Γράφει ο Ραπτόπουλος Ιωάννης*
Όσοι παρακολουθούν τις εξελίξεις τις τελευταίες εβδομάδες είναι σίγουρο πως έχουν παρατηρήσει ότι ένα μεγάλο μέρος ειδήσεων, άρθρων και αναλύσεων που σχετίζονται με τα επιμέρους προβλήματα που έχουν ανακύψει σχετικά με τις Ευρωπαϊκές τράπεζες κατέχουν περίοπτη θέση σε όλα τα ειδησεογραφικά πρακτορεία στην Ευρώπη. Η αρχή έγινε με τις Ιταλικές τράπεζες και συγκεκριμένα όταν ανακοινώθηκε πως το ύψος των κόκκινων δανείων ανέρχεται σε 360 δις ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 18% των συνολικών δανείων και στο 23% του ΑΕΠ της χώρας. Στη συνέχεια οι δυσάρεστες ειδήσεις άρχισαν διαδέχονται η μία την άλλη και η κατάσταση έγινε αρκετά επαχθής για τα αρμόδια όργανα της Ε.Ε, τις Βρυξέλλες, αλλά και το Βερολίνο, καθώς στο κάδρο προστέθηκαν τα μεγαλύτερα τραπεζικά ιδρύματα της Ευρώπης όπως η Deutsche Bank, η Barclays και η BNP PARIBAS. Το τελευταίο στη σειρά κομμάτι που προστέθηκε στο πάζλ της ανησυχίας, τις εσωστρέφειας και των διαφαινόμενων κινδύνων για τα τραπεζικά ιδρύματα στη Γηραιά Ήπειρο ήταν η ανακοίνωση της RBS (Royal Bank of Scotland) τη προηγούμενη εβδομάδα, μιας τράπεζας που τα προηγούμενα χρόνια αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα, σε 3000 πελάτες της πως η υπηρεσία παγκόσμιων συναλλαγών που τους παρείχε η τράπεζα θα διακοπεί στις 31/12.
Το χρονικό της κατάρρευσης
Για όσους παρακολουθούν τις εξελίξεις στο τραπεζικό τομέα τα χρόνια της κρίσης η παραπάνω ανακοίνωση δεν αποτέλεσε έκπληξη, ειδικά στη διάρκεια ενός έτους που η πορεία των Ευρωπαϊκών τραπεζών στο χρηματιστήριο και τα οικονομικά τους αποτελέσματα κρίνονται στις περισσότερες των περιπτώσεων απογοητευτικά. Συγκεκριμένα η μετοχή της Deutsche Bank στην αρχή του έτους βρισκόταν στα 21€ και πλέον η αξία της έχει πέσει στα 12,5€. Σημείωσε δηλαδή μία πτώση 40% μέσα σε διάστημα μικρότερο των 8 μηνών. Σα να μην έφτανε αυτό η Deutsche Bank ανακοίνωσε πως για το δεύτερο τρίμηνο του έτους τα κέρδη της τράπεζας σχεδόν εξαλείφθηκαν (18 εκατ. ευρώ από 796 εκατ. ευρώ στο δεύτερο τρίμηνο του 2015). Ίδια είναι όμως η εικόνα και για τις υπόλοιπες άλλοτε κραταιές Ευρωπαϊκές τράπεζες.
Η Barclays, η μετοχή της οποίας στις 31/12/15 άξιζε 219 λίρες, σήμερα αξίζει 166 λίρες, γεγονός που μεταφράζεται σε πτώση 25%. Η συγκεκριμένη τράπεζα ανακοίνωσε μάλιστα μείωση της κερδοφορίας της για τη χρήση του πρώτου εξαμήνου του τρέχοντος έτους κατά 31% σε σύγκριση με πέρυσι. Ούτε τα Γαλλικά πιστωτικά ιδρύματα αποτέλεσαν εξαίρεση για τον κανόνα των κακών επιδόσεων καθώς οι μετοχές των Societe Generale και BNP Paribas σημείωσαν πτώση άνω του 25%. Πάντως τη μεγαλύτερη πίεση μέχρι τώρα έχουν δεχτεί οι Ιταλικές τράπεζες. Η Unicredit έχει καταγράψει πτώση στο Ιταλικό χρηματιστήριο ύψους 55% και η τιμή της κυμαίνεται πλέον στα 2,18€ από 4,71€ που βρισκόταν στις αρχές Ιανουαρίου. Επιπλέον η τιμή της αρχαιότερης τράπεζας στο κόσμο και τρίτης μεγαλύτερης στην Ιταλία Banca Monte dei Paschi di Siena (BMPS) συνεχίζει να κατρακυλά από την αρχή του έτους μέχρι σήμερα, φτάνοντας αθροιστικά το -80% και η τιμή της μετοχής της(0.25€) θυμίζει πλέον τις τιμές των πολύπαθων Ελληνικών τραπεζών.
Τα πραγματικά αίτια και η Συνθήκη της Βασιλείας
Από τα παραπάνω συνάγεται λοιπόν εύκολα το συμπέρασμα πως το Ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα νοσεί βαριά. Τα πρώτα συμπτώματα αυτής της νόσου άρχισαν να εκδηλώνονται εδώ και καιρό, όμως η κωλυσιεργία των αρμοδίων οργάνων και η αναβλητικότητα που επέδειξαν στη λήψη δραστικών μέτρων διόγκωσαν το πρόβλημα και πλέον το έχουν καταστήσει αρκετά δυσεπίλυτο και κοστοβόρο. Είναι χρήσιμο να αναλύσουμε σε αυτό το σημείο τις πραγματικές αιτίες που έχουν οδηγήσει σε συρρίκνωση τα οικονομικά μεγέθη ακόμη και των πιο ισχυρών Ευρωπαϊκών τραπεζών. Αυτών που τα προηγούμενα χρόνια φάνταζαν ως παντοδύναμοι «παίκτες» και ρυθμιστές των εξελίξεων στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αυτές οι αιτίες λοιπόν που παρατίθενται παρακάτω είναι σίγουρο ότι στους περισσότερους θα θυμίσουν πολλά από την Ελληνική πραγματικότητα, όπως τη ζήσαμε τα προηγούμενα χρόνια με τα αλλεπάλληλα προβλήματα των τραπεζών και τις συνεχείς ανακεφαλαιοποιήσεις.
Τον καθορισμό του εποπτικού πλαισίου για την εποπτεία των τραπεζών και τη σύγκλιση των εποπτικών προτύπων που εφαρμόζονται σε όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχει αναλάβει η Επιτροπή της Βασιλείας, η οποία συστάθηκε στις 8 Οκτωβρίου του 1974 και εδρεύει στην ομώνυμη Ελβετική πόλη. Αυτή η επιτροπή δεν αποτελεί ένα διεθνή οργανισμό, αλλά μία οργάνωση που λειτουργεί υπό την αιγίδα της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών. Οι διατάξεις που περιέχονται στις εκθέσεις της έχουν χαρακτήρα «ήπιου δικαίου» και κινούνται στη κατεύθυνση της διαφάνειας και της υιοθέτησης βέλτιστων πρακτικών από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Αυτή η επιτροπή λοιπόν έχει καταρτίσει το Σύμφωνο της Βασιλείας Ι, ΙΙ και ΙΙΙ, όπως έχει αναθεωρηθεί κατά καιρούς, το οποίο μεταξύ άλλων ορίζει και κάτι πολύ βασικό.
Κάτι για το οποίο έχει γίνει πολύς λόγος στα ΜΜΕ τα τελευταία χρόνια, αλλά λίγοι είναι αυτοί που μέχρι σήμερα το έχουν κατανοήσει επί της ουσίας. Τι είναι αυτό; Ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας. Είναι κάτι που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο εκτενέστατης ανάλυσης, όμως χάριν απλούστευσης και για να γίνει κατανοητό από όλους τους αναγνώστες θα παρουσιαστεί παρακάτω στην πιο απλή μορφή του, χωρίς όμως να υπάρχει βλάβη του κεντρικού επιχειρήματος. Ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας (Capital Adequacy Ratio) λοιπόν είναι ένα κλάσμα στον αριθμητή του οποίου βρίσκονται τα κεφάλαια της τράπεζας (βασικά και συμπληρωματικά). Στον παρανομαστή αυτού του κλάσματος βρίσκεται το σύνολο των σταθμισμένων κατά κίνδυνο ανοιγμάτων της τράπεζας. Βρίσκεται δηλαδή το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και απαιτήσεων της τράπεζας (πελάτες, δάνεια, κλπ), τα οποία μετά από κάποιες διαδικασίες ανάλυσης και αξιολόγησης έχει εκτιμηθεί ότι μάλλον θα υποστούν μία απομείωση της αξίας τους και η τράπεζα δεν θα τα εισπράξει στο ακέραιο (π.χ. δάνεια που δεν εξυπηρετούνται και έχουν χαρακτηριστεί «κόκκινα δάνεια»). Αυτό το κλάσμα πρέπει πάντα να είναι μεγαλύτερο ή ίσο με 8% για να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία των τραπεζών.
Δ.Κ.Ε.= Κεφάλαια Τράπεζας (Βασικά και Συμπληρωματικά) / Σύνολο Σταθμισμένων Κατά Κίνδυνο Ανοιγμάτων ≥ 8%
Σε περίπτωση που ο Δ.Κ.Ε. είναι κάτω του 8% η τράπεζα πρέπει να λάβει δραστικά μέτρα για να τον αυξήσει. Συνήθως αυτό γίνεται με εισροή νέων κεφαλαίων είτε από τους υπάρχοντες μετόχους, είτε από νέους ιδιώτες μετόχους, είτε στη χειρότερη των περιπτώσεων με τη παρέμβαση του κράτους. Αν τίποτα από τα παραπάνω δεν καταστεί δυνατό τότε η τράπεζα πρέπει να κλείσει. Αυτή λοιπόν η εξαιρετικά απλή ανάλυση μας βοηθά να κατανοήσουμε σε βάθος τα πραγματικά προβλήματα των τραπεζών. Όσο μειώνεται ο αριθμητής του κλάσματος δηλαδή τα κεφάλαια των τραπεζών, επειδή αυτές καταγράφουν ζημιές στις οικονομικές τους καταστάσεις λόγω του συνεχούς επιδεινούμενου οικονομικού περιβάλλοντος και αυξάνεται ο παρανομαστής του λόγω κακής ποιότητας των στοιχείων του ενεργητικού των ισολογισμών, δηλαδή αυξάνονται τα επίπεδα κινδύνου όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία και τις απαιτήσεις που έχουν λαμβάνειν οι τράπεζες (π.χ. μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τίτλοι και χρεόγραφα που μειώνεται η αξία τους), τόσο περισσότερο βυθίζεται ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας. Όπως αντιλαμβάνεστε αυτό είναι το πρόβλημα που προσπαθούν να αποτρέψουν όλες οι τράπεζες ανά την υφήλιο.
Ο ρόλος των οίκων αξιολόγησης
Σε αυτή την εξίσωση έρχονται να προστεθούν και οι γνωστοί σε όλους μας οίκοι αξιολόγησης, οι οποίοι με τις βαθμίδες αξιολόγησής που ανακοινώνουν για κράτη, επιχειρήσεις, τράπεζες κλπ έχουν καθοριστικό ρόλο. Το Σύμφωνο της Βασιλείας ορίζει πως ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου για κάθε asset μιας τράπεζας βρίσκεται σε ευθεία συνάρτηση με τη βαθμίδα αξιολόγησης που έχει λάβει το αντισυμβαλλόμενο μέρος. Για παράδειγμα αν μια εταιρία «Χ» έχει λάβει ένα επιχειρηματικό δάνειο από μία τράπεζα και υποβαθμιστεί από τους οίκους αξιολόγησης, τότε η τράπεζα πρέπει να σχηματίσει δυσμενέστερες προβλέψεις και να χρησιμοποιήσει μεγαλύτερο συντελεστή στάθμισης κινδύνου για το δάνειο αυτό. Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως για αξιολογήσεις από CCC και κάτω προβλέπεται συντελεστής στάθμισης 150%. Αν και στη πραγματικότητα η τράπεζα δε μπορεί να χάσει το 150% των χρημάτων από ένα δάνειο που έχει χορηγήσει, αυτός ο συντελεστής υπάρχει ως αντικίνητρο στις τράπεζες ώστε αυτές να μη χορηγούν δάνεια σε πελάτες που δε πληρούν τα κριτήρια χρηματοδότησης.
Συνεπώς, γίνεται εύκολα αντιληπτό τι αντίκτυπο έχουν οι υποβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης, που συχνά εδώ και χρόνια ανακοινώνονται και πως δεν αποτελούν απλά έναν κενό τίτλο, αλλά επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τους ισολογισμούς των περισσότερων οικονομικών μονάδων στο κόσμο.
Η άλλη όψη του νομίσματος
Η αιτία του οικονομικού περιβάλλοντος, όμως, που βαίνει συνεχώς επί τω χείρω είναι μόνο η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη όψη είναι οι ανεπαρκείς πολιτικές διαχείρισης κινδύνου των τραπεζών και το κακό management αυτών που επέτρεψαν να χορηγούνται δάνεια πάσης φύσεως σε αντισυμβαλλόμενους που δεν πληρούσαν πολλές φορές ούτε τα στοιχειώδη κριτήρια. Το τοπίο σχετικά με το κατά πόσο έχουν εκτιμηθεί οι κίνδυνοι των τραπεζών και οι επισφαλείς απαιτήσεις τους παραμένει θολό. Αυτό αφορά προφανώς το κομμάτι των δανείων, αλλά και αυτό των τοξικών χρεογράφων των οποίων το ύψος είναι ακόμη πιο δύσκολο να εκτιμηθεί. Είναι γνωστό πως τα προηγούμενα χρόνια οι Ευρωπαϊκές τράπεζες συγκέντρωναν μανιωδώς χρεόγραφα υψηλού κινδύνου τα οποία ακόμη και σήμερα αποτελούν πολύ σημαντικό μέρος των ισολογισμών τους. Η πλήρης και αξιόπιστη καταγραφή τους μέχρι σήμερα φαίνεται πως δεν έχει γίνει και αυτό είναι ένας λόγος για τον οποίο οι επενδυτές, ακόμα και μετά την ανακοίνωση των stress test περί τα τέλη Ιουλίου που αξιολογήθηκαν ως θετικά, συνέχισαν να ποντάρουν εναντίον των μεγαλύτερων Ευρωπαϊκών τραπεζών. Όπως μάλιστα αναφέρει το Bloomberg τα stress tests αντιμετωπίστηκαν σχεδόν ως ανυπόληπτα από τους επενδυτές καθώς στο χειρότερο εκ των τριών σεναρίων δεν συμπεριλήφθηκε προσομοίωση αθέτησης δημοσίου χρέους.
Από όσα παρατέθηκαν παραπάνω γίνεται ξεκάθαρο πως όσο δεν βελτιώνεται η ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού των τραπεζών και η διάρθρωση των κεφαλαίων τους, μία τραπεζική κρίση στη Γηραιά Ήπειρο θα κλιμακώνεται και θα φαντάζει όλο και πιο απτή. Όλοι οι εμπλεκόμενοι πρέπει να προνοήσουν και να λάβουν δραστικά μέτρα για να διασφαλίσουν πως κάτι τέτοιο θα αποτραπεί. Σε αντίθετη περίπτωση τα μεγέθη μιας κατάρρευσης θα είναι τέτοια που κανείς στην Ευρωζώνη δε θα έχει τη δυνατότητα να παρέμβει και να λειτουργήσει κατασταλτικά, όπως έγινε στη περίπτωση του δικού μας τραπεζικού συστήματος.
*Ο Ραπτόπουλος Ιωάννης είναι φοιτητής Δημόσιας Διοίκησης Παντείου.