Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, Οικονομολόγος – Ψυχολόγος
Τόσα κυβερνητικά λογύδρια περί επενδύσεων ξέφτισαν μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Κάτι ο… αρχαιολογικός χώρος του Ελληνικού. Κάτι οι εταιρείες που διακόπτουν τις εργασίες τους στην χώρα μας. Κάτι οι διεθνείς αξιολογήσεις ανταγωνιστικότητας στις οποίες η ελληνική οικονομία κατρακυλά προς τον πάτο.
Ως επιστέγασμα της… φιλικότητας στις σύγχρονες τεχνολογίες και στις δυνατότητες του ψηφιακού κόσμου, ήρθε και η διάθεση επιβολής ειδικών ρυθμίσεων για το Beat (πρώην Taxibeat). Κάπου εκεί χάθηκε ολωσδιόλου ο κυβερνητικός ρυθμός! Όχι επειδή αδυνατεί να κατανοήσει την διαφορά ανάμεσα σε μια διαδικτυακή και μια φυσική υπηρεσία. Ούτε καν κυρίως από μίσος σε κάθε μορφή αξιολόγησης και αριστείας. Αυτό ίσως περισσότερο να αφορά ένα μέρος του συνδικαλιστικού τοπίου που τρέφεται από την ισοπεδωτική μαζικοποίηση και την έλλειψη προσωπικών κινήτρων.
Για την κυβέρνηση ο στόχος είναι ένας και μοναδικός. Η εκλογική περιχαράκωση επαγγελματικών ομάδων στις οποίες παρουσιάζουν ως… Παράδεισο την αντίσταση σε κάθε αλλαγή, την αποτροπή του μέλλοντος που έρχεται με φόρα και θα συμπαρασύρει όποιον δεν προσαρμόζεται και αναβαθμίζεται για να σταθεί στο ύψος των νέων προκλήσεων.
Η σκεπτικιστική επιχειρηματολογία γύρω από το άνοιγμα των επαγγελμάτων εξαντλήθηκε στην φοβία του ανταγωνισμού κι όχι στο αν και κατά πόσο η επιβαρυμένη ατμόσφαιρα της Αττικής κι άλλων μεγάλων αστικών κέντρων απαιτεί πληθυσμιακά και περιβαλλοντικά κριτήρια ώστε να μην περάσουμε μια φάση ρυπαντικής έξαρσης ώσπου να ισορροπήσει η αγορά με βάση τις πραγματικές ανάγκες της.
Έτσι και τώρα η κουβέντα για τις εφαρμογές που λειτουργούν ως διαμεσολαβητές στο μεταφορικό έργο δεν κινήθηκε γύρω από τα ουσιαστικά ζητήματα για την ασφάλεια και την αξιολόγηση όσων αναλαμβάνουν το σχετικό έργο. Όσα συνέβησαν στο Λονδίνο με την Uber έθεσαν το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων του προβλήματος. Οτιδήποτε διευκολύνει την ζωή μας και μας δίνει ευρύτητα επιλογών είναι καλοδεχούμενο, στον βαθμό που διασφαλίζεται ένα ελάχιστο αξιοπιστίας και μηδενισμού των δυνητικών κινδύνων.
Στην χώρα μας περιοριστήκαμε σε έναν ατροφικό διάλογο για ξεπερασμένα συνδικαλιστικά κεκτημένα που επί της ουσίας δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντα κανενός επαγγελματία. Το κράτος χορηγεί την άδεια λειτουργίας θέτοντας βασικές προϋποθέσεις ώστε να διατηρείται ένα επίπεδο στις παρεχόμενες υπηρεσίες και σε αυτούς που τις προσφέρουν. Δεν αποτελεί αρμοδιότητα του ο καθορισμός του τρόπου με τον οποίο ο καταναλωτής θα επιλέξει, ανάμεσα στους αδειούχους, τον πάροχο της συγκεκριμένης υπηρεσίας.
Οι ίδιοι οι επαγγελματίες κατανοούν ότι η διαμεσολάβηση υπηρεσιών, όπως το Beat, διευκολύνει και τους αυτούς και τους χρήστες. Οι συνεπείς ταξιτζήδες που σέβονται τον πελάτη αποκτούν κοινωνικό κύρος και σταθερή πελατεία ενώ κι αυτοί μειώνουν κινδύνους όπως η πλήρης έλλειψη στοιχείων όσων εξυπηρετούν ειδικά στις νυχτερινές βάρδιες. Η αξιολόγηση δεν λειτουργεί ως ελιτίστικη μέθοδος διαχωρισμού αλλά ως κοινός παράγοντας διαρκούς βελτίωσης όλων.
Αντί να αντιστέκονται με κοντόφθαλμη οπτική στην εξέλιξη θα αναζητούσαν τρόπους διεύρυνσης κι εμπλουτισμού των υπηρεσιών τους και των ψηφιακών δυνατοτήτων. Θα επέλεγαν να βρεθούν ένα βήμα παραπέρα ξεπερνώντας σε ευρηματικότητα και αξιοπιστία τις υπάρχουσες εφαρμογές διεκδικώντας για τον εαυτό τους θέση στην πρωτοπορία που έτσι κι αλλιώς τελικά αντικαθιστά παρωχημένες νοοτροπίες και μεθόδους.