Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Μπορούμε πολλά να πούμε για τη στρατηγική της κυβέρνησης στο προσφυγικό. Υπήρξε ή δεν υπήρξε; Μπορούμε να συζητήσουμε για τη χαμένη περίοδο της Τασίας Χριστοδουλοπούλου, για το ξήλωμα των κέντρων κράτησης, για τις διακρατικές συμφωνίες με τρίτες χώρες για την επανεισδοχή μεταναστών, για την καθυστέρηση στην υλοποίηση των συμφωνιών ως προς τα κέντρα ταυτοποίησης, για το φόβο συνεργασίας με τη Frontex και για πολλά άλλα.
Οι ευθύνες της κυβέρνησης είναι μεγάλες και σημαντικές, από την υποτίμηση του φαινομένου και την αναγωγή του αποκλειστικά στο ανθρωπιστικό ζήτημα του να σώζουμε ανθρώπους που πνίγονται στη θάλασσα έως την εργαλειοποίηση του προσφυγικού, προκειμένου να εξασφαλίσουμε δημοσιονομικό χώρο στην εφαρμογή του μνημονίου, επικαλούμενοι τις συνέπειες της προσφυγικής κρίσης στην οικονομία.
Στο σημερινό σημείωμα της στήλης όμως δεν θα κάνουμε αυτό.
Πρέπει κάποια στιγμή να μιλήσουμε με θάρρος και παρρησία, ιδίως όσοι είμαστε ανοιχτά φιλοευρωπαίοι και στηρίζουμε την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, ακόμα και σε εποχές που αυτό δεν είναι δημοφιλές. Πρέπει, ουσιαστικά, να μιλήσουμε για τις μεγάλες ευθύνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Η ΕΕ πιάστηκε απολύτως απροετοίμαστη. Και αντιμετώπισε με τη σειρά της με ρομαντισμό και ευχολόγια το ζήτημα. Γρήγορα κατάλαβαν πως χωρίς την Τουρκία λύση στον ορίζοντα δεν υπάρχει. Τι έκαναν; Πήγαν και υπέβαλαν τα σέβη τους στο Σουλτάνο Ερντογάν (πλέον υπάρχουν και έγγραφα που το αποδεικνύουν), προκειμένου να δελεάσουν την Τουρκία να μπει στο παιχνίδι της συνδιαχείρισης. Ο Ερντογάν, όμως, δεν είναι χαζός και εξ αρχής ήθελε να πάρει ό,τι περισσότερο μπορούσε και αυτό δεν είναι, φυσικά, οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις για τη χώρα του. Η ΕΕ χωρίς καμία στρατηγική και χωρίς κανένα σοβαρό μέσο πίεσης παρακαλούσε τον Ερντογάν, μέχρι που τον άφησε να βάλει και το ΝΑΤΟ στο παιχνίδι, γεγονός που με τα παρόντα δεδομένα είναι εξαιρετικά επικίνδυνο για την Ελλάδα.
Κατά τα άλλα, μήνα με το μήνα και μέρα με την ημέρα η ΕΕ παραδίδεται στον εθνικισμό και στις φωνές για ισχυροποίηση του κράτους-μέλους έναντι της διαδικασίας περαιτέρω πολιτικής και οικονομικής ενοποίησης. Έτσι, φτάσαμε να βλέπουμε χώρες να συνεδριάζουν ανεπισήμως, όπως έγινε στην περίπτωση των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων υπό την ηγεσία της Αυστρίας. Αυτοί δεν θέλουν υποχρεωτικά να προβούν σε μονομερείς αποφάσεις, αλλά βάζοντας τις μονομερείς αποφάσεις στο τραπέζι απαιτούν πολύ σκληρότερη ευρωπαϊκή πολιτική στο εν λόγω ζήτημα. Και η ευρωπαϊκή ηγεσία στέκεται άβουλη και αρκείται σε αυστηρές λεκτικές προειδοποιήσεις,
Έτσι, όμως, δε λειτουργεί η Ένωση. Και εδώ δε μιλάμε για ένα επουσιώδες ζήτημα αλλά για ένα ζήτημα επιβίωσης για την ΕΕ, ένα ζήτημα που αφορά τόσο την εσωτερική συνοχή της όσο και την ασφάλεια και τον γεωπολιτικό της ρόλο. Η όλο και συχνότερη επίκληση της εθνικής κυριαρχίας από κράτη-μέλη και λαϊκίστικες κυβερνήσεις είναι, ίσως, η μεγαλύτερη ήττα για την ΕΕ.
Και, αν δε βρεθεί λύση, προκειμένου και πάλι η Ένωση να μιλάει με μια φωνή, ιδίως στο εν λόγω πρόβλημα, τότε δεν υπάρχει καμία ελπίδα επίλυσής του και τα χειρότερα βρίσκονται μπροστά μας.