όταν η Κεντρική Κυβέρνηση παίρνει από όλα τα ταμεία για να εξοφλήσει τις δόσεις.
Επίσης φυσικά και είναι απαραίτητη η αύξηση του βασικού μισθού, αλλά μόνο αν οι συνθήκες το επιτρέπουν δεν είναι δυνατό να αυξηθεί ο μισθός τον ένα μήνα και τον άλλο να υπάρχει κίνδυνος να μην μπορεί να αποπληρωθεί καν. Πέρα από αυτό το ζήτημα που δείχνει απειρία της Κυβέρνησης υπάρχει και το ζήτημα του δημοψηφίσματος.
Κάποιοι αξιωματούχοι της Κυβέρνησης έχουν δηλώσει ότι σε περίπτωση που η ίδια η διαπραγμάτευση δεν είναι αποτελεσματική και φτάσουν σε τέλμα οι συνομιλίες, τότε η Κυβέρνηση προτίθεται να διενεργήσει δημοψήφισμα. Μάλιστα έχει γίνει δήλωση του Αλέξη Μητρόπουλου, Αντιπροέδρου της Βουλής, ο οποίος τόνισε: «Το ζήτημα του ασφαλιστικού είναι ακραία επιτακτικό. Τα μέτρα που έχει δουλέψει καιρό ο Ρωμανιάς, δεν μπορούν να αποδώσουν άμεσα και οι ανάγκες του ασφαλιστικού είναι πολύ άμεσες και πολύ επιτακτικές. Υπό αυτή την έννοια, έχει σημασία αυτό που προωθεί κι ο υπουργός Εργασίας, να παγώσουν οι σκληρές ρυθμίσεις των δύο ασφαλιστικών νόμων. Άρα, λοιπόν, δεν είναι κακό να αναζητήσει ο Τσίπρας μία ειδική νομιμοποίηση είτε μέσω δημοψηφίσματος ή άλλων επιλογών αν έχει να καταλήξει σε μία συμφωνία. Υπό αυτή την έννοια όλα είναι στο τραπέζι.»
Η μόνη ένσταση σε αυτήν την πρόταση της Κυβέρνησης είναι ότι αν όντως διενεργηθεί δημοψήφισμα, το οποίο βγάλει το όποιο αποτέλεσμα, ποιος εγγυάται ότι και οι υπόλοιπες χώρες δεν θα κάνουν το ίδιο και ίσως οι πολίτες των χωρών μελών να μην έχουν την άποψη ότι θα πρέπει να συνεχίσουν οι χώρες τους να δανείζουν την Ελλάδα, με αποτέλεσμα η κίνηση αυτή να γυρίσει μπούμερανγκ.
Σε ότι αφορά τη βεβαιότητα ότι η Ευρωζώνη θα πληγεί σε περίπτωση εξόδου της Ελλάδας από το Ευρώ, αυτό δεν είναι αλήθεια καθώς πλέον οι χώρες του Ευρώ έχουν αποκτήσει τις κατάλληλες άμυνες για να μπορέσουν να μην έχουν καθόλου αντίκτυπο σε περίπτωση της εξόδου μίας χώρας.
Προς επιβεβαίωση της παραπάνω άποψης έρχεται η δήλωση του Γάλλου Υπουργού Οικονομικών Μισέλ Σαπέν: «Εάν συμβεί κάτι επιζήμιο, αυτό θα είναι σοβαρό για την Ελλάδα, για τον ελληνικό λαό, όχι για τα άλλα κράτη της ευρωζώνης. Δεν βρισκόμαστε καθόλου στην ίδια κατάσταση που βρισκόμασταν πριν από τέσσερα ή πέντε χρόνια. Μάθαμε να οικοδομούμε τείχη για να προστατευόμαστε, για να προστατεύουμε το τραπεζικό σύστημα, για να προστατεύουμε άλλες χώρες οι οποίες θα μπορούσαν να γίνουν ευάλωτες, εάν κάτι συμβεί στην Ελλάδα. Επομένως η Ευρώπη είναι πολύ πιο ισχυρή. Η Ευρώπη έχει προφυλαχθεί από τις ενδεχόμενες αναταράξεις. Ο κίνδυνος αφορά την Ελλάδα», πρόσθεσε ο υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας. Η Ελλάδα πρέπει να τηρήσει τους κανόνες οι οποίοι ισχύουν για όλες της χώρες (…) στην ευρωζώνη. Η Ελλάδα δεν έχει υπογράψει μόνο ένα μνημόνιο, έχει υπογράψει συνθήκες, έχει υπογράψει δεσμεύσεις. Αυτές οι δεσμεύσεις πρέπει να τηρηθούν.[1]»
Στην ουσία η στρατηγική της διαπραγμάτευσης που χρησιμοποιεί η Κυβέρνηση είναι αρκετά επιθετική χωρίς όμως να μπορεί να την υποστηρίξει, καθώς έχει απευθυνθεί και σε άλλες δυνάμεις όπως η Ρωσία και η Κίνα, οι οποίες όπως κάθε κράτος δίνουν στην χώρα επενδύσεις.
Η πολύπλευρη εξωτερική πολιτική που χρησιμοποιείται θα μπορούσε να είναι εποικοδομητική μόνο σε περίπτωση που η χώρα δεν θα ήταν σε αυτήν την άσχημη κατάσταση στην οποία βρίσκεται σε όλα τα επίπεδα. Για να πετύχει το μοντέλο αυτό θέλει ένα κράτος που να στηρίζεται χωρίς τις βοηθητικές ρόδες των δανειστών.
Σε ότι αφορά το εσωτερικό του κράτους αρχίζει να επικρατεί μία χαώδης κατάσταση που σίγουρα δεν προκαλεί το αίσθημα ασφάλειας στους πολίτες. Η άκρατη είσοδος των μεταναστών με την άδεια πλέον της κυβέρνησης που θα δίνει χαρτιά στους μετανάστες προκειμένου να μπορούν να ταξιδεύουν σε άλλες χώρες, είναι λανθασμένη καθώς τα κράτη αυτά μπορούν να αρνηθούν την είσοδο των προσφύγων με αποτέλεσμα να γυρίσουν στην χώρα που έχει εκδώσει πρώτη τα ταξιδιωτικά έγγραφα, δηλαδή εν προκειμένω την Ελλάδα.
Ένα άλλο σφάλμα είναι ότι η Ελληνική Κυβέρνηση πλέον διαπραγματεύεται και με τρομοκράτες, καθώς οι κουκουλοφόροι που κατέλαβαν για περίπου 20 μέρες την Πρυτανεία του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών πέτυχαν τον στόχο τους, (η απελευθέρωση του Σάββα Ξηρού και η κατάργηση των φυλακών υψίστης ασφαλείας) διότι πριν λίγες μέρες πέρασε από την Βουλή το νομοσχέδιο που επιτρέπει στους άρρωστους τροφίμους των φυλακών να απελευθερώνονται με την προσθήκη ηλεκτρονικού βραχιολιού.
Εν κατακλείδι, είναι λογικό να γίνονται λάθη, αλλά η συγκεκριμένη κυβέρνηση έχει λάβει την εντολή να κάνει μία διαπραγμάτευση που θα φέρει την λύση των βασικών ζητημάτων που απασχολούν την κοινωνία. Παρόλα αυτά τα πρώτα δείγματα γραφής δείχνουν απειρία και αποπροσανατολισμό της κυβερνητικής πολιτικής, η οποία σε ότι αφορά το εσωτερικό έχει περισσότερα προβλήματα από αυτά που έχει λύσει
Σε ότι αφορά, το εξωτερικό έχει δείξει την εικόνα μίας απροετοίμαστης πολιτικής καθώς ο μήνας είναι Απρίλιος, η συμφωνία έχει κλείσει στις 20 Φεβρουαρίου και ακόμα βρίσκονται στην διαπραγμάτευση των όρων της συμφωνίας του Φεβρουαρίου, ενώ σε λίγο καιρό θα πρέπει να αρχίσουν την διαπραγμάτευση για το πρόγραμμα του Ιουνίου. Μία παρατήρηση που ταιριάζει είναι αφήστε τις ατάκες και κάντε επιτέλους αυτό για το οποίο σας έχει αναδείξει ο Ελληνικός Λαός.
[1] Άρθρο στο skai.gr