Αν παρακολουθούσε κάποιος, που μόλις ήλθε στην Ελλάδα, την αρθρογραφία και τις δηλώσεις πολλών -δήθεν- έγκριτων, πολιτικών, δημοσιογράφων και -δήθεν- πνευματικών ανθρώπων, όταν αναφέρονται σε όσα διαδραματίστηκαν στην Αθήνα μετά τον φόνο του Αλέξη Γρηγορόπουλου, τον Δεκέμβριο του 2008, θα νόμιζε ότι εκείνες τις ημέρες στην πρωτεύουσα είχε λάβει χώρα επανάσταση του προλεταριάτου ή έστω της νεολαίας.
Βαθυστόχαστες και υπερφίαλες αναλύσεις περί «κοινωνικής εξέγερσης» και «υγιούς αντίδρασης της νεολαίας» των γνωστών θεωρητικών της ριζοσπαστικής Αριστεράς δίνουν την εντύπωση -σε όσους δεν έζησαν από κοντά εκείνα τα γεγονότα- ότι ο λαός της Αθήνας, και δη η νεολαία, ξεχύθηκε μαζικά στους δρόμους.
Βεβαίως, η αλήθεια είναι διαφορετική.
Οι περισσότεροι εξ αυτών, ζώντας στο δικό τους μοναδικό κόσμο, φαντασιώνονται ότι εκείνες τις ημέρες, του ελληνικού Δεκεμβρίου του 2008, ζήσανε μέρες του γαλλικού Μάη του 1968.
Διαβάζοντας ένας αναγνώστης σε 20 χρόνια από τώρα, όσα γράφονται από τότε, ευλόγως θα θεωρήσει ότι τον Δεκέμβριο του 2008 συνέβη κάτι σαν το Πολυτεχνείο το 1973.
Δεν πρόκειται, όμως, παρά για μια έντονη, επίμονη και μεθοδικώς οργανωμένη προσπάθεια της Αριστεράς να προσδώσει μυθικές διαστάσεις στα γεγονότα εκείνα με μόνο σκοπό να κερδίσει πολιτικά οφέλη. Κάθε γενιά -δήθεν- επαναστατών χρειάζεται τη δική της μοναδική -αλλά δήθεν- επανάσταση, προκειμένου να διεκδικήσει το αλάθητο, την πρωτοκαθεδρία και την ηγεσία του υποτιθέμενου αγώνα.
Η αλήθεια είναι ότι οι διαδηλώσεις που έγιναν ποτέ δεν ήταν μαζικές. Λίγες χιλιάδες μόνο, κι αυτό τις δύο πρώτες ημέρες. Η παλλαϊκή συμμετοχή και η μαζική συμμετοχή της νεολαίας δεν είναι παρά ένα ψέμα! Ο -δήθεν- λαός των Αθηνών δεν ήταν παρά 3.000 έως 5.000 αλήτες και κλεφτρόνια που επί 10 σχεδόν ημέρες να έκαιγαν, κατέστρεφαν και έκλεβαν ιδιωτικές περιουσίες.
Όλα αυτά δεν ήταν καθόλου αυθόρμητα. Έμπειροι και προετοιμασμένοι καθοδηγητές (αναρχικοί ή/και μέλη ομάδων της Αριστεράς), με «έδρα» το άβατο των Προπυλαίων, τους χώριζαν σε ομάδες και μοίραζαν περιοχές για να καλύψουν την μεγαλύτερη δυνατή ακτίνα δράσεως. Πολλοί εξ αυτών, ίσως οι περισσότεροι δεν ήταν Έλληνες, αλλά λαθρομετανάστες, κυρίως Πακιστανοί, πολλοί Αλβανοί καθώς και πρεζόνια που «σήκωναν» ολόκληρα καταστήματα.
Ασφαλώς, λαθρομετανάστες και ποινικοί απέχουν πολύ από το να χαρακτηρισθούν «ο λαός των Αθηνών». Ούτε το πλιάτσικο στο οποίο επιδόθηκαν μεθοδικά και οργανωμένα μπορεί να χαρακτηρισθεί «κοινωνική εξέγερση».
Όλα τα ανωτέρω έλαβαν χώρα ελέω του τότε Υπουργού Δημοσίας Τάξεως και νυν Προέδρου της Δημοκρατίας (…), κ. Προκόπη Παυλόπουλου. Χάρη στην αλήστου μνήμης απόφασή του για «αμυντική στάση» της ΕΛ.ΑΣ., οι ευθύνες του για την καταστροφή του κέντρου των Αθηνών είναι τεράστιες και απαράγραπτες!
Τελικώς, δύο ήταν οι κερδισμένοι από την δράση των πλιατσικολόγων.
– Η -δήθεν- ριζοσπαστική Αριστερά ενισχύθηκε πολιτικά κερδίζοντας τη «μάχη» των δρόμων από το ΚΚΕ και ενισχύοντας τους δεσμούς της με το παρακράτος των Εξαρχείων. Αργότερα, εκμεταλλευόμενη όσα δραματικά ακολούθησαν με την επιβολή των Μνημονίων, κατόρθωσε να κυβερνήσει.
– Η Χρυσή Αυγή, την οποία μεγάλο μέρος «πληβείων» της συντηρητικής παρατάξεως -τρομαγμένο και αγανακτισμένο από την καταστροφική μανία των κουκουλοφόρων- θεώρησε ως την κατάλληλη απάντηση στην βία της ακροαριστεράς καθώς και στην εκρηκτική αύξηση της εγκληματικότητας κυρίως ένεκα της αθρόας λαθρομετανάστευσης.
Τέλος, δεν πρέπει επίσης να παραβλέψουμε ότι τα γεγονότα εκείνα έδωσαν το έναυσμα για τη γένεση του νέου αντάρτικου πόλεως από το πιο «ριζοσπαστικοποιημένο» κομμάτι της Αριστεράς. Το σύνολο σχεδόν των τρομοκρατικών ομάδων που έδρασε έκτοτε, έχει ως αφετηρία εκείνες τις ημέρες, στελεχωμένο από τους πιο παλαβούς και εγκληματίες εξ αυτών, οι οποίοι πείστηκαν ότι ήλθε η ώρα για τη ρεβάνς της ήττας του ‘49 με την αστική τάξη και το κράτος.