Γράφει η Αγγελική Λεονάρδου
Το μεγαλύτερο μέρος της σπουδαίας τέχνης χρωστά τη δημιουργία του σε περιόδους κρίσης: πόλεμοι, πείνα, προσφυγιά.
Οι Έλληνες, το ξέρουμε καλύτερα. Και μέσα στις πολλές μας περηφάνιες, αξίζει να λάβει θέση το ρεμπέτικο, ο «μπαμπάς» του λαϊκού και του έντεχνου τραγουδιού. Στις αρχές του εικοστού αιώνα, οι πρώτες πενιές ακούστηκαν στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκης και του Βόλου με αύρα σμυρναίικη, για να κατακτήσουν μετά τους τεκέδες στα σοκάκια, τα Ταμπάχανα της Πάτρας και όλη την Ελλάδα. Ρεμπέτικο, τραγούδι αστικό, όπως και οι επαναστάσεις. Rebelis, άλλωστε, λατινιστί, σημαίνει ανυπότακτος.
Το μπουζούκι, η κιθάρα και τα παλιά τραγούδια πρωταγωνιστούν σαν επιλογή διασκέδασης εν Ελλάδι, ακόμα και για αυτούς που δε δηλώνουν λάτρεις του είδους. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, μερικά μαγαζάκια και οι κομπανίες τους έχουν καταφέρει να κλέψουν λίγη από την κάλπικη χρυσόσκονη της μεγάλης πίστας και των εφέ στα μικρόφωνα. Επίσης, το νέο ρεύμα των «ποιοτικών» Ελλήνων τραγουδιστών, αυτών δηλαδή που δύσκολα θα τους πετύχει κανείς στο Mad ή στο MTV , τραγουδά εμπνευσμένο από παλιές εποχές. Μέσα από τις νότες που πιάνουν οι Μποφίλιου και η Ζουγανέλη, αναπνέει μια μνήμη παλιού και καλού έντεχνου τραγουδιού. Ακόμα περισσότερο, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου-με ανεβασμένη εσχάτως τη δημοφιλία του-, ο Γιάννης Χαρούλης, οι Χαίνηδες, επιμένουν παραδοσιακά, στο δρόμο που χάραξε ο Σωκράτης Μάλαμας και ο Νίκος Παπάζογλου. Οι Imam Baildi γεφυρώνουν συγκινητικά το ρεμπέτικο με το μπιτ.
Το ρεμπέτικο δεν έχει μόνο κοινωνικό στίχο, με επίκεντρο τα δικαιώματα και τους πόνους της φτωχολογιάς, υμνεί και τον έρωτα, τη φύση και, φυσικά, την παρανομία, όχι αυτή των αδίκων, αλλά αυτή των αδικημένων. Μοιάζει, λοιπόν, να είναι η τέλεια εποχή για μια αναβίωσή του, για το γράψιμο κομματιών σαν εκείνα τα πρώτα, για το τραγούδισμά του ως αφορμή να θυμηθούμε όλοι μαζί. Η πενία δε θέλει καλοπέραση, επανάσταση θέλει. Κι αν αυτή μπορεί να έρθει ΚΑΙ μουσικά, ας αφεθούμε στην πενιά…
Φωτογραφία από αρχείο Σπύρου Κερκύρα.