Η αστυνομία της Βόρειας Ιρλανδίας ανακοίνωσε τη σύλληψη μιας γυναίκας 52 ετών στο πλαίσιο έρευνας για την κατασκευή εκρηκτικών μηχανισμών από τον νέο Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό (IRA), οργάνωση των αντιφρονούντων Ρεπουμπλικανών.
Η γυναίκα συνελήφθη στην καθολική συνοικία Γκρέγκαν, στο Ντέρι/Λόντοντερι, για τις «δραστηριότητες κατασκευής βομβών του νέου IRA» και αποθήκευση εκρηκτικών μηχανισμών, όπως δήλωσε η εκπρόσωπος Κατά Χίτον, της βορειοϊρλανδικής αστυνομίας.
Η γυναίκα που συνελήφθη βάσει της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας, μεταφέρθηκε στα γραφεία της αστυνομίας στο Μπέλφαστ.
«Η έρευνά μας έχει στόχο να εγγυηθεί την ασφάλεια του πληθυσμού και την προστασία του από την απειλή που θέτουν οι βίαιες ομάδες», πρόσθεσε η αστυνομικός, υπογραμμίζοντας ότι «η κατασκευή, η αποθήκευση αυτοσχέδιων εκρηκτικών σε κατοικημένες περιοχές θέτει όλο τον κόσμο σε κίνδυνο, αδιακρίτως».
Η σύλληψη αυτή πραγματοποιείται τρεις εβδομάδες πριν από την 50ή επέτειο της σφαγής της «Ματωμένης Κυριακής», κατά τη διάρκεια της οποίας 14 πολίτες σκοτώθηκαν από Βρετανούς στρατιώτες σε ειρηνική πορεία διαμαρτυρίας. Πρόκειται για ένα από τα τραγικότερα επεισόδια της σύγκρουσης μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών στη Βόρεια Ιρλανδία.
Ο νέος IRA παραδέχθηκε ότι ευθύνεται για τον θάνατο, τον Απρίλιο του 2019, της δημοσιογράφου Λάιρα ΜακΚί, που έπεσε νεκρή από σφαίρα την ώρα που κάλυπτε συγκρούσεις στο Λόντοντερι. Εκφράζοντας «την ειλικρινή και απόλυτη συγγνώμη της» στους οικείους της, η οργάνωση υποστήριξε ότι η δημοσιογράφος «στεκόταν δίπλα στις εχθρικές δυνάμεις», αναφερόμενη στις αστυνομικές δυνάμεις.
Η οργάνωση ανέλαβε, επίσης, την ευθύνη για τον εκρηκτικό μηχανισμό που ανακαλύφθηκε τον Απρίλιο του 2021 κάτω από το αυτοκίνητο μιας αστυνομικού στην πόλη Ντανγκίβεν.
Το συμβάν έλαβε χώρα σε μια συγκυρία εντάσεων στη Βόρεια Ιρλανδία, έπειτα από σχεδόν δέκα βραδιές βίαιων επεισοδίων με φόντο την οργή για τους τελωνειακούς ελέγχους που εισήχθησαν λόγω του Brexit.
Τα γεγονότα αυτά επανέφεραν στη μνήμη το φάντασμα των «Ταραχών», των βίαιων επεισοδίων που μαίνονταν επί τρεις δεκαετίες μεταξύ Ρεπουμπλικανών, στην πλειονότητά τους καθολικοί υπέρμαχοι της ενοποίησης της Ιρλανδίας, και ενωτικών Προτεσταντών, θερμών υποστηρικτών της διατήρησης της ένωσης της επαρχίας με τη Βρετανία.
Η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, που επιτεύχθηκε το 1998, έθεσε τέλος σε αυτήν τη σύγκρουση, που άφησε πίσω της 3.500 νεκρούς και εγκαθίδρυσε μια εύθραυστη ειρήνη. Ωστόσο, παραστρατιωτικές οργανώσεις παρέμειναν ενεργές.